Φοβάμαι

Χρόνος ανάγνωσης 2 ΄

fovamaiΓράφει ο Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Έμενε στο κέντρο. Περπατούσε εκατό μέτρα από τη στάση του μετρό στην ολόφωτη λεωφόρο και έστριβε αριστερά. Κανείς από τους χιλιάδες τουρίστες που περιδιάβαιναν το ιστορικό κέντρο της πόλης δεν μπορούσαν να φανταστούν την τεράστια αντίθεση που ζούσε τα βράδια που επέστρεφε. Από το φως στο σκοτάδι. Από την πεντακάθαρη λεωφόρο στο βρώμικο στενό που μύριζε σκουπίδια και ούρα. Από την ασφάλεια της πεζής περιπολίας των αστυνομικών, στον κίνδυνο και στην παρανομία. Μια ληστεία σχεδόν κάθε βράδυ στη γειτονιά του και τουλάχιστον τρεις επιθέσεις την εβδομάδα στο δρόμο είτε για κλοπή είτε για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Τον τελευταίο χρόνο απειλήθηκε η ζωή του δύο φορές. Τη μία κατέληξε στο νοσοκομείο. Ο φόβος τον ακολουθούσε πια όπως ο ήσκιος του. Συνήθισε όμως να ζει μ’ αυτόν. Μελέτησε την κατάσταση και πίστευε πως βρήκε τον τρόπο να είναι ασφαλής. Του έμεινε μόνο μια μελαγχολική διάθεση. Όλα τα γεγονότα συνέβαιναν μετά τις εννιά. Οι ληστείες, αργά τη νύχτα. Φρόντιζε λοιπόν με το που σχολούσε από το μαγαζί να φεύγει γρήγορα με το πρώτο μετρό. Στο σπίτι είχε ενισχύσει με σιδεριές τα παράθυρα και έβαλε πόρτα ασφαλείας. Ένα μικρό φρούριο έφτιαξε. Έμπαινε μέσα και χαλάρωνε. Ένιωθε καλά.

Τον πρώτο καιρό το διασκέδαζε. Μετά ήρθε η κρίση. Τα πράγματα στους δρόμους αγρίεψαν. Αγχώθηκε. Τον πίεζε και η ατέλειωτη τρομολαγνεία της τηλεόρασης. Απέφευγε να βλέπει. Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, εμφανίστηκαν εκείνοι οι ήσκιοι, τα τριξίματα, οι περίεργοι θόρυβοι που τον αναστάτωναν. Δέντρα θρόιζαν, παιδιά έπαιζαν, φωνές δικών του που είχε χρόνια να τους δει ή είχαν πεθάνει, του μιλούσαν μέσα στη νύχτα.  Κοιμόταν και πεταγόταν ιδρωμένος, πνιγμένος στην αγωνία. Ένα κρικ να ακουγόταν και νόμιζε ότι η πόρτα παραβιάστηκε, ότι κάποιος μπήκε. Κατέληξε να κλειδώνει και τις εσωτερικές πόρτες. Έτσι ησύχαζε κάπως. Για ένα μικρό διάστημα κατάφερε να κοιμάται τρεις τέσσερις ώρες τη μέρα. Ύστερα, πάλι τα τριξίματα, πάλι οι ήσκιοι, οι φωνές και η ανησυχία. Κατέφυγε στα ηρεμιστικά. Πάνω στο χρόνο μιλούσε με κείνους τους ήσκιους, πότε μάλωνε μαζί τους και πότε κλαψούριζε σαν το παιδί που το μάλωσαν. Περπατούσε και σταματούσε να αφουγκραστεί το τρίξιμο στο πάτωμα. Μόλις βράδιαζε, έσπρωχνε ένα έπιπλο πίσω από την πόρτα. Αποκόπηκε από γνωστούς και φίλους. Το τηλέφωνο χτύπησε μόνο ένα πρωί για να του ανακοινώσουν ότι απολύθηκε. Δεν πήγε καν να πάρει την αποζημίωση. Έτρωγε ελάχιστα, συνήθως κονσέρβες. Έπινε νερό μόνο αφού το έβραζε. Ήταν βέβαιος ότι κάποιοι συνωμοτούν και ρίχνουν διάφορα στο νερό για να εξοντώσουν τη χώρα του.

Τον βρήκαν συγγενείς. Με τη βοήθεια της αστυνομίας παραβίασαν την πόρτα. Στην κλινική έλεγε διαρκώς στους γιατρούς ότι απειλείται η ζωή του, ότι κινδυνεύει.

«Θα με σκοτώσει αυτός», φώναζε. «Σώστε με» «Είπε ποιος θέλει να τον σκοτώσει;» ρώτησε ο αστυνομικός που τον συνόδευε. Ο γιατρός αντί να απαντήσει χαμογέλασε αινιγματικά.

————————————-

Σπούδασε στο Κλασικό Τμήμα της Φι­λο­σο­φι­κής  Σχο­λής  Ἰ­ω­αν­νί­νων.
Εργάζεται ως  καθηγητής   Φιλόλογος στη  δημόσια Μέση  Εκπαίδευση.

Δη­μο­σίευσε τις  συλ­λο­γές  δι­η­γη­μά­των  «Δι­η­γή­μα­τα για το τέ­λος της μέ­ρας»  (Ἐκ­δό­σεις Λογείον  Τρί­κα­λα, 2009) και  « Η   θεωρία  των  χαρ­τα­ε­τετών  (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014).