Θηλασμός ή μπιμπερό

Χρόνος ανάγνωσης 4 ΄
H τροφή και η υγεία του μωρού δεν αφορά μόνον το σώμα του, αλλά και την ψυχή του.

Από την Αντιγόνη Ωραιοπούλου, Βιολόγο – Διατροφολόγο – Ψυχοθεραπεύτρια
www.althaia.gr

Μετά την δημοσίευση του  τελευταίου άρθρου μου  που είχε ε τίτλο «Θηλασμός ή μπιμπερό» ορισμένες φίλες αναρωτήθηκαν αν τελικά  είμαι εναντίον του θηλασμού.

Όπως είπα και στο άρθρο, σαν βιολόγος  λέω ότι θηλασμός είναι ο τρόπος της φύσης να θρέψει τα νεογνά.

Σαν ψυχοθεραπεύτρια όμως αναγνωρίζω ότι υπάρχουν πολλές γυναίκες που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να θηλάσουν. Και οι συνδυασμοί των λόγων γι’ αυτό είναι άπειροι.

Ας ξεκινήσουμε με ορισμένους αριθμούς.

  • Η Αμερικάνικη Ακαδημία των Παιδιάτρων  υποδεικνύει ότι οι γυναίκες που θηλάζουν για τουλάχιστον 12 μήνες βοηθούν το παιδί τους να αναπτύξει το ανοσοποιητικό του σύστημα  και ότι ο αποκλειστικός θηλασμός  οδηγεί σε καλύτερη υγεία.
  • Η κοινωνική προσταγή για τον θηλασμό οδηγεί στην πεποίθηση ότι η συγκεκριμένη πρακτική μηδενίζει σχεδόν την εμφάνιση προβλημάτων υγείας.
  • Παρ’όλα αυτά 50% των μωρών σε κάθε χώρα, σταματούν να θηλάζουν πριν συμπληρώσουν τους έξι μήνες  ζωής. (72- 75 % των λεχωίδων ξεκινούν τον θηλασμό όμως μόνον ένα 33 – 35 % τον συνεχίζουν μέχρι τον 6ο μήνα).
  • Το 2008 μία έρευνα έδειξε ότι δεν υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην υγεία και στην συμπεριφορά των μωρών από  τον αποκλειστικό και διαρκή θηλασμό.
  • Με μέσο όρο 38% , αρκετές λεχωίδες δεν δοκιμάζουν καν να θηλάσουν.

Οι λόγοι της μη δοκιμής  ή της  σύντομης παύσης  του θηλασμού είναι αρκετοί και περιλαμβάνουν:

– Επιστροφή στην εργασία μετά από σύντομο χρονικό διάστημα

– Προσωπικές προτιμήσεις

– Έναν μη υποστηρικτικό σύντροφο

– Αίσθηση αμηχανίας

– Φόβο για πόνο

– Σωματικά, ιατρικά και ψυχολογικά θέματα.

Επίσης οι λόγοι για να μην δοκιμάσει καν να ξεκινήσει τον θηλασμό μία γυναίκα περιλαμβάνουν:

– Το επίπεδο του εισοδήματος

– Την εκπαίδευση

– Την εθνικότητα

– Την περιοχή κατοικίας

– Την ύπαρξη ή μη συντρόφου

– Την ποιότητα της σχέσης με τον σύντροφο

–  Την επιθυμία για  θηλασμό.

–  Την  διάρκεια της εγκυμοσύνης

– Τον τρόπο σύλληψης του μωρού

– Το βάρος γέννησης του μωρού

– Την υποστήριξη του μαιευτηρίου, γιατρού, μαίας (ή την έλλειψη υποστήριξης ) για τον θηλασμό

–  Την  παροχή συμβούλου θηλασμού

–  Προσωπικοί λόγοι  (απέχθεια προς τον θηλασμό, φόβος δέσμευσης, αμηχανία, σχέση με το σώμα και το στήθος).

– Ευθύνη σπιτιού (ύπαρξη μεγαλυτέρων παιδιών, πολλές οικιακές εργασίες, έλλειψη βοηθείας)   εδώ φαίνεται ότι η σειρά γέννησης μπορεί να καθορίσει και την θέληση ή μη για θηλασμό.

–  ‘Ασχημες συγκυρίες (ανάγκη για επιστροφή σε εργασία, σύζυγος που δεν επιθυμεί τον θηλασμό)

–  Ιατρικές και ψυχολογικές καταστάσεις.

Σε κάθε περίπτωση  λοιπόν,  υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός γυναικών οι οποίες δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να θηλάσουν και πολλές από αυτές νοιώθουν τύψεις και πίεση γι’ αυτό.

Οι τύψεις και οι ενοχές μπορεί απλά να εκφραστούν σε γκρίνια ή  σε κατάθλιψη ή να οδηγήσουν τη γυναίκα σε ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις οι οποίες για να αντιμετωπιστούν να χρειαστούν φαρμακευτική αγωγή ( οπότε η γυναίκα πάλι αδυνατεί να θηλάσει).  Σε κάθε περίπτωση, το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι η γυναίκα αδυνατεί να συνδεθεί με το μωρό της

Ενώ η πίεση (ακόμη και με την καλύτερη εξωτερική  υποστήριξη, όταν συντρέχουν οι λόγοι που ανέφερα) μπορεί  να δημιουργήσει ακόμη περισσότερα θέματα και σε ιατρικό και σε συναισθηματικό επίπεδο. Στις περισσότερες περιπτώσεις  όμως θα επηρεάσει τη σχέση με το μωρό και συχνά και αυτήν με το σύντροφο:

Η  γυναίκα που δεν θηλάζει μπορεί να νοιώσει τύψεις και ενοχές  γιατί δεν κάνει το «σωστό» , θυμό για το μωρό  γιατί την «υποχρεώνει» να κάνει κάτι που δεν είναι σε θέση να προσφέρει με την καρδιά της, να αρχίσει να έχει σεξουαλικά προβλήματα και γενικότερα θέματα σε σχέση με τον σύντροφο της, την θηλυκότητα της, την υπόσταση της σαν γυναίκα.

Να αισθανθεί ανίκανη να συνδεθεί με το μωρό της (γιατί δεν το θηλάζει) ή να συνδυάσει την μητρότητα με την θηλυκότητα.

Ναι στον θηλασμό μόνον όταν η μητέρα μπορεί , αντέχει και το επιθυμεί. Αλλά κυρίως όταν είναι έτοιμη (ακόμη και αν είναι έτοιμη αργότερα από άλλες μητέρες). Αλλιώς , ο θηλασμός μετατρέπεται σε ένα μαρτύριο και για κείνην και για το μωρό. Προσφέροντας χρόνο και αποδοχή στην επιλογή της μπορούμε να βοηθήσουμε τη μητέρα να χαλαρώσει παρά αν την πιέσουμε όταν δεν είναι έτοιμη.

Οι έρευνες έχουν δείξει ότι η αρχική δοκιμή για θηλασμό είναι αυτή που βοηθά τη γυναίκα να συνεχίσει να θηλάζει το μωρό της.   Παρ’ όλα αυτά όμως υπάρχουν πολλές γυναίκες που αρχικά δεν θήλασαν και όταν ήταν έτοιμες άρχισαν να θηλάζουν.

Ας θυμόμαστε  ότι η τροφή και η υγεία του μωρού δεν αφορά μόνον το σώμα του. Αλλά και  την ψυχή του. Καλύτερα, λοιπόν, να τραφεί ένα μωρό με μπιμπερό αν κερδίζει την αγκαλιά, την αγάπη και την ηρεμία κατά τη διάρκεια του φαγητού παρά να έχει ένα γάλα που παρέχεται υποχρεωτικά και η μητέρα απλά αγκομαχά.

Γιατί όταν έρχεται στα συναισθήματα, όλοι προτιμάμε την αποδοχή, αγάπη , την ηρεμία και την αγκαλιά, από το καλύτερο προΪόν που απλά μας  δίνεται με αδιαφορία, ανοχή, θυμό και βαρυγκόμια…

Ας αφήσουμε λοιπόν κάθε μητέρα να βρει ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος και χρόνος για να θρέψει το μωρό της. Η υπομονή και η αυτενέργεια πάντα δημιουργούν καλύτερα αποτελέσματα απ’ ότι η  πίεση και ο πειθαναγκασμός.

Σίγουρα ο θηλασμός είναι ο τρόπος της φύσης. Όμως όταν τρέφεται ένα μωρό, τρέφεται και η ψυχή του.  Η ώρα του θηλασμού είναι  ώρα σύνδεσης με την μητέρα. Είναι χάδι, βελούδο, αγκαλιά, αγάπη, τρυφερότητα, σύνδεση, προσφορά, επαφή.

Αν όμως για οποιονδήποτε λόγο η μητέρα δεν μπορεί να τον προσφέρει και αγχώνεται, υποφέρει, απορρίπτει είτε τον εαυτό της, είτε το μωρό ή και τους δύο, τι είναι πιο σημαντικό;

Να δώσει ένα γάλα ( που εμπεριέχει και ορμόνες άγχους) ή να δώσει αγάπη, ηρεμία, γαλήνη και μοίρασμα και να συνδεθεί με το μωρό της ακόμη και αν το ταίζει με γάλα αγελάδας;

Η απάντηση είναι προσωπική. Και κάθε άνθρωπος και γυναίκα είναι μοναδική. Ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να φθάσει μέχρι εκεί που μπορεί και να ξεπεράσει τα όρια του με υποστήριξη, όταν είναι έτοιμος. Ο φανατισμός όμως και η μονομερής υποστήριξη  ενός δρόμου, χωρίς να εξετάζουμε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά,  σχεδόν πάντα  φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που πραγματικά επιθυμούμε.

Διαβάστε εδώ το Μέρος Ι.