Χρόνος ανάγνωσης 2 ΄

Στην εικοσαετή ενασχόλησή μου με ανθρώπους που ασχολούνταν επαγγελματικά με την παροχή βοήθειας σε άλλους ανθρώπους έχω συναντήσει συχνά μια συγκεκριμένη ιστορία παιδικής ηλικίας, που προσωπικά θεωρώ πως έχει ιδιαίτερη σημασία:

  • Υπήρχε μια μητέρα που ήταν κατά βάθος συναισθηματικά ανασφαλής και για την ισορροπία της στηριζόταν σε ένα συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς του παιδιού της. Αυτή η μητέρα μπορούσε να κρύβει την ανασφάλειά της από το παιδί της, αλλά και από οποιονδήποτε άλλο, πίσω από ένα σκληρό, αυταρχικό, ακόμα και δεσποτικό προσωπείο.
  • Το παιδί είχε μια εκπληκτική ικανότητα ν’ αντιλαμβάνεται και ν’ ανταποκρίνεται διαισθητικά, δηλαδή ασυνείδητα, σε αυτή την ανάγκη της μητέρας του, ή και των δύο γονέων του, και να υποδύεται το ρόλο που ασυνείδητα του είχαν αναθέσει.
  • Αυτός ο ρόλος εξασφάλιζε στο παιδί την «αγάπη» των γονέων- αλλά και την εκμετάλλευσή του από τους γονείς του. Το παιδί ένιωθε ότι το είχαν ανάγκη, και η ανάγκη αυτή διασφάλιζε την ύπαρξή του.

(…) Έτσι αναπτύσσουν τελικά μια ειδικού τύπου ευαισθησία στα ασυνείδητα σήματα με τα οποία εκδηλώνονται οι ανάγκες των ανθρώπων γύρω τους. Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν το ότι συχνά επιλέγουν να γίνουν αργότερα ψυχοθεραπευτές. Ποιος άλλος άλλωστε, που δεν θα είχε τέτοιο ιστορικό θα μπορούσε να δείξει τόσο ενδιαφέρον, ώστε να περνά ολόκληρη τη μέρα του προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει τι συμβαίνει στο ασυνείδητο των άλλων ανθρώπων; Όμως, η ανάπτυξη και η τελειοποίηση αυτής της ειδικού τύπου ευαισθησίας- που κάποτε βοήθησε το παιδί να επιβιώσει και τώρα επιτρέπει στον ενήλικα ν’ ακολουθήσει κάποιο από τα επαγγέλματα που σχετίζονται με την παροχή βοήθειας- εμπεριέχουν επίσης τις ρίζες της συναισθηματικής διαταραχής του. Αν δηλαδή ένας θεραπευτής δεν έχει συνειδητοποιήσει τη δική του απώθηση, μπορεί να αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει τους ασθενείς του, οι οποίοι εξαρτώνται από αυτόν, ως υποκατάστατα για τις ακάλυπτες ανάγκες του.

[…] Η ευαισθησία, η ενσυναίσθηση, η ικανότητα ανταπόκρισης και η πανίσχυρη «κεραία» των θεραπευτών δείχνουν ότι ως παιδιά το πιο πιθανό είναι να συνήθιζαν να ικανοποιούν τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων και καταπίεζαν τις δικές τους.

Υπάρχει βεβαίως θεωρητικά η πιθανότητα ένα ευαίσθητο παιδί να είχε γονείς που δεν είχαν ανάγκη οι ίδιοι να το κακομεταχειριστούν- γονείς που το έβλεπαν όπως πραγματικά ήταν, το καταλάβαιναν, ανέχονταν και σέβονταν τα συναισθήματά του. Παρ’ όλο που ένα τέτοιο παιδί θα αναπτύξει ένα υγιές αίσθημα αυτοεκτίμησης, σπάνια θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι θ’ αποφασίσει να γίνει ψυχοθεραπευτής, ότι θα καλλιεργήσει δηλαδή και θα αναπτύξει την ευαισθησία του προς άλλους στον ίδιο βαθμό με τα παιδιά που οι γονείς τους τα χρησιμοποιούσαν για να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες και ότι θα μπορεί ποτέ να καταλάβει ικανοποιητικά- χωρίς να έχει ο ίδιος ανάλογες εμπειρίες- τι σημαίνει «να έχει θανατώσει» κάποιος τον ίδιο του τον εαυτό.

(…) Όχι μόνο ως γονείς, αλλά και ως θεραπευτές, θα πρέπει να είμαστε πρόθυμοι ν’ αντιμετωπίσουμε το παρελθόν μας. Μόνο αφού βιώσουμε με επώδυνο τρόπο και αποδεχτούμε τη δική μας αλήθεια, θ’ απελευθερωθούμε από την ελπίδα ότι μπορούμε ακόμα να βρούμε ένα γεμάτο κατανόηση και ενσυναίσθηση «γονέα»- ίσως σ’ έναν από τους ασθενείς μας-, ο οποίος θα είναι στη διάθεσή μας.

Απόσπασμα από το βιβλίο της Alice Miller, «Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας», Εκδόσεις Ροές