Από την Ιωάννα Ψιμούλη, Ψυχολόγο- Σύμβουλο Ψυχικής Υγείας, Σύμβουλο Εξαρτήσεων
Πόσες φορές μέσα στη μέρα καταφέραμε να επικοινωνήσουμε πραγματικά στον συνομιλητή μας τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας; Πόσες φορές ακόμα και αν νομίζαμε ότι έχουμε απόλυτη επίγνωση αυτών που αισθανόμαστε, τελικά δεν καταφέραμε να τα εκφράσουμε ή ο άλλος που είχαμε απέναντι μας καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν μας κατάλαβε;
Αίσθημα ματαίωσης ή θυμού, ανεπάρκειας, θλίψης ή οργής ενδέχεται να μας κατέκλισε όταν στην προσπάθεια μας να μιλήσουμε, αισθανθήκαμε ότι η φωνή μας δεν έφτασε σε πρόσφορα αυτιά.
Πού όμως εντοπίζεται η προβληματική; Πώς συμβαίνει και ενώ η επικοινωνία είναι αυτό που όλοι πρεσβεύουμε ότι επιθυμούμε τελικά να μην επιτυγχάνεται στη καθημερινότητα μας;
Καθώς τα άτομα αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους, αξιώνουν αρχικά ο δέκτης του μηνύματος τους να κατανοήσει αυτά που έχουν να του πουν και να τα αποδεχτεί ως την μόνη αλήθεια… Πόσο εφικτό όμως είναι αυτό;
Κάθε χρονική στιγμή που πραγματώνεται μια πράξη επικοινωνίας σε οποιαδήποτε μορφή σχέσης (επαγγελματική, φιλική, μεταξύ συντρόφων, μεταξύ γονέα και παιδιού), τα άτομα που συμπράττουν, κουβαλούν όσα αισθάνονται και σκέφτονται εκείνη τη μοναδική στιγμή αλλά και όσα έχουν παρελθοντικά βιώσει και έχουν καταγραφεί. Ξαφνικά σε μερικές λέξεις συμπυκνώνονται βιώματα, προσδοκίες, καταπιεσμένα συναισθήματα ενδεχομένως χρόνων, κάνοντας το τοπίο περισσότερο θολό.
Ο αγώνας για την ενηλικίωση, για την κατάσταση εκείνη που αναγνωρίζονται τα κίνητρα και οι ανάγκες μας που δίνουν ώθηση, τα συναισθήματα μας και εν τέλει συνθέτονται οι διάφορες εκφάνσεις του εαυτού μας με εντιμότητα και τόλμη, είναι συνεχής. Ο ενήλικας καταφέρνει να αναγνωρίζει και εν τέλει να αποδέχεται τις αδυναμίες, τις άμυνες και τις αγκυλώσεις του και να τις εκφράζει, ενώ παράλληλα μπορεί όσο επώδυνο αρκετές φορές κι αν είναι αυτό, να βρίσκει τα «σκοτεινά του σημεία» και να τα βγάζει στο φως.
«Σκοτεινά σημεία» μπορεί να είναι οι όροι αξίας που έχουμε εσωτερικεύσει αλλά δεν είναι ταιριαστοί ή βοηθητικοί για εμάς, πεποιθήσεις αυστηρές και άκαμπτες και άλλα πολλά που ούτε καν έχουμε επίγνωση ότι κουβαλάμε και τα οποία μπλέκονται και συνθέτουν μια εικόνα εαυτού, που το μόνο που καταφέρνει είναι να μας απομακρύνει από τους άλλους.
Ο δέκτης του μηνύματος αυτού που αισθανόμαστε παρά τις προσπάθειες μας ότι δεν φτάνει, φαντάζει εχθρικός, οχυρωμένος πίσω από τείχη και συναισθηματικά απομακρυσμένος από εμάς σε ένα δικό του «μικρόκοσμο», χωρίς σημεία ταύτισης ή έστω σύγκλισης.
Πόσο φορές δεν έχουμε αναρωτηθεί: «Με ακούς;», ενώ παράλληλα δίνουμε οι ίδιοι την απάντηση: «Δεν με ακούς», «Δεν με σέβεσαι, άρα δεν με αναγνωρίζεις».
Όμως η επικοινωνία ζητά πολλές φορές κάτι περισσότερο από την δυνατότητα των ατόμων της αίσθησης της ακοής. Η επικοινωνία αναζητά να διακατέχεται από ενσυναίσθηση, την ποιότητα εκείνη με την οποία μπορώ να αισθάνομαι σε βάθος την εμπειρία του συνομιλητή μου και να βλέπω τον «κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια». Να αποδέχομαι τον άλλο, τα λεγόμενα, και τις πεποιθήσεις του απλά και μόνο επειδή είναι Άνθρωπος, χωρίς όμως να χάνω την δική μου αλήθεια και εαυτό.
Η επικοινωνία ζητά να γνωρίζω πού βρίσκομαι και να είμαι διατεθειμένος με αποδοχή να περιλάβω και την «αλήθεια του άλλου». Να ακούω όχι για να απαντήσω μα για να κατανοήσω τί μου λέει ο συνομιλητής μου και να τον γνωρίσω, με σκοπό τη δημιουργία ενός κοινού τόπου, στον οποίο μπορούμε να συνυπάρξουμε με περισσότερη αρμονία.
Η επικοινωνία ζητά να σέβομαι, έστω και αν διαφωνώ με το σύστημα αξιών του άλλου και να τον αναγνωρίζω ως αυτόνομο άτομο που έχει διανύσει μια πορεία ζωής, αυτήν που τον έχει φέρει στο «εδώ και τώρα».
Το να αλληλεπιδρούμε μέσα σε «ενήλικες σχέσεις» και να επικοινωνούμε μέσα σε αυτές, σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε τις διαφορετικές πλευρές μας με τρόπο που εκφράζει ωριμότητα και φροντίδα αλλά και ευθύνη προς τον εαυτό μας. Παράδοξο παραμένει να είναι το γεγονός πως όταν αποδέχομαι τον εαυτό μου και αυτό που είμαι, τότε ακριβώς μπορώ να αλλάξω και να κατευθυνθώ μαζί με τους «σημαντικούς μου άλλους» προς μια πορεία ζωής περισσότερο λειτουργική και αρμονική.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
- Μέρυ, Τ., Πρόσκληση στην Προσωποκεντρική Προσέγγιση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002.
- Rogers, C. (1951), Chapter 11. A Theory of Personality and Behavior, Rogers Carl, Constable, London.
- Rogers, C., (1959), A Theory of Therapy, Personality and Interpersonal Relationships, as Developed in the Client- Centered Framework, (EDS) Kirschenbaum H. & Land Henderson V., The Carl Rogers Reader, London, Constable.