Από την Αρετή Γκατζέλια, Σύμβουλο Ψυχικής Υγείας, Κοινωνιολόγο
Το πένθος αποτελεί μία κατάσταση κατά την οποία μία οικογένεια αποδιοργανώνεται. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι ενήλικες τείνουν να παραμελούν το παιδί. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως δεν τους ενδιαφέρει το τι αισθάνονται. Η κατάσταση πένθους στα παιδιά είναι τόσο περίπλοκη που οι ίδιοι τους οι γονείς αδυνατούν να καταλάβουν πως νιώθει το παιδί τους για τον θάνατο και την απώλεια. Υπάρχουν ορισμένα βαθύτερα συναισθήματα και σκέψεις που οι ενήλικες δεν έχουν την δυνατότητα να τα «μαντέψουν».
Ένα παιδί που πενθεί βρίσκεται σε ιδιαίτερα δύσκολη και πρωτοφανή κατάσταση. Είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε πως το οικογενειακό πλαίσιο είναι ζωτικής σημασίας για το παιδί. Φαίνεται πως είναι πολύ επιφανειακό να περιοριστούμε μόνο σε ζητήματα που αφορούν το κομμάτι της οικογένειας. Το θέμα είναι πως τα παιδιά αντιλαμβάνονται το θάνατο και αντιδρούν στην απώλεια συγγενικών τους προσώπων ανάλογα με το πώς έχουν μάθει να αντιδρούν μέσα από τις εμπειρίες τους μέσα στην οικογένεια. Αυτό σημαίνει, πως ο τρόπος που αντιδρά ο γονέας, που αποτελεί πρότυπο για το παιδί, διαδραματίζει βασικό ρόλο στον τρόπο που θα αντιδράσει το παιδί στην απώλεια.
Οι στρατηγικές που διαθέτει ένα μικρό παιδί ή ένας έφηβος για την αντιμετώπιση τόσο δύσκολων καταστάσεων όπως είναι αυτή του πένθους δεν είναι ολοκληρωμένες αλλά ελλιπείς. Δεν υπάρχει η δυνατότητα και η ωριμότητα να κατανοήσει τον κόσμο και την απώλεια του γονέα. Για να βοηθήσουμε ένα παιδί να αντιμετωπίσει την απώλεια του γονέα του, θα πρέπει να κατανοήσουμε τις αντιδράσεις του, αλλά και κατά πόσο αυτές είναι απαραίτητες και φυσιολογικές σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές.
Ο γονέας που έχει παραμείνει στη ζωή έχει κάποιες αντιδράσεις κατά την διάρκεια του πένθους. Αυτές οι αντιδράσεις επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό αυτές του παιδιού. Καθορίζεται, έτσι, ο τρόπος που θα αντιμετωπίσει το παιδί τη νέα του ζωή μετά τον κλονισμό που τον προκάλεσε η απώλεια ενός γονέα.
Η διαδικασία του πένθους είναι πολύπλοκη και ιδιαίτερη ακόμη και για έναν ενήλικα. Μελέτες σχετικά με το θέμα περιγράφουν ένα «φυσιολογικό» ή «ομαλό» πρότυπο που ακολουθεί ο θρήνος κατά την διάρκεια του πρώτου έτους μετά τον θάνατο του αγαπημένου προσώπου. Οι φάσεις που περνάει ένα άτομο που θρηνεί είναι οι ίδιες για όλους. Πρέπει να τονίσουμε ότι οι φάσεις αυτές μπορεί να συγχωνευτούν ή να επαναληφθούν αν το άτομο παλινδρομεί. Η ομαλή διαδικασία του θρήνου αποτελείται από τέσσερις φάσεις:
- Στην πρώτη φάση εμφανίζεται το μούδιασμα. Πρόκειται για την φάση που έρχεται αμέσως μετά τον θάνατο του αγαπημένου προσώπου. Η άρνηση του γεγονότος, ο κλονισμός και η δυσπιστία συνοδεύουν αυτή τη φάση, ειδικά όταν η απώλεια είναι αιφνίδια
- Στη δεύτερη φάση το άτομο έχει την επιθυμία να ξαναδεί το νεκρό πρόσωπο. Το άτομο κλαίει, αναζητά και αναπολεί τον νεκρό καθώς αισθάνεται θυμό, ενοχή και παράλληλα έχει παραισθήσεις. Η φάση αυτή είναι ο πυρήνας του θρήνου, καθώς αναβιώνουν οι αναμνήσεις. Το άτομο διακατέχεται από έντονο και βαθύ πόνο. Χρονικά αυτά τα συναισθήματα εκδηλώνονται μετά το συμβάν του θανάτου και την κηδεία.
- . Στην τρίτη φάση εμφανίζονται η αποδιοργάνωση και η απελπισία. Τότε, το άτομο δεν μπορεί να προσαρμοστεί στα καινούργια δεδομένα ενώ αισθάνεται απόγνωση και μοναξιά. Νιώθει πως απειλούνται η ταυτότητα και η ασφάλειά του και αυτό είναι που του προκαλεί άγχος.
- Στην τέταρτη φάση το άτομο αναδιοργανώνεται. Τότε αποδέχεται την απώλεια και αισθάνεται ότι είναι σε θέση να αρχίσει ξανά τη ζωή του. Στη φάση αυτή το άτομο πονάει λιγότερο και η ένταση του θρήνου έχει μειωθεί. Το άτομο κατανοεί ότι η ζωή συνεχίζεται και τα γεγονότα και οι προκλήσεις είναι αρκετές και ικανές να του κινήσουν το ενδιαφέρον.
Υπάρχουν περιπτώσεις που ο θρήνος των ενηλίκων μπορεί να μην ακολουθήσει την φυσιολογική πορεία. Οι περιπλοκές που εμφανίζονται είναι παθολογικές και είναι οι εξής:
- Το άτομο αδυνατεί να πενθήσει.
- Το άτομο καθυστερεί να εκδηλώσει το θρήνο.
- Ο θρήνος παρατείνεται επ ’αόριστον ( και εξελίσσεται σταδιακά σε κλινική κατάθλιψη).
- Ο θρήνος αλλοιώνεται (για παράδειγμα, με υπερβολικές αυτομορφές, ενοχές ή θυμό).
Ο τρόπος εκδήλωσης του θρήνου εξαρτάται από τον τρόπο του θανάτου, το είδος της σχέσης με το νεκρό πρόσωπο και η προσωπικότητα του ατόμου που θρηνεί.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται ένα παιδί το θάνατο και την απώλεια διαφέρει ανάλογα με το παιδί, την ηλικία του και την προσωπικότητα του. Υπάρχουν δηλαδή ορισμένες ατομικές διαφορές. Κάθε παιδί έχει την μοναδικότητά του και ζει σε διαφορετικό οικογενειακό περιβάλλον.
Το προσυλλογιστικό στάδιο της γνωστικής ανάπτυξης διαρκεί από το δεύτερο έως το τέταρτο έτος της ζωής. Στα παιδιά ηλικίας έως 4 ετών η σκέψη είναι προσυλλογιστική και ταυτόχρονα «μαγική», για αυτό το λόγο προκαλούνται παρανοήσεις και εσφαλμένες αντιλήψεις για τον κόσμο που είναι πολύ πιθανόν να του δημιουργήσουν προβλήματα. Ο αποχωρισμός δημιουργεί δυσφορία στο παιδί και αυτό φανερώνει μία σχέση προσκόλλησης, η οποία συνήθως κάνει την εμφάνισή της στην ηλικία των 6-8 μηνών. Τις περισσότερες φορές, τα πολύ μικρά παιδιά (3 ετών ή μικρότερα) έχουν ενημερωθεί για τον θάνατο και εξοικειωθεί με την λέξη πριν ακόμη πάνε σχολείο. Όμως, σε μία τέτοια ηλικία η ικανότητα αντίληψης για την έννοια του θανάτου είναι αρκετά περιορισμένη. Η πραγματική αντίληψη της έννοιας έρχεται σταδιακά. Αρχικά, υπάρχουν κάποιες γνώσεις οι οποίες εμπλουτίζονται σιγά σιγά και ομαλά, έως ότου ολοκληρωθεί η κατανόηση της. Οι εξηγήσεις που δίνονται σε ένα παιδί για τον θάνατο πρέπει να είναι ειλικρινείς, ήρεμες και ουσιαστικές. Με αυτόν τον τρόπο τα βοηθάμε να προσαρμοστούν σε πιθανές απώλειες.
Συνήθως, τα παιδιά ηλικίας 4 ετών αναζητούν τον γονέα και περιμένουν να επιστρέψει. Όπως ονομάζεται, το άγχος του αποχωρισμού, παρουσιάζεται στις πρώτες μόλις εβδομάδες ή μήνες, ακόμη και όταν ο γονέας απουσιάζει για λίγες μόνο ώρες. Τα μικρής ηλικίας παιδιά δεν μπορούν να παραμείνουν λυπημένα για μεγάλο διάστημα και δεν έχουν την δυνατότητα να διακρίνουν τα διαφορετικά συναισθήματά τους. Σωματικές αντιδράσεις που μπορεί να παρουσιάσουν τα παιδιά που ακόμη δεν μιλούν είναι η ενούρηση, η μειωμένη όρεξη, ο ταραγμένος ύπνος, το γάντζωμα και η αυξημένη ευαισθησία σε μολυσματικές ασθένειες.
Μετά το προλογιστικό στάδιο (2-4 ετών) ακολουθεί το στάδιο της διαισθητικής σκέψης (4-7 ετών). Σύμφωνα με τον Kane υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος κατά τον οποίο ένα παιδί σε ηλικία 5-10 ετών κατανοεί τον θάνατο. Αρχικά, είναι ο αποχωρισμός των παιδιών από τους γονείς τους που τον έχουν συνδέσει με τον θάνατο. Στη συνέχεια, είναι η ακινησία που την συνδέουν διότι οι νεκροί δεν μπορούν να κινηθούν. Η μη αναστρεψιμότητα έχει να κάνει με το ότι όποιος πεθαίνει δεν πρόκειται να ξανακινηθεί. Η αιτία είναι που τα μπερδεύει αφού συνεπάγεται σωματική αιτία, ενώ τα παιδιά έχουν συνήθως «μαγικές» απόψεις σχετικά με τα αίτια του θανάτου. Το κυριότερο είναι να κατανοήσει ένα παιδί ότι κάθε ανθρώπινος οργανισμός κάποια στιγμή θα πεθάνει. Και τέλος, είναι πολύ σημαντικό για το παιδί να καταλάβει ότι οι πεθαμένοι δεν αισθάνονται τίποτα.
Τα παιδιά γύρω στην ηλικία των 12 ετών γνωρίζουν πως είναι η εικόνα και η εμφάνιση ενός πεθαμένου ανθρώπου. Το παιδί ενδιαφέρεται να μάθει για τις σωματικές αλλαγές που επιφέρει ο θάνατος. Ταυτόχρονα, αυτή η ηλικία είναι η ηλικία της διερεύνησης, για αυτό το λόγο οι έφηβοι αναζητούν το νόημα του θανάτου. Ακόμη, υπάρχει η περίπτωση να διαμορφώσουν την δική τους θεωρία για τον θάνατο αμφισβητώντας την μεταθανάτιο ζωή. Οι έφηβοι θρηνούν με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν οι ενήλικες. Η αυτονόμηση τους από τους γονείς ίσως καθυστερήσει, όπως και η αναζήτηση της ταυτότητας μπορεί να επηρεαστεί από τις απαντήσεις στα «γιατί». Και τέλος, οι έφηβοι είναι αυτοί που επιδεικνύουν έλλειψη συναισθηματικής φόρτισης ή αδιαφορία όσον αφορά τις συγκρούσεις της τάσης για αυτονομία και της τάσης για συνέχιση της εξάρτησης.
Οι όροι που θα χρησιμοποιήσουμε σε ένα παιδί πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να του δίνουν την δυνατότητα να κατανοήσει τη σημασία των γεγονότων που συμβαίνουν στην οικογένεια, όπως είναι ο θάνατος. Το σημαντικότερο να κατανοήσουμε είναι πως η απώλεια είναι κομμάτι της ζωής μας και δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε. Βιώνοντας το πένθος εκδηλώνονται συναισθήματα που αν κρατηθούν μπορεί να προκαλέσουν μεγαλύτερα προβλήματα στον άνθρωπο.
« Υπάρχουν ενδείξεις πως αν δεν θρηνήσουμε κατά την περίοδο του πένθους, όλη μας η ζωή είναι πιθανό να επηρεαστεί με διάφορους έμμεσους τρόπους. Τα παιδιά που δεν πενθούν βλέπουν να αναστέλλεται η προσωπική τους ανάπτυξη. Οι ενήλικες που δεν καταφέρνουν να πενθήσουν είναι πιο πιθανό να χειριστούν με δυσλειτουργικό τρόπο ακόμη και τις μικρότερες απώλειες ».
(Dora Black, 1993)
Βιβλιογραφία:
Herbert, M. (2008) Τα παιδιά μπροστά στο πένθος και την απώλεια. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα