«Ιστορίες Τρέλας από την Ελληνική Λογοτεχνία» – ΜΕΡΟΣ Β’

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Χρόνος ανάγνωσης 5 ΄

…Συνέχεια από το ΜΕΡΟΣ Α’ …

Επιμέλεια: Δήμητρα Διδαγγέλου, Ψυχολόγος – Επιστημονική Δημοσιογράφος, MSc Ψυχολογία & Μ.Μ.Ε.

«Το τρελό παιδί», Γεράσιμος Γρηγόρης

Ο Σταυρο- Χάρακας κατηφορίζει από το λόφο σαν ανάλαφρη πνοή κι είναι μεθυσμένος από τους χυμούς της άνοιξης. Ας τον είπανε τρελό παιδί, αχαΐρευτο ας τον είπαν. Έχει καλή καρδιά ο Σταυράκης. Αγαπάει όλο τον κόσμο: τα βουνά εκεί πέρα, τη θάλασσα εκεί κάτω, τ’ άστρα εκεί πάνω. Πρώτα κατ’ αρχής τη μάνα του αγαπάει και ας την παιδεύει κάποτε. Κι όλους τους καλούς ανθρώπους. Ύστερα αγαπάει και τα μικρά ζώα, και τα κίτρινα άνθη των σπάρτων και τα πράσινα χαλίκια και τα μικρά βατράχια…Όλα.

Μα έχει κι αυτός τις έγνοιες του και τους μικρούς καημούς του κι ας τον είπαν παλαβό.


«Νύχτα με παραισθήσεις», Τριαντάφυλλος Πίττας

Τα χείλια του εγκαταλειμμένα σε τρέμουλο οδυνηρό, αποσφραγίζουν ωστόσο δυο τάσεις που πρέπει να είχε η ψυχική του ζωή: το επάνω, ευθεία, σαν από λεπτότατη πινελιά, αντανακλά ένα σταθερό αγώνα για προσαρμογή. Το κάτω καμπύλη μ’ έναν παραπάνω τόνο στο κόκκινο, φανερώνει μια ύπαρξη που την κυβερνούσαν αλύπητα και παράλογα όνειρα. Όμως περισσότερο από παντού αλλού, το χάος και η αγωνία του ραϊσμένου μυαλού του ήρθαν να κατοικήσουν σ’ εκείνα τα μεγάλα γαλανά μάτια του προσδίδοντας σ’ αυτά μια κοφτερή κι απροσδιόριστη λάμψη.

 

«Από τας σημειώσεις ενός τρελού», Άγγελος Τανάγρας

– Ναι! Οι άνθρωποι δεν σκέπτονται! Δεν θέλουν ούτε να σκέπτονται ούτε να ενθυμούνται, είπε, διότι αλλιώς θα ήτο αδύνατος η ζωή…Ο κόσμος κοιμάται τον βαρύν ύπνον της ύλης, που το πνεύμα αδίκως προσπαθεί να ξυπνά…Ο καθένας γεννάται, αυξάνεται, αγαπά, υποφέρει, ελπίζει, αγωνίζεται, πονεί, πεθαίνει με κλειστά μάτια…Ενώ βλέπει, δεν βλέπει, διότι είναι βαρύς, ασήκωτος ο δεσμός της ύλης, και το πνεύμα σκλαβωμένον, αλυσσοδεμένον, πνιγμένον, σπαρταρά κάτω από το μολυβένιον βάρος της…Ο λίγοι είναι εκείνοι που ημπορούν να μισανοίγουν τα μάτια των και να βλέπουν…Το μόνον ξύπνημα για όλους είναι το τέλος της ψυχής σου και ιδέ! Σ’ εφόβισε το σκουλήκι που τρώγει την ύλην, την ύλην, η οποία επλάσθηκε δια ν’ αποθάνει και όμως αυτό δεν είναι τίποτε εμπρός εις το έλκος που τρώγει τη ψυχήν, που φθείρει ό,τι είναι αθάνατον εις τον άνθρωπον και το οποίον κανείς δεν κοιτάζει να γιατρεύσει!…

(…)

Το νιώθω! Το ξεύρω! Το βλέπω καθαρά!…

Λέγουν! Είναι τρελός! Του έστριψε…Εκελάηδησε!

Ε! αυτοί ευρίσκουν εύμορφην και εξαίρετην την ζωήν!…

Ο καθείς όπως μπορεί να την ευρίσκει…Εγώ όμως, από τότε, είς κάθε στιγμήν και εις κάθε περίστασιν, νομίζω ότι ακούω να ψιθυρίζεις εις το αφτί μου το άσπρον φάντασμα, ότι όλα, απολύτως όλα, είναι συμβατικά και επιφάνειαι εις τον κόσμον αυτόν…

Ότι ο άνθρωπος είναι κινητός βόθρος, γεμάτος σήψιν και μόλυσμα, ότι το σώμα του είναι σάρκες και φλέβες και αίματα και κόκαλα εις ένα δερμάτινον σακί, ότι κάτω από το τριανταφυλλένιον δέρμα είναι κίτρινον λίπος και ένας  σκελετός αποτρόπαιος, και ότι η αποσύνθεσις αρχίζει αμέσως με την πρώτην ημέραν της ζωής χωρίς να παύει κανείς να την βλέπει και να την αισθάνεται.

(…)

Και τότε μου έρχεται απηλπισμένος πόθος να κοιμηθώ, να κοιμηθώ τον βαρύν ύπνον της ύλης, που δεν έχει φαντάσματα…Κλείνω με πείσμα τα μάτια μου εις την φρικτήν αλήθειαν και ζω με τον φόβον, ότι το παραμικρόν θα με κάμει να ξαναξυπνήσω…

 

«Τόπον εις τους τρελούς», Θέμος Ποταμιάνος

Το Φρονιμοχώρι είναι μια ξακουσμένη πόλη της Ελλάδας.

(…)

Απίστευτο! Ογδόντα τρελοί πρώτη φουρνιά!

Δυστυχώς! Δυστυχώς! Βλέπετε, όσο ήτανε η τρέλα σκορπισμένη δεν εφαινόταν, δεν εφάνταζε. Τώρα που τη μαζέψαμε, τώρα φαίνεται ο όγκος της!

Οπωσδήποτε, τον επαρηγόρησεν ο πρώτοε σύμβουλος, απηλλάγη το Φρονιμοχώρι από ένα στίγμα.
«Ο τρελός της Αθήνας», Δ. Γρ. Καμπούρογλου

Δεν γεννήθηκε τρελός ο Γιάννης, του παπα- Κωνσταντή ο γιος. Ήταν έξυπνο και πολύ έξυπνο παιδί. Ο μαθητής του παπα- Δανήλη. Τόσο τον αγαπούσε ο δάσκαλος, που δεν τον ξεχώριζε από το παιδί του, και βλέποντας αυτόν παρηγοριότανε για το γιο του που είχε χαμένο…

Μα ξάφνου τον έπιασε ένα αλλιώτικο πράμα. Δε ζύγωνε άνθρωπο, κι όλη τη νύχτα την περνούσε στο πόδι. Η καημένη η μάνα του βρισκότανε σε απλπισία.

Και δε γνώριζε κανένας τι είχε, μήτε και μπορούσες να μάθεις. Αν τον ρωτούσες χαμογελούσε, κουνούσε το κεφάλι του κι έφευγε…

(…)

Τότες ο τρελός στάθηκε με απορία, και βλέποντας γύρω του, έλεγε μέσα του: «Μα τι λοιπόν; Όνειρο έβλεπα ή τ’ αφτιά μου βουίζανε;! Τ’ ήταν η αντάρα που άκουσ’ απ’ το Κάστρο;!…»

 

«Εγώ, ο βάτραχος…», Στέφανος Σταμάτης

Όχι, κύριοι, δε θα με ξαναπιάσετε. Γιατί εσείς δεν ξέρετε όσα ξέρω εγώ, κι ακόμη- προσέξτε το αυτό- γιατί δεν είστε σαν εμένα! Εσείς βλέπετε μόνον όσο αντέχουν τα μάτια σας, που μπορεί να πάσχουν από μυωπία ή αστιγματισμό, ενώ τα δικά μου βλέπουν και πολύ κοντά και πολύ μακριά, βλέπουν ακόμα και πίσω από τους λόφους, το βλέμμα μου πηγαίνει σαν τροχιά βλήματος- και μέσα στο ίδιο μου το σώμα.

(…)

Σε λίγες μέρες με στείλατε στο άσυλο- στο περίφημο Δρομοκαϊτειο. Εκεί είδα ένα σωρό αυτοκράτορες, πρωθυπουργούς, αγίους, ήρωες κάποιου πολέμου.
(…)

Κι έτσι, πριν ακόμα καλοκαιριάσει, κατάφερα να βγω από κει- και σας είδα να δαγκώνετε θυμωμένοι τα χείλια σας κι από μέσα σας να βρίζετε τους σοφούς με τις άσπρες μπλούζες. Για κάμποσον καιρό με ξεχάσατε.

(…)

Δεν πρέπει (της λέει) να φοβούμαστε τους τρελούς παρά μόνον αν τους φοβίσουμε πρώτοι εμείς. Κι ύστερα τη ρωτάει τι πιστεύει πως είναι η τρέλα. Η κοπέλα ψελλίζει κάποιους γνωστούς ορισμούς. Ο κύριος Κώστας τη διακόπτει και της λέει πως, κατά τη γνώμη του, τρέλα είναι η υπέρβαση του συνηθισμένου. Και συμπληρώνει πως παλιά στην Ανατολή οι τρελοί είχαν θέση πλάι στους σοφούς συμβουλάτορες των βασιλιάδων.

 

«Τι ήτανε καλύτερο;», Δημοσθένης Βουτυράς

Και ο τρελός γύριζε άλλοτε μόνος και άλλοτε συντροφευμένος απ’ το γέρο Χαλιώτη. Περπατούσε με σκυμμένα τα μάτια στη γη, τον πιο πολύν καιρό, χωρίς να προσέχει στον σύντροφό του, σιωπηλός, και μόνο κάποτε να κουνά τα χέρια, να σηκώνει το κεφάλι και τα χείλια του να βγάζουν έναν ήχο παράξενο, μια λέξη μπερδεμένη. Αγαπούσε πολύ τα λουλούδια, που άλλοτε δεν τα ήθελε, ή του ήταν αδιάφορα. Τώρα τα’ αγαπούσε μανιακά και καταρήμαζε τον κήπο, που με τόσον κόπο διατηρούσε ο γέρο Χαλιώτης, μη αφήνοντας λουλούδι για λουλούδι. Στην τρέλα του αυτή του αντιστεκότανε η γυναίκα του και τον έστελνε έξω, να γυρίζει στα βράχια και κοντά στα ερείπια του πύργου.

(…)

Φαινότανε από καιρό σκεπτικός, μελαγχολικός και μαζί είχε γίνει θυμώδης, κακός, ιδιότροπος, ως που μια μέρα, με το τίποτα, άρχισε να σπάζει πράγματα, καρέκλες, γυαλικά, λάμπες, τζάμια!…Αναγκασθήκανε και τον περιορίσανε! Είχε τρελαθεί για καλά! Μετά καιρό όμως έπεσε σ’ αυτή τη βλακώδη κατάσταση, που δε γνωρίζει κανέναν και έτσι τον αφήσανε ελεύθερο.

«Κομμωτής κυριών»,  Γιάννης Σκαρίμπας

Η δίκη μου δεν προσδιορίστηκε ακόμα, μα αυτό είν’ αμφίβολο αν θα γίνει πολέ. Γιατί οι γνώμες «διίστανται».

Η μια είναι- λέει- ότι μπορεί να μη στέκω καλά στα μυαλά μου (και θα ξαναεξεταστώ από γιατρούς) κι η άλλη ότι όχι: ότι στέκω.

«Η σενιορίτα του Αιγάλεω», Γιάννης Σολδάτος

Δεν είμαι τρελός κι ας με κλείσανε σε τρελάδικο. Το παίζω τρελός. Πώς να μην τρελαθείς με τέτοια που γίνονται. Αν τρελαινόμουν από μικρός θα τα γλίτωνα. Δεν παραπονιέμαι, έπρεπε να γίνουνε όλα και αν τρελαθώ. Δηλαδή να δηλώσω τρελός, να μου βάλουνε ζουρλομανδύα και μετά δεν έχει γυρισμό. (…) Το τρελός, λένε, αυτός τα’ χει τετρακόσια. Οχτακόσια τα’ χω, αλλά αυτό δε με εμποδίζει να είναι τρελός.

(…)

Δεν ξέρω ποια είναι τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, τρέλας και λογικής…κι αν εγώ είμαι τρελός…

Διαβάστε εδώ το Μέρος Ι

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:
Εκδόσεις: Αιγόκερως
Έτος έκδοσης: 1994
Αριθμός σελίδων: 320
Αρχική τιμή: 16 €