Χρόνος ανάγνωσης 4 ΄

Από τη Δήμητρα Διδαγγέλου, Ψυχολόγο, MSc, Ειδίκευση στη Θεραπευτική Γραφή
www.expressingmyself.gr

Οι μέρες περνούν και η οποιαδήποτε αναφορά στο τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη παραμένει δύσκολη, οι ερμηνείες και οι αναλύσεις πολλές φορές χάνονται στο συναίσθημα. Παρ’ όλα αυτά, έχει την αξία του να αρχίσουν να αναδύονται οι λέξεις για να αρθρώσουν το ανείπωτο, να του δώσουν μια μορφή.

Είναι δεδομένο ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα εθνικό πένθος και συλλογικό τραύμα, όπως και ότι ξύπνησε σε πάρα πολλούς Έλληνες και Ελληνίδες προηγούμενα τραύματα ή μνήμες από απώλειες.

Το σοκ, η άρνηση, ο πόνος, η θλίψη, ο αποτροπιασμός είναι μερικά μόνο από τα συναισθήματα που βιώνονται, όπως συμβαίνει σε κάθε τέτοιο γεγονός. Τα υπαρξιακά ερωτήματα γίνονται πιο έντονα από ποτέ και ειδικά το γιατί∙ και φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση εγείρονται επίσης πολλά πολιτικά ερωτήματα για μια χώρα που τρώει τα παιδιά της σαν τον Κρόνο. Όλα τα παραπάνω είναι απολύτως φυσιολογικά.

Εκείνο που είναι αξιοσημείωτο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η μεγάλη ένταση αυτών των συναισθημάτων και η αίσθηση του μουδιάσματος και του αποσυντονισμού ενός πολύ μεγάλου κομματιού του πληθυσμού. Γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό;

Κατ’ αρχήν ας δούμε τις συνθήκες που έγινε το δυστύχημα.

Το μέσο ήταν το τρένο. Ένα μέσο που σχεδόν κάθε Έλληνας ή Ελληνίδα το έχει χρησιμοποιήσει ή τουλάχιστον έχει κάποιο αγαπημένο πρόσωπο που το χρησιμοποιεί συχνά. Το τρένο είναι ένα οικονομικό μέσο μεταφοράς για το μέσο πολίτη, τους φοιτητές, τους εκδρομείς και ειδικά τα βραδινά δρομολόγια, θεωρούνται μια καλή λύση από πολύ κόσμο.

Σχεδόν όλες/όλοι έχουμε να θυμόμαστε κάποιο ταξίδι με τρένο, μια ιστορία δική μας ή τουλάχιστον από φίλο. Το μέσο του δυστυχήματος (και του θανάτου), δηλαδή, είναι ένα κοινό σημείο αναφοράς με τα θύματα για μια πάρα πολύ μεγάλη μερίδα του πληθυσμού.

Έπειτα είναι το πού έγινε το δυστύχημα. Στη γραμμή Αθήνα – Θεσσαλονίκη, η οποία ενώνει τις δύο μεγάλες πόλεις και που την χρησιμοποιούν καθημερινά εκατοντάδες κόσμου.

Ας δούμε και τη χρονική στιγμή που έγινε.

Έπειτα από τέσσερα χρόνια από την τραγωδία στο Μάτι και την περίοδο που γίνεται η δίκη, τρία χρόνια πανδημίας, έναν χρόνο πολέμου στην Ουκρανία, λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές.

Από ψυχολογική σκοπιά τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει γερή ψυχική βάση στο άτομο και στην κοινωνία για να μπορέσει να σηκώσει άλλο βάρος.

Η ψυχική ανθεκτικότητα βρίσκεται ήδη σε καμπή.

Είναι μια περίοδος κατά την οποία ήδη πολλοί άνθρωποι έχουν λυγίσει από τα δεινά των τελευταίων χρόνων ή βρίσκονται στα όρια. Οτιδήποτε μικρό μπορεί να γίνει η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι, πόσο μάλλον όταν είναι κάτι τόσο τραγικό.

Όλα τα παραπάνω είναι μια μίνι ανασκόπηση του τι – πώς- πού έγινε που μπορεί να εξηγήσει μεγάλο μέρος των συνεπακόλουθων συναισθημάτων και αντιδράσεων, όμως από μόνη της δεν αρκεί για να εξηγήσει το τόσο μεγάλο σάστισμα και κυρίως να δώσει στοιχεία του τι μέλλει γενέσθαι μέσα μας και έξω από εδώ και στο εξής.

Ο δικός μου τρόπος για να επεξεργάζομαι όσα νιώθω και να ξεπερνώ τις δύσκολες στιγμές είναι το γράψιμο. Για σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια γράφω στο προσωπικό μου ημερολόγιο, όμως είναι από τις λίγες φορές που δεν έτρεξα αμέσως να γράψω. Τις πρώτες μέρες δεν το προσπάθησα καν, δεν μου έβγαινε. Υπήρχε ένα μούδιασμα. Λογικό. Και πράγματι, υπάρχουν έρευνες που επιβεβαιώνουν πως πολλές φορές το προσωπικό γράψιμο αμέσως μετά από ένα τραυματικό γεγονός δεν βοηθά[1]. Ίσα ίσα μπορεί να οξύνει τα συναισθήματα.

Δυο – τρεις μέρες μετά άνοιξα το λαπ τοπ για να γράψω ένα άρθρο, ίσως να ήταν πιο εύκολο αν έπαιρνα μια απόσταση ή αν έκανα μια εκλογίκευση. Έγραψα μια πρόταση, την έσβησα. Δεύτερη, το ίδιο. Το έκλεισα. Πολύ νωρίς. Βγήκα για περπάτημα.

Μια εβδομάδα μετά, προσπάθησα ξανά να γράψω στο ημερολόγιο. Λίγες λέξεις, σκόρπιες, προτάσεις που δεν έβγαζαν ιδιαίτερο νόημα. Συναισθηματικά θραύσματα. Και κάπου εκεί κατάλαβα τι μου έφταιγε. Το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να βρει τη θέση του μέσα μου. Δεν μπορούσα να το τοποθετήσω. Τι ήταν αυτό που συνέβη; Ή μάλλον «είναι», γιατί είναι κάτι που ακόμα εξελίσσεται. Ένα ατύχημα; Δυστύχημα; Τραγωδία; Ανθρώπινο λάθος; Πολιτικό; Κρατικό; Οικονομικό; Προσωπικό; Συλλογικό; Υπαρξιακό;

Λίγες εβδομάδες πριν από το δυστύχημα είχα διαβάσει το βιβλίο της Valeria Luiselli «Tell me how it ends»[2] και τις τελευταίες μέρες μου έρχεται συχνά στο νου. Στις σελίδες του βιβλίου η βραβευμένη Μεξικανή συγγραφέας ανοίγει το θέμα με τα χιλιάδες ασυνόδευτα παιδιά που περνούν παράνομα τα σύνορα από το Μεξικό στις ΗΠΑ και γράφει από την εμπειρία της ως μεταφράστρια των όσων λένε αυτά τα παιδιά στο δικαστήριο. Διηγείται κάποιες από αυτές τις ιστορίες στην κόρη της η οποία την ρωτά επιτακτικά: «Μαμά, πώς τελειώνει η ιστορία;» Κι εκείνη δεν ξέρει τι να απαντήσει.

Κάπως έτσι και στην περίπτωση των Τεμπών νιώθω ότι δεν γνωρίζουμε όχι το τέλος της ιστορίας αλλά την αρχή. Μια από τις προσεγγίσεις για να μπορέσεις να ξεπεράσεις ένα δυσάρεστο συμβάν είναι να κατασκευάσεις μια ιστορία και να βγάλεις ένα νόημα από αυτήν. Για να γίνει αυτό όμως, όπως κάθε ιστορία έτσι και αυτή, θα πρέπει να έχει μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος. Το πρόβλημα με την συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι γνωρίζουμε το τέλος, έχουμε κάποια εικόνα από τη μέση αλλά σίγουρα όχι την αρχή. Πώς ξεκίνησε όλο αυτό; Σε ποιο σημείο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί; Ποιος φταίει; Γιατί έγινε;

Ένα επόμενο μεγάλο ερώτημα είναι αν η δικαιοσύνη θα μπορέσει ποτέ να αποκαταστήσει αυτό το κομμάτι της ιστορίας ώστε να γίνει ολόκληρη.

Μόνο αν συμβεί αυτό θα μπορέσουμε να το τοποθετήσουμε εξωτερικά και κυρίως εσωτερικά, θα γίνει κάτι συγκεκριμένο, θα βρούμε τον τρόπο να το επεξεργαστούμε και ίσως κάποτε να το ξεπεράσουμε, να το διορθώσουμε, να προχωρήσουμε ως άτομα και ως χώρα. Αν όχι, θα συνεχίσουμε να αναμασούμε εικόνες άθλιες, λέξεις που δεν γίνονται προτάσεις, μνήμες κατακερματισμένες, θα περιφερόμαστε σαν τραυματίες με πληγές ανοιχτές σε μια χώρα φάντασμα.

[1] J. Pennebaker & J.Evans, Expressive Writing: Words That Heal, Idyll Arbor, 2014.

[2] Coffee House Press, 2017.

 

Πηγή: huffingtonpost.gr