Επιμέλεια: Δήμητρα Διδαγγέλου, Ψυχολόγος – Επιστημονική Δημοσιογράφος, MSc Ψυχολογία & Μ.Μ.Ε.
Δεν είναι λίγες οι φορές που η λογοτεχνία έχει γίνει ο σκοτεινός θάλαμος για την εμφάνιση θεμάτων σχετικών με ψυχικές ασθένειες, με τρόπο συμβολικό ή μη. Το πέρασμα της γραμμής που χωρίζει (ή συνδέει) τη λογική με το ά-λογο είναι “πρόνομιο” τόσο της τρέλας όσο και της μυθοπλασίας.
Το βιβλίο των εκδόσεων Αιγόκερως, «Ιστορίες τρέλας από την ελληνική λογοτεχνία» σε επιμέλεια του Γιάννη Σολδάτου και της Έφης Βενιανάκη αποτελεί μια συλλογή αξιόλογων κειμένων μέσα από την ελληνική λογοτεχνία με κεντρικό άξονα την τρέλα.
Στον πρόλογο, ο διευθυντής του εκδοτικού οίκου «Αιγόκερως», Γιάννης Σολδάτος γράφει χαρακτηριστικά:
«Αλήθεια και ψέμα για τον τρελό είναι ένα και το αυτό και η διάκρισή τους αποτελεί για τους δικούς του κώδικες συμπεριφοράς, άχρηστο διανοητικό ακροβατισμό. Ο ίδιος δεν αγαπάει τις νοητικές ακροβασίες. Για τους άλλους, τους «λογικούς», χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνος, ως εχθρός· (…) Ο τρελός εξορίζεται από τις κοινωνικές συμπεριφορές, κλείνεται στα Άσυλα, μπαίνει σε επιτήρηση, μετατρέπεται σε αντικείμενο χλευασμού, λύπησης ή συμπάθειας, παρατήρησης, μελέτης. Θεάται με τρόμο σαν κατάσταση απώλειας των ανθρώπινων απολαύσεων, αναγνωρίζεται σαν κοινωνική μειονότητα. Γίνεται θέμα και σαν τέτοιο ασχολούνται μαζί του οι ψυχίατροι, φυσικά, και κατόπιν οι κοινωνιολόγοι και οι λογοτέχνες. Τούτοι οι τελευταίοι έχουν κάποια κοινά με το πρωτογενές αυτό για την τέχνη τους υλικό. Κάπου η «τρέλα της δημιουργίας», κάπου η «αδυναμία» τους να ενταχθούν στην κοινωνία με άνευ όρους παραδοχή των κανόνων της… και φυσικά κάπου το θέμα μας παίρνει άλλες διαστάσεις πέρα από αυτές της σύντομης εισαγωγής στα κείμενα που ακολουθούν.»
Παρακάτω παραθέτουμε αποσπάσματα του βιβλίου.
«Η παραλοϊσμένη», Μανόλης Πρατικάκης
Μοιάζει με αρρώστια του πολιτισμού.
Αυτοί που έχουν προσβληθεί δεν παραπονιούνται για κανένα ενόχλημα.
Γιατί τα συμπτώματα είναι τα φυσιολογικά γνωρίσματα των ανθρώπων.
Τα φαγωμένα τους χαρακτηριστικά είναι σκεπασμένα με χιλιάδων λογιών τέχνες και μυρωδικά. Βλέφαρα βαριά από βαφές. Μάτια με παροξυσμένη χαύνωση. Παντού αστράφτει μια τερατώδης ομορφιά. Η αρρώστια αυτή είναι θανατηφόρα θερίζει χιλιάδες κάθε μέρα αλλά ο θάνατος αποδίδεται σε άλλες αιτίες. Λειτουργεί μια πλάνη. Ο κόσμος πεινά υπάρχει μια γήινη αιμορραγία μια τριβή αιώνων διαδικασιών. Ακούγεται ένα μαλακό ξεψύχισμα που μοιάζει με πνοή παιχνιδιού και επιφώνημα ζωής.
«Ο υιός της σελήνης», Γιώργης Ζάρκος
Το τρελοκομείο είναι η μεγαλύτερη τραγωδία του κόσμου. Η τραγωδία των τραγωδών. Είναι πολύ δύσκολο, και για τις δυνάμεις μου τώρα σχεδόν αδύνατο, να γράψω αυτήν την τραγωδία με τα 859 πρόσωπα που του καθ’ ενού η ζωή είναι μια τραγωδία.
(…)
Αυτός δεν είναι τρελός κι αυτό δεν είναι τραγούδι, αλλά κλάμα ενός θεού που πονάει.
(…)
Μιλάς κι εσύ αλληγορικά σαν και μένα. Σε καταλαβαίνω καλά. Θα’ χεις και συ πονέσει για να μου εξηγείς έτσι το τραγούδι μου.
(…)
Οι γιατροί με νομίζουν για τρελό γιατί δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Πολύ δύσκολα ένας που τον πήραν για τρελό μπορεί να τους κάνει να πιστέψουν το αντίθετο.
Ο Τραμουντάνας έλεγε πως όλος ο κόσμος είναι δικός του. Στους δημοσιογράφους λέγανε οι γιατροί: «Οι εγκληματίες είναι ψυχοπαθείς, μεγαλομανείς, κτλ.». Όταν αποτυγχάνουν στις επιχειρήσεις τους τρελαίνονται. Λες και δεν γίνεται το ίδιο και με τους άλλους που δεν είναι εγκληματίες.
(…)
Για δες το κεφάλι μου. Έχει από πάνω μου όλο μαδήσει. Σκεφτόμουν έξω την κοινωνία πολύ. Εδώ το’ χω ρίξει στο σορολόπ. Σκέφτομαι κι εδώ μέρα νύχτα, γιατί έτσι αρέσει στο μυαλό μου, δε σκέφτομαι όμως μ’ επιμονή πάνω σ’ ένα δύσκολο ζήτημα ημερόνυχτα ολόκληρα όπως άλλοτε, όταν δυσκολεύομαι να βρω μια λύση. Τώρα δε θέλω να κάνω τίποτα. Πεθάνανε μέσα μου οι επιθυμίες κι αφήνω το νου μου να σκεφτεί ό, τι του κατέβει, αφού δεν τ’ αρέσει να κάθεται ήσυχα και να μη σκέφτεται τίποτα. Εδώ υποφέρει πολύ το κορμί μου. Δεν υποφέρει όμως ο νους μου, γι’ αυτό είμαι πιο καλά απ’ ό, τι ήμουν έξω. Πρόστυχη κι ανέντιμη είναι η κοινωνία: ατιμία, κλεψιά, αχαριστία…έχει όλα τα κακά και κανένα καλό.
(…)
Φεύγω και κάνω προσπάθεια να σκεφτώ. Μου’ ναι λιγάκι δύσκολο να σχηματίσω μια ιδέα για τον Παπαδόπουλο που να ξέρω πως δεν θα την αλλάξω γρήγορα, απ’ όσα άκουσα. Μου’ χει κάμει όμως δυνατή εντύπωση, ίδια σαν κείνη που’ χει κανείς μόλις διαβάσει μέχρι τέλους και κλείσει ένα βιβλίο τρελού δυνατού συγγραφέα σαν τον Ζαρατούστρα του Νίτσε, τον Μάνφρεντ του Βύρωνα ή κάτι του Σοπενάουερ.
«Η ζωή μου στο Δρομοκαϊτειο», «Πρώται εντυπώσεις», Ρώμος Φίλυρας
Όταν μπήκα στο Δρομοκαϊτειον, την πρώτη βραδιά αισθάνθηκα αμέσως την συμφορά μου βαρύτερη, την πλήξη με τα μαύρα της φτερά να με σκεπάζει ολόκληρο, σύγκορμο και σύψυχο…
(…)
Τι κόσμος Θεέ μου…Κόσμος δυστυχής και…απόκοσμος. Όταν ρωτάτε τους νοσοκόμους ποιος είναι ο τάδε ή ο δείνα παράφρων, σας απαντούν, χωρίς αν το θέλουν, χωρίς να το συναισθάνονται: «Ήταν». Ήταν- δεν είναι. Τώρα δεν είναι καθένας παρά ένας ίσκιος ανθρώπου, μια αχνή σκιαγραφία ανθρώπου, σχεδόν απροσδιόριστη. Πουθενά αλλού δεν αισθάνεται κανείς ζωηρότερα, τραγικότερα, το συναίσθημα της ανθρώπινης μηδαμινότητος. «Τι δε τις; Τι δ’ ούτις; Σκιάς όναρ άνθρωπος…».
«Ένας τρελός», Παύλος Νιρβάνας
Ένας τρελός, μέσα εις την Κοινωνίαν των γνωστικών, αποδεικνύει ίσως πολλά πράγματα δια τον εαυτόν του, που ενδιαφέρουν αποκλειστικώς τους φρενολόγους. Αποδεικνύει όμως και πολλά πράγματα, εκτός του εαυτού του, τα οποία ενδιαφέρουν γενικότερον την ψυχολογία του ατόμου και της ομάδος.
Μεταξύ πολλών πραγμάτων είναι και τα εξής: πρώτον η κατωτέρα αξία του συναισθήματος της συμπαθείας και του οίκτου, εν σχέσει προς τα αισθήματα του καθαρού εγωισμού. Δεύτερον, η έμφυτη σκληρότης της παιδικής ηλικίας και η εντελής έλλειψις απ’ αυτήν των αισθημάτων της φιλαλληλίας, τα οποία φαίνονται αποκτώμενα δια της διδασκαλίας, της ανατροφής, του παραδείγματος, αισθήματα τέλος πάντων ξένα προς την ουσίαν της ανθρώπινης φύσεως. Τρίτον- και ειδικότερον δια την Ελλάδα- η αναπέρκεια της φιλανθρωπικής αντιλήψεως, έξω από τας συμβατικάς αυτής και τυπικάς εμφανίσεις. Όλα δηλαδή πράγματα μελαγχολικά, πένθιμα και απογοητευτικά…
«Η τρελή», Αργύρης Εφταλιώτης
Τη στερνή φορά που κατέβηκε η τρελή, δεν είχε η ακρογιαλιά εκείνη τη συνηθισμένη της ήμερη γλύκα…Το πρόσωπό της γυρισμένο απάνω, και τα χέρια της απλωμένα ίσια, σα να την είχανε σταυρωμένη. Τα μάτια της ήτανε θαμπά σαν το συννεφιασμένο τον ουρανό. Τα σύννεφα πέρασαν, η θάλασσα καλοσύνεψε πάλι, μα της τρελής η ζωή δεν ξαναγύρισε πια.
«Η μηχανή του τρελού», Κώστας Παρορίτης
Ξεπετάχτηκα από το στρώμα με ένα δυνατό χτυποκάρδι. Τι παράξενο όνειρο! Είναι σκοτάδι ακόμα. Οι καμπάνες σημαίνουνε για τον όρθρο. Τα νερά της θάλασσας κάτω, ακούνητα, νεκρά, μαύρα. Είδα πως έπιασε φωτιά η βιβλιοθήκη μου! Πάνε τα ωραία μου βιβλία, οι γλυκιοί μου σύντροφοι!
(…)
Γιατί με φέρανε δω; Εγώ δεν είμαι τρελός, όχι δεν είμαι τρελός! Τι θέλω εγώ εδώ μέσα μαζί με τους τρελούς; Κακοί αθρώποι δε λυπόσαστε την Πατρίδα; Μου πήρανε και τη μηχανή μου και με κρατούνε φυλακισμένο μέσα σε μια κάμαρα! Ποιος είπε πως είμαι τρελός; Γράφω και ξαναγράφω στο Βασιλιά να’ ρθει να με πάρει από δω μέσα μα δε μου αποκρίνεται στα γράμματά μου. Η καμπάνα σημαίνει για τον εσπερινό…Δε θέλω τίποτις…Λευτεριά θέλω, φως, ήλιο!
Διαβάστε εδώ το Μέρος ΙΙ.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:
Εκδόσεις: Αιγόκερως
Έτος έκδοσης: 1994
Αριθμός σελίδων: 320
Αρχική τιμή: 16 €