Φόβοι και Φοβίες στα παιδιά

Χρόνος ανάγνωσης 7 ΄

 

Η βοήθεια των γονιών είναι σημαντική και απαραίτητη ώστε να μην μετατραπούν οι φόβοι σε φοβίες.
Η βοήθεια των γονιών είναι σημαντική και απαραίτητη ώστε να μην μετατραπούν οι φόβοι σε φοβίες.

Από τη Βασιλική Παπαδοπούλου, MSc, Ψυχολόγο (Κλινική Ψυχολογία – Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Επιστημονική Συνεργάτης της Διεπιστημονικής & Ερευνητικής Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης Παιδιών & Ενηλίκων – ΔΙ.ΚΕ.Ψ.Υ
.

Είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε τους παιδικούς φόβους από τις παιδικές φοβίες.

Οι διαφορές τους εξαρτώνται από την ηλικία των παιδιών, τον τρόπο εμφάνισης, τη συχνότητα και το αντικείμενο/ κατάσταση που αποτελεί φοβικό ερέθισμα στο παιδί. Ως εκ τούτου διαφέρει σημαντικά και η αντιμετώπιση τους από τους γονείς και τους ειδικούς.

Παιδικοί φόβοι

Όσον αφορά τους παιδικούς φόβους αυτοί συχνά αποτελούν συνηθισμένες και φυσιολογικές αντιδράσεις των παιδιών μπροστά σε ερεθίσματα/ γεγονότα που είναι άγνωστα και καινούρια για το παιδί και μπορεί να αποτελούν εξωτερική απειλή. Με άλλα λόγια οι φόβοι συνδέονται με καταστάσεις που μπορεί να προκαλούν ανησυχία στο παιδί επειδή έρχεται αντιμέτωπο, ξαφνικά, με πράγματα που δεν γνωρίζει. Λαμβάνοντας υπόψη το παραπάνω, θα λέγαμε ότι το συναίσθημα του φόβου είναι αναγκαίο, διότι προστατεύει το κάθε παιδί ώστε να αποφύγει κινδύνους σημαντικούς για την διασφάλισης της ακεραιότητας του.

Μέχρι και την ηλικία των 12 ετών όλα τα παιδιά μπορεί να έρθουν αντιμέτωπα με φόβους φυσιολογικούς για την ανάπτυξή τους, οι οποίοι συνήθως υποχωρούν χωρίς να μετατραπούν σε φοβίες.

Ένας από τους πιο συνηθισμένους φόβους των παιδιών προσχολικής ηλικίας ξεκινά με την έναρξη του παιδιού στο νηπιαγωγείο, καθώς έρχεται αντιμέτωπο με πολλά άγνωστα πρόσωπα. Το παιδί μπορεί να αρχίσει να κλαίει, να αρνείται να μπει μόνο μέσα στην τάξη με τα άλλα παιδιά και να μην αφήνει τη μητέρα του να φύγει. Πρόκειται για το λεγόμενο «άγχος αποχωρισμού», το οποίο εμφανίζεται φυσιολογικά από τον 7ο μήνα εως το δεύτερο χρόνο της ζωής και παραπέμπει στο φόβο απώλειας της φροντίδας και της προστασίας που παρέχεται από το κύριο πρόσωπο αναφοράς, κυρίως τη μητέρα.

Συνήθως μετά το 2ο χρόνο αρχίζει σταδιακά να μειώνεται, αλλά μπορεί και να κορυφωθεί (από την προσχολική ηλικία, έως και την ηλικία των 18 ετών) ως απάντηση στον αποχωρισμό/ απώλεια (π.χ μια αρρώστια, ένας θάνατος, ένα διαζύγιο) ή απειλή απώλειας/ εγκατάλειψης του κύριου προσώπου φροντίδας του παιδιού ή και χωρίς να υπάρχει εκλυτική αιτία. Η παρουσία του συνήθως, θεωρείται ότι χαρακτηρίζεται από μη πραγματικές ανησυχίες του παιδιού περί εγκατάλειψης ή απόρριψης εξαιτίας του χωρισμού του από τον γονέα που το φροντίζει και συνδέεται με τις διαταραχές ύπνου και τα συμπτώματα σχολικής φοβίας/ άρνησης κατά την παιδική ηλικία. Με άλλα λόγια το παιδί φοβάται ότι θα πάθει κάτι κακό το ίδιο ή οι γονείς του και δυσκολεύεται να κοιμηθεί μόνο ή να ανταπεξέλθει σε περιβάλλοντα που δεν είναι μαζί οι γονείς του, όπως το σχολείο. Τα παιδιά 4-8 ετών παρουσιάζουν συχνούς εφιάλτες και σχολική άρνηση ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά 8-12 ετών εμφανίζουν υπερβολική ανησυχία καθώς και σωματικά συμπτώματα, όπως κοιλιακοί πόνοι, πονοκέφαλοι κ.α τα οποία

Η σταθερότητα ενός προγράμματος κατά τη διάρκεια του ύπνου και η ανάλογη προετοιμασία των παιδιών προσχολικής ηλικίας από τους γονείς θα μειώσει το άγχος αποχωρισμού.

Άλλοι φόβοι των παιδιών αυτής της ηλικίας μπορεί να είναι το σκοτάδι, τα τέρατα, τα φαντάσματα. Αυτοί φυσιολογικά εκδηλώνονται καθώς το παιδί δεν έχει ακόμη τη γνωστική και συναισθηματική ωριμότητα να ξεχωρίσει το πραγματικό από το φανταστικό. Ενίοτε μπορεί να φοβάται και κάποιες φυσικές καταστροφές, όπως τις αστραπές/ βροντές και τους σεισμούς, καθώς φαντάζουν ακατανόητα γι’ αυτό φαινόμενα. Και σε αυτές τις περιπτώσεις τα παιδιά αρχίζουν να κλαίνε και να ζητούν τη στήριξη από τη μητέρα τους.

Επιπλέον ένας παιδικός φόβος μπορεί να δημιουργηθεί ως απάντηση σε κάποιο γεγονός/ εμπειρία του παιδιού που βίωσε κατά τη διάρκεια της ημέρας. Για παράδειγμα ένα παιδί που είδε στην τηλεόραση ένα παιδικό έργο με τέρατα, ή διάβασε ένα παραμύθι με τέρατα, ή άκουσε τους γονείς/ άλλο οικείο πρόσωπο να μιλούν για κλέφτες μπορεί να εκδηλώσει φόβο είτε στον ύπνο του, είτε και κατά τη διάρκεια της ημέρας, ρωτώντας συχνά τους γονείς του γι’ αυτόν.

Όλοι οι παραπάνω φόβοι μπορεί εύκολα να υποχωρήσουν καθώς το παιδί αναπτύσσεται γνωστικά και οι γονείς προσφέρουν τη κατάλληλη συναισθηματική στήριξη και ασφάλεια. Σε αυτό το σημείο η βοήθεια των γονιών είναι σημαντική και απαραίτητη ώστε να μην μετατραπούν αυτοί οι φόβοι σε φοβίες. Είναι αναγκαίο οι γονείς να καθησυχάσουν το παιδί και να το βοηθήσουν να τους αντιμετωπίσει.

Πρακτικές συμβουλές για την αντιμετώπιση των παιδικών φόβων από τους γονείς

Οι γονείς που με όλη την στάση τους βοηθούν το παιδί να ανεξαρτητοποιηθεί και να αυτονομηθεί, ενθαρρύνοντάς το όπου χρειάζεται και ταυτόχρονα στηρίζοντάς το θα αποτρέψουν την εκδήλωση φόβων. Αντίθετα οι γονείς που άθελά τους μεταδίδουν στα παιδιά υπερβολική προστασία και επομένως αδυναμία να αντιμετωπίσουν μόνα τους κάποιες καταστάσεις τα καθιστούν ευάλωτα

Παρακάτω παρατίθενται κάποιες συμβουλές για τους γονείς ώστε να καθησυχάσουν τα παιδιά που εκδηλώνουν φυσιολογικούς φόβους:

  • Να ακούσουν με προσοχή το παιδί και να το ενθαρρύνουν να μιλήσει για τους φόβους του (τι σκέφτεται; Τι νιώθει;).
  • Να αποφύγουν να γελάσουν ή να αστειευτούν μαζί του τη στιγμή που το παιδί θα περιγράφει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του σχετικά με το φοβικό ερέθισμα/ αντικείμενο.
  • Να παραμείνουν ήρεμοι, διατηρώντας ένα σταθερό τόνο φωνής και μια στάση κατανόησης και στήριξης απέναντί του.
  • Να το βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τους φόβους του με τη δική τους παρουσία, εξηγώντας με απλά λόγια τι είναι πραγματικό και τι όχι. Για παράδειγμα το παιδί που φοβάται το σκοτάδι γιατί θα έρθουν τα τέρατα, μπορούν οι γονείς να του εξηγήσουν ότι τέτοια τέρατα δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα και επομένως δε μπορούν να έρθουν. Αν ο φόβος επιμένει μπορούν να αφήσουν ένα φως αναμμένο. Την ίδια στάση χρειάζεται οι γονείς να ακολουθήσουν και για την αντιμετώπιση των άλλων παιδικών φόβων.
  • Σε αυτό το σημείο μπορούν να διαβάσουν μαζί με το παιδί ένα παραμύθι με κάποιον ήρωα που φοβάται αλλά στο τέλος καταφέρνει να ξεπεράσει τους φόβους του.

Όσον αφορά γενικά στη συμβολή των γονέων που θα αποτρέψει την ανάπτυξη φόβων στα παιδιά οι συμβουλές είναι οι εξής:

  • Να αποφεύγουν εκφράσεις του τύπου «θα έρθει η αστυνομία/ ο μπαμπούλας να σε πάρει αν….».
  • Να αποφεύγουν να μιλούν μπροστά στα παιδιά για τους δικούς τους φόβους.
  • Να μη πιέζουν το παιδί να εκτεθεί μόνο του μπροστά στο φοβικό ερέθισμα χωρίς τη δική τους στήριξη και βοήθεια. Για παράδειγμα το παιδί που φοβάται τη θάλασσα, μπορούν οι γονείς να του δείξουν οι ίδιοι πως κολυμπούν, χωρίς να το αναγκάσουν να κολυμπήσει.

Παιδικές φοβίες

Η φοβία είναι ένας επίμονος, έντονος, διαρκής και παράλογος φόβος για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, χώρο, κατάσταση ή δραστηριότητα, η οποία μπορεί και να μην αποτελεί πραγματικό κίνδυνο ή απειλή (π.χ ένα ζώο, το σχολείο κ.α) που έχει ως αποτέλεσμα μια συμπεριφορά αποφυγής του παιδιού και έντονη υποκειμενική ενόχληση – το παιδί επιθυμεί έντονα την αποφυγή αυτού που φοβάται. Το παιδί μπορεί να εκδηλώσει συμπτώματα όπως εφίδρωση, έντονο τρόμο, πόνο στο στομάχι, εμέτους με συνέπεια να εμποδίζεται σημαντικά η καθημερινή του λειτουργικότητα.

Η διαφορά τους από τους φυσιολογικούς φόβους της παιδικής ηλικίας έγκειται:

–  στη ποιότητα της εμφάνισης (μεγαλύτερη διάρκεια και συχνότητα),

–  στις αντιδράσεις των παιδιών (μπορεί να εμφανίσουν υπερβολικό άγχος με συνοδά ψυχοσωματικά συμπτώματα και επίμονη προσπάθεια αποφυγής του φοβικού ερεθίσματος),

–  στην γενικότερή του προσαρμογή (το παιδί δυσκολεύεται έντονα να ανταποκριθεί στη καθημερινή του ρουτίνα και μπορεί να αποδιοργανώνεται) και

–  στην αντιμετώπιση τους. Χρήζουν ειδικής αντιμετώπισης από παιδοψυχολόγους καθώς σπάνια υποχωρούν από μόνες τους και τις περισσότερες φορές μπορεί να αντικατασταθούν από άλλες φοβίες (δηλ να αλλάξει το φοβικό ερέθισμα, αλλά παραμένουν τα βασικά συμπτώματα της φοβίας)  ή να γενικευτούν και σε άλλους τομείς της ζωής του παιδιού.

Οι πιο συνήθεις φοβίες που διαγιγνώσκονται κατά την παιδική και εφηβική ηλικία είναι οι ειδικές φοβίες και η κοινωνική φοβία.

  • Ειδικές φοβίες: φόβος συγκεκριμένων αντικειμένων (π.χ κάποιων ζώων ή ενέσεων/ αίματος/ τραυμάτων) ή καταστάσεων (όπως, τούνελ, γέφυρες, λεωφορεία, ανελκυστήρες, φυσικές καταστροφές κ.α). Η έκθεση στο φοβικό αντικείμενο προκαλεί άμεση αντίδραση έντονου άγχους ή/ και δυσφορίας που συνήθως εκφράζεται με κλάματα, εκρήξεις θυμού, γκρίνια και προσκόλληση του παιδιού σε σημαντικά πρόσωπα της ζωής του. Σε παιδιά μικρότερα των 18 χρονών η φοβική διαταραχή αναγνωρίζεται όταν τα συμπτώματα διαρκούν τουλάχιστον για 6 μήνες.

Οι φοβίες για τα ζώα αρχίζουν στην παιδική ηλικία, ενώ οι φοβίες για το αίμα και τις ενέσεις στην εφηβεία και στην αρχή της        ενηλικίωσης. Οι περιβαλλοντικές φοβίες μπορεί να εμφανιστούν για λίγο στην παιδική ηλικία και να ξαναεμφανιστούν στην αρχή της ενηλικίωσης.

Μια από τις πιο συνηθισμένες φοβίες που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία είναι η «σχολική φοβία» ή αλλιώς «σχολική άρνηση». Περιγράφεται ο παράλογος φόβος του παιδιού να πάει σχολείο, δηλ το παιδί συνήθως αρνείται χωρίς να ξέρει το γιατί. Μπορεί να δώσει εξηγήσεις του τύπου φταίει ο δάσκαλος που φώναξε σήμερα…. κοκ. Σωματικά συμπτώματα όπως διάρροιες, έμετοι, ταχυκαρδίες, κοιλιακοί πόνοι και πονοκέφαλοι αποτελούν συνήθως τους λόγους που το παιδί προβάλλει για να μην πάει σχολείο. Τα παραπάνω γίνονται πιο έντονα όταν πλησιάζει η ώρα του σχολείου, ενώ δεν υπάρχουν καθόλου κατά τη διάρκεια των Σαββατοκύριακων και των αργιών. Ακόμη και στην περίπτωση που καταφέρνει να πάει στο σχολείο, μπορεί να δυσκολεύεται πολύ και στην πρώτη ευκαιρία ζητά να γυρίσει σπίτι. Η σχολική φοβία κυρίως εκδηλώνεται με την έναρξη της σχολικής περιόδου και πιο σπάνια σε περιπτώσεις σχολικής αλλαγής. Εκφράζει τη δυσκολία του παιδιού να αφήσει τη μητέρα του και να βρεθεί σε ένα μέρος με άγνωστα πρόσωπα. Οι σκέψεις του παιδιού αφορούν μη πραγματικές ανησυχίες περί εγκατάλειψης από τη μητέρα ή ανησυχίας ότι κάτι κακό θα συμβεί στο ίδιο ή/και και στη μητέρα. Συμβαίνει στο 2-3% του πληθυσμού.

 

  • Κοινωνική φοβία: το παιδί μπορεί να εκδηλώσει υπερβολικό και παράλογο άγχος μπροστά σε κοινωνικές καταστάσεις (όπως, συνομιλία/ φαγητό σε δημόσιους χώρους), εξαιτίας του φόβου ότι μπορεί να κάνει κάτι ανάρμοστο στη συμπεριφορά του με συνέπεια την αποφυγή αυτών των καταστάσεων. Για παράδειγμα ένα παιδί μπορεί να εμφανίσει φοβία για την εκτέλεση ορισμένων συνηθισμένων δραστηριοτήτων όπως το φαγητό ή το γράψιμο μπροστά σε άλλα παιδιά ή το να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα του σχολείου. Επίσης μπορεί να φοβάται να εκτεθεί μπροστά σε άλλα παιδιά και επανειλημμένως αποφεύγει να συμμετέχει σε σχολικές γιορτές και παραστάσεις. Φοβάται ότι θα ρεζιλευτεί, θα ντροπιαστεί και επομένως τις αποφεύγει.  Η έναρξης της τοποθετείται στην εφηβεία.

 Η συχνότητα των φοβικών διαταραχών στο γενικό πληθυσμό των παιδιών και των εφήβων κυμαίνεται μεταξύ 2,6% και 9,1%.

Στην αιτιολογία συμβάλλουν γενετικοί, ιδιοσυγκρασιακοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Και εδώ είναι σημαντικό να αναφερθεί το βίωμα μιας άμεσης αρνητικής εμπειρίας του παιδιού π.χ οι φωνές της δασκάλας είναι δυνατόν να συμβάλλουν στη σχολική φοβία. Επίσης οι συνδέσεις που μπορεί να έχει κάνει το παιδί ανάμεσα σε δυο ερεθίσματα που στην πραγματικότητα είναι ασύνδετα. Για παράδειγμα, αν η εκδήλωση σεισμού βρήκε το παιδί μέσα σε ένα ασανσέρ, είναι πιθανόν το παιδί να αναπτύξει κλειστοφοβικές αντιδράσεις. Ακόμη πιο σημαντική μπορεί να είναι η μετάδοση κάποιων φοβιών από τους ίδιους τους γονείς η οποία συνήθως γίνεται άθελά τους και χωρίς να το επιθυμούν. Τα μικρά παιδιά έχουν ευαίσθητες κεραίες και εισπράττουν εύκολα όλα τα μηνύματα (λεκτικά και μη λεκτικά) που μεταδίδονται από τους ενήλικες.

Η θεραπεία περιλαμβάνει κυρίως συμπεριφοριστικές τεχνικές με στόχο την χαλάρωση και την ενίσχυση των συμπεριφορών που διατηρούν το παιδί σε αυξανόμενη επαφή με το φοβικό αντικείμενο/ κατάσταση. Παράλληλα παρέχεται συμβουλευτική εργασία με την οικογένεια ώστε να γίνει κατανοητή η φύση των δυσκολιών που δημιουργούν τις φοβίες στο παιδί.

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Herbert, M. (1989). Ψυχολογικά προβλήματα της παιδικής ηλικίας. Τομ. Α΄ (Επιμ. Ι. Παρασκευόπουλος) Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα

Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (2002). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων – Αναπτυξιακή προσέγγιση. Αθήνα: Τυπωθήτω.