Από την Αμαλία Τσιλίγκου *, τελειόφοιτη του τμήματος Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης
Είναι πλέον αξιοπρόσεκτη η αύξηση των ανθρώπων που υποβάλλονται σε αισθητικές χειρουργικές και μη επεμβάσεις. Τις τελευταίες δεκαετίες η αύξηση αυτή υπόκεινται σε ποσοστά, τα οποία σύμφωνα με έρευνες υποδηλώνουν σίγουρα κάτι σημαντικό σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο για κάθε άτομο που αποφασίζει να αλλάξει κάποιο φυσικό χαρακτηριστικό του με τεχνητές διαδικασίες. Στις ΗΠΑ το 2006 οι αισθητικές επεμβάσεις αυκήθηκαν κατά 34% συγκριτικά με το 2005, ποσοστό που φαίνεται ότι σταδιακά αυξάνεται ανά έτος καθώς πλησιάζουμε στο παρόν. Η Αμερικανική Εταιρία Πλαστικών Χειρουργών σημείωσε 48% αύξηση από το 2000 έως το 2010, ενώ παρόμοια ποσοστά συμβάινουν και στη Μεγάλη Βρετανία. Εν γένει, οι Manson και Rodriguez (2010), αναφέρουν σε σχετική τους έρευνα ότι από το 1997 έως και σήμερα το ποσοστό αύξησης των ατόμων που υποβάλλονται σε αισθητικές-καλλυντικές επεμβάσεις φτάνει το 500%.
Ποιές είναι, λοιπόν, οι αισθητικές αυτές επεμβάσεις, που κυριαρχούν στους ιατρικούς χώρους, ιδίως τα τελευταία χρόνια; Σε σχετική έρευνα των Sansone και Sansone (2007) αναφέρονται οι εξής καλλυντικές (χειρουργικές και μη παρεμβάσεις): botox, ενέσεις υαλουρονικού οξέως, βλεφαροπλαστική, ρινοπλαστική, ρυτιδεκτομή, αυξητική χειλιών και στήθους, μεταμόσχευση μαλλιών, ανυψώσεις στο μέτωπο, θεραπείες μικροδερματοαπόξεσης, κοιλιοπλαστική, καθώς και ενέσεις λιπώδους ιστού. Τι κρύβεται, ωστόσο, πίσω από την απόφαση κάποιου να υποβληθεί σε τέτοιου είδους διαδικασίες; Αυτό το ερώτημα θέτει και τη βάση για έρευνες και σχετικά άρθρα, τα οποία ασχολήθηκαν με την ψυχοσύνθεση και την ψυχολογική κατάσταση των ατόμων αυτών, που θέλουν και, εν τέλει, διεκδικούν τη βελτίωση κάποιων εμφανισιακών χαρακτηριστικών τους με τη βοήθεια της ιατρικής.
Η σύνδεση της επιστήμης της Ψυχολογίας με την επιστήμη της Αισθητικής πλαστικής χειρουργικής, γίνεται, αρχικά, υπό το πρίσμα της κατανόησης των παραγόντων απόφασης για μία αλλαγή όσον αφορά την φυσική εξωτερική εμφάνιση κάποιου ανθρώπου.
Μία πρώτη σημαντική συνιστώσα της αύξησης του ποσοστού των αισθητικών επεμβάσεων ανά έτος είναι, σύμφωνα με τους Sperry, Thompson, Sarwer και Cash (2009) η ανάπτυξη αυτή καθαυτή του συγκεκριμένου κλάδου της Ιατρικής επιστήμης.
Η εξέλιξη των καλλυντικών χειρουργικών και μη επεμβάσεων, που έχει σημειώθει, είναι ραγδαία, κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες, προσδίδοντας μία εύκολη εύρεση και διαθεσιμότητα αυτών.
Από την πρώτη επίσημη αισθητική χειρουργική επέμβαση, η οποία σύμφωνα με τους Sarweq, Wadden και Whitaker (1998) πραγματοποιήθηκε το 1940, τα εργαλεία και οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται έχουν βελτιωθεί τόσο, που πλέον προσδίδουν μία σιγουριά και ασφάλεια, όσον αφορά τα αποτελέσματα. Ως συνέπεια, τα άτομα που είναι ανοιχτά ή σκέφτονται μία ενδεχόμενη επέμβαση, θα προβούν πιο εύκολα στην τελική απόφαση, εφόσον η διαδικασία είναι ασφαλέστερη και πιο ανώδυνη πλέον.
Ένας δεύτερος παράγοντας αύξησης του ποσοστού των αισθητικών επεμβάσεων είναι η προώθηση αυτών από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα social media, τα οποία συμβάλλουν άμεσα στη διαμόρφωση προτύπων ομορφιάς και ελκυστικότητας (Brown, Furnham, Glanville, & Swami, 2007). Χρησιμοποιούνται κίνητρα, μέσω των διαφημίσεων αλλά και της προβολής συγκεκριμένων τύπων ομορφιάς, τα οποία σαφώς επηρεάζουν τους δέκτες στη διαμόρφωση της στάσης τους για το τι τελικά είναι ελκυστικό και όμορφο. Σε συνδυασμό με τα ΜΜΕ, οι κοινωνικές επιταγές θέλουν πολλές φορές τη φυσική ελκυστικότητα ταυτόσημη με άλλα ιδανικά χαρακτηριστικά, όπως κοινωνικότητα, δυναμικότητα, ευφυϊα και καλοσύνη. Έτσι, οι όποιες αμφιβολίες και ανασφάλειες κάποιου ατόμου για την εμφάνισή του επισφραγίζονται πιο άμεσα.
Ο τρίτος και βασικότερος παράγοντας αύξησης των αισθητικών επεμβάσεων στη σύγχρονη εποχή και εν γένει της απόφασης κάποιου να επέμβει κατά αυτόν τον τρόπο στην φυσική του εξωτερική εμφάνιση, είναι τα ατομικά χαρακτηριστικά του ατόμου, γεγονός που σηματοδοτεί τη σημασία της ψυχοσύνθεσής του. Σύμφωνα με σχετική έρευνα, το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων που επιζητούν και πραγματοποιούν τελικά κάποιας μορφής καλλυντική παρέμβαση είναι γυναίκες, οι οποίες παρουσιάζουν δυσαρέσκεια με την εικόνα του σώματος ή του προσώπου τους (Brown, et. al., 2007).
Η δυσαρέσκεια και η ανησυχία για την αυτοεικόνα, γενικώς, συνδέεται με μία αρνητική συνθήκη ψυχοσύνθεσης. Λύση σε αυτή τη μορφή δυσφορίας έρχεται θεωρητικά να δώσει η αισθητική επέμβαση, ώστε το ίδιο το άτομο να έχει πιο θετικά αισθήματα έπειτα αυτής. Το 83% των ασθενών μετά την όποια αισθητική επέμβαση δηλώνει βελτίωση της συναισθηματικής του κατάστασης και ανακούφιση από την προηγούμενη ψυχική δυσφορία που ένιωθε. Στον αντίποδα αυτού, σχετικές έρευνες υποστηρίζουν ότι η πλειοψηφία των ασθενών τελικά δεν ικανοποιείται πλήρως από τα αποτελέσματα της επέμβασης (Brown, et. al., 2007).
Επιπρόσθετα, η ψυχολογική κατάσταση των ανθρώπων που προβαίνουν σε μία καλλυντική χειρουργική και μη επέμβαση ενδεχομένως υποκρύπτει κάποια πιο σημαντικά χαρακτηριστικά, τα οποία τα τελευταία, κυρίως, χρόνια έχουν αποσπάσει το ενδιαφέρον Ψυχολόγων και Ψυχιάτρων. Τα πρώτα χρόνια που άρχισαν να διεκπεραιώνονται τέτοιου είδους επεμβάσεις, ο κλάδος της Ψυχιατρικής είχε διαπιστώσει ότι μεγάλο μέρος των ασθενών διέθετε έντονα νευρωτικά και ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, λόγω άλυτων εσωτερικών συγκρούσεων (Hueston, et. al., 2009). Τις τελευταίες δεκαετίες η έρευνα περί ψυχοσύνθεσης των ατόμων που υποβάλλονται σε κάποιας μορφής αισθητική παρέμβαση, επιμένει σε δύο ψυχικές διαταραχές, τη Σωματο- Δυσμορφική διαταραχή (BDD) και τη Ναρκισσιστική διαταραχή.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους Sansone και Sansone, (2007), με τη Σωματο- Δυσμορφική διαταραχή το άτομο έχει μία έντονη δυσφορία – ανησυχία με ένα φανταστικό ή ελάχιστο ελάττωμα της εμφάνισής του, το οποίο συνήθως είναι το δέρμα, τα μαλλιά ή η μύτη του. Το ποσοστό ανθρώπων που έχουν τη συγκεκριμένη διαταραχή ανέρχεται στο 1% του γενικού πληθυσμού, σε αντίθεση με τον πληθυσμό των ανθρώπων που έχουν υποβληθεί ή επιζητούν κάποια αισθητική επέμβαση, όπου το ποσοστό αγγίζει το 7 – 15%.
Η συγκεκριμένη διαταραχή συνδέεται με χαμηλή αυτοεκτίμηση, τάση για τελειομανία και ενδεχομένως ο αυτοκτονικός ιδεασμός, αλλά και οι προσπάθειες αυτού, είναι πιο συνήθεις σε άτομα που φέρουν τη Σωματο-Δυσμορφική διαταραχή. Η αυτοεικόνα των ατόμων, η οποία παίζει καταλυτικό ρόλο, προκαλεί μελαγχολικά και γενικώς έντονα αρνητικά συναισθήματα, τα οποία επιζητούν να λύσουν μέσω της αισθητικής χειρουργικής. Τέλος, στη σχετική έρευνα των Sansone και Sansone, (2007) υπάρχει ελαφρώς αυξημένος κίνδυνος αυτοκτονίας σε γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε αυξητική μαστού, ενδεχομένως λόγω του επιπολασμού με αγχώδεις διαταραχές.
Η δεύτερη συχνά συνδεόμενη ψυχική διαταραχή με τη θέληση για κάποια αισθητική επέμβαση, είναι η Ναρκισσιστική Διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από μεγαλομανεία, έντονη ανάγκη για θαυμασμό και έλλειψη ενσυναίσθησης. Σύμφωνα με τους Alick, Oward, και Oo (2008), η συγκεκριμένη διαταραχή εντοπίζεται στο 1% του γενικού πληθυσμού, ποσοστό που αυξάνεται στο 25%, όταν πρόκειται για πληθυσμό που υπόκειται ή επιζητά κάποια καλλυντική επέμβαση. Συχνά, τα άτομα με Ναρκισσιστική διαταραχή θεωρούν ότι, όταν ήταν νεώτεροι σε ηλικία ήταν πιο ελκυστικοί, με αποτέλεσμα να τρέπονται στην αισθητική χειρουργική. Παρά το ενδεχόμενο να είναι δυσαρεστημένοι με τα αποτελέσματα, συνεχίζουν τις επιπρόσθετες επεμβάσεις.
Καταλήγοντας, φαίνεται από τη σχετική βιβλιογραφία ότι οι αισθητικές επεμβάσεις αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς στις ανεπτυγμένες χώρες, ιδίως στις ΗΠΑ, προκαλώντας την ανάγκη για έρευνα και μελέτη. Τα κοινωνικά τεκταινόμενα με τα πρότυπα ιδανικής ομορφιάς και η εξέλιξη της Πλαστικής- αισθητικής χειρουργικής, σίγουρα διαδραματίζουν καίριο ρόλο σε όλη αυτή την τάση. Η ψυχική υγεία, ωστόσο, των ατόμων που αποφασίζουν να προβούν σε αισθητική αλλαγή τέτοιου είδους, δίνει επιπλέον σημαντικά χαρακτηριστικά της αυξανόμενης αυτής τάσης. Η βιβλιογραφία και οι έρευνες διχάζονται για το αν τελικά η αισθητική επέμβαση λύνει το πρόβλημα της αρνητικής αυτοεικόνας, καθώς τα αποτελέσματα είναι αμφίσημα.
Αυτό, ωστόσο, που είναι επείγον να συμβαίνει, είναι μία ψυχολογική αξιολόγηση του ατόμου από ειδικούς της Ψυχικής υγείας σε συνεργασία με τον ειδικό Ιατρό, πρίν την επέμβαση. Έτσι, θα δίνεται μεγαλύτερη σημασία στη ψυχοσύνθεση του ανθρώπου που επιθυμεί να κάνει κάποια αισθητική επέμβαση, κατανοώντας τις βαθύτερες ανάγκες και επιθυμίες του, όπως επισημάινουν οι Alick, et. al. (2008) στη σχετική τους έρευνα.
Βιβλιογραφία
Manson, P. N., & Rodriguez, E. D. (2010). Psychology of Plastic and Reconstructive Surgery: A Systematic Clinical Review. Special Topic, 2243–2251. https://doi.org/10.1097/PRS.0b013e3181f445ae
Sansone, R. A., & Sansone, L. A. (2007). Cosmetic surgery and psychological issues. Psychiatry, 4(12), 65–68.
Sperry, S., Thompson, J. K., Sarwer, D. B., & Cash, T. F. (2009). Cosmetic Surgery Reality TV Viewership, 62(1), 7–11. https://doi.org/10.1097/SAP.0b013e31817e2cb8
Sarweq, D. B., Wadden, T. A., & Whitaker, A. (1998). THE PSYCHOLOGY OF COSMETIC SURGERY : A REVIEW AND RECONCEPTUALIZATION, 7358(97).
Brown, A., Furnham, A., Glanville, L., & Swami, V. (2007). Factors That Affect the Likelihood of Undergoing Cosmetic Surgery, (October), 501–508
Hueston, J., Dennerstein, L., Gotts, G., Hueston, J., Dennerstein, L., & Gotts, G. (2009). Psychological Aspects of Cosmetic Surgery, 8942(1985). https://doi.org/10.3109/01674828509016736
Alick, F. A. M., Oward, J. O. H., & Oo, J. O. H. N. K. (2008). Understanding the psychology of the cosmetic patients. DERMATOLOGIC THERAPY, 21, 47–53.
* Η Αμαλία Τσιλίγκου είναι τελοιόφοιτη του τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, με εξάμηνη εμπειρία φοίτησης στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου μέσω του προγράμματος Erasmus. Η πρακτική της άσκηση διεξήχθη στην Εστία Προσφύγων Καλλιθέας, η οποία υπάγεται στην κοινωνική μη κυβερνητική οργάνωση ΑΡΣΙΣ. Υπήρξε εθελοντικά βασική συντονίστρια ομάδας Αυτοβοήθειας στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας του Ρεθύμνου για 3,5 έτη.