Σταχτοσκορπίσματα

Χρόνος ανάγνωσης 5 ΄

staxtoskorpismataΓράφει η Τίνα Κουτσουμπού*

Κρατώ στη χούφτα μου την πνοή σου και με το γερασμένο και τρεμάμενό μου χέρι   σε σφίγγω πάνω μου εκεί, κοντά στο μέρος της καρδιάς. Με το ζόρι χωράς στην παλάμη μου. Ένα καφέ ζωγραφισμένο κουτί από ξύλο κρύβει μέσα του όλα σου τα μυστικά και έχει απ’ έξω χαραγμένο το μονόγραμμά σου, με ασημένια καλλιγραφικά λατινικά γράμματα: G. T.

Το αεράκι του νοτιά ποτισμένο με τη θαλασσινή αρμύρα και τ’ αρώματα του δειλινού παίρνει μαζί του για δροσιά  ένα μου δάκρυ. Όχι, δεν είναι δάκρυ στενάχωρο. Ο χρόνος ευτυχώς μού χαρίστηκε σε λύπες γιατί μαζί ζήσαμε μόνο χαρές και στιγμές ευτυχισμένες από τ’  ατέλειωτα ταξίδια μας! Το δάκρυ είναι από ανακούφιση που επιτέλους λυτρώθηκες από τους πόνους της καταραμένης σου αρρώστιας. Είναι μαζί και δάκρυ  αποχωρισμού αφού μένω τώρα πια μόνη να βαδίσω στα τελευταία μονοπάτια της ζωής μου..

Φάνηκα νομίζω, ψύχραιμη, γενναία όσο εσύ λουζόσουν στον ίδρωτα της αρρώστιας σου, όσο πλημμύριζε το είναι σου με τ’  άρωμα του θανάτου και σαν πια έφυγες, έκανα όλα όσα επίμονα μου ζήτησες: Θέματα περιουσιακά, χρέη κι υποχρεώσεις, όλα ρυθμίστηκαν, σβήστηκες τέλος κι από τις λίστες των ζωντανών και έπειτα κατά το θέλημά σου φρόντισα τα θλιβερά της « καύσης». Είναι η αλήθεια πως τούτο το ‘κανα με πόνο μια και τάφο δεν εζήτησες να έχεις. Η ιδέα της ταφής σε μέρος σκοτεινό κι απόκοσμο, πάντα σε στενοχωρούσε. « Η σιωπή, το σκοτάδι, η σήψη ισοδυναμούν με αργό θάνατο», έλεγες κι  έτσι κι εγγράφως απαρνήθηκες το νεκροταφείο υπογράφοντας  να το κάψουν το άψυχο, το ταλαιπωρημένο σου το σώμα.

Τώρα «caro mio», γερμένη εδώ στην άκρη του πλοίου αφήνομαι να σε σκεφτώ έτσι όπως  θέλω, να  σου ετοιμάσω «ξόδι» όπως μου παράγγειλες πριν ο ήλιος ανατείλει έξω από την Κω.

Ακόμη  ακούω τη φωνή σου, μυρίζω την ανάσα σου. Χαϊδεύω το τόξο των ματιών σου, το ξένοιαστο χαμόγελο έτσι όπως ξεκουράζεται στο μελαψό σου  πρόσωπο και πιάνομαι από την κουπαστή. Δυο μέρες ταξιδεύω μαζί σου, όπως τότε, θυμάσαι; Τότε που εξερευνούσαμε μαζί τους χάρτες της οικουμένης. Προορισμός σου τώρα- τελευταίο σου ταξίδι- η θάλασσα του Αιγαίου που τόσο αγάπησες για την ομορφιά, τα μυστήρια, τους ανθρώπους και την ιστορία της.

Κυριαρχικός κι επιβλητικός, φίλος και σύμβουλος, έρωτας πλάνος, ήρθες στη ζωή μου και την άλωσες αποφασιστικά, δυναμικά. Ο γητευτής εσύ και ο κατακτητής της καρδιάς μου. Αφορμή της γνωριμίας μας ήταν ένα πιστοποιητικό του Δήμου που υπέγραψες και κοιτάζοντάς με μ’ εκείνο το διαπεραστικό σου βλέμμα, διάβασες τη σκέψη μου, που ήταν: «Τι εξυπηρετικός κύριος» κι εσύ  μού απάντησες: « Ορίστε αγαπητή κυρία, έτοιμο το πιστοποιητικό χηρείας σας», και με ξεχωριστή αυτοπεποίθηση και σιγουριά, ανακάθισες με δύναμη στην διευθυντική σου πολυθρόνα. Για δυο χρόνια θυμάμαι ανταλλάσαμε απόψεις, σκέψεις, συναισθήματα ώσπου τελικά  μου εξομολογήθηκες την αμετάκλητη απόφασή σου να ζήσουμε μαζί τα ώριμά μας χρόνια. Έτσι βαδίσαμε μαζί ξορκίζοντας τα λάθη της προηγούμενης έγγαμης ζωής μας, πασχίζοντας να μην τα επαναλάβουμε. Κάθε Άνοιξη σχεδόν φτάναμε εδώ στο νησί οι δυο μας για ολιγοήμερες διακοπές, «για να ζεσταθούν λίγο τα γέρικα κόκαλά μας» όπως αστειευόσουν. Φτάνοντας στο λιμάνι, παίρναμε τα νοικιασμένα μας ποδήλατα και γυρίζαμε του νησιού την κάθε σπιθαμή, χανόμαστε στο ναό του Ιπποκράτη, μαζεύαμε κοχύλια στις γαλανές ακρογιαλιές, ζούσαμε σαν στον παράδεισο στο μικρό αυτό κομμάτι της Ελλάδας που πάντοτε αγαπούσες. Το ταξίδι μας εδώ ήταν το «must»  της χρονιάς που σχεδιάζαμε, αχ!….θυμάσαι με πόση ανυπομονησία, θέλοντας απεγνωσμένα ν’ αφήσουμε πίσω μας τους παγερούς χειμώνες τους σκούρους ουρανούς της Βόρειας Ιταλίας.

Ήμουνα πάντα δυνατή και με τη λογική αντιμετώπιζα τις δυσκολίες της ζωής μου. Τώρα όμως φοβάμαι πως τις αντοχές μου τις ξόδεψα. Για ποιόν να φανώ πια δυνατή; Γιατί να προσποιούμαι; Της ζωής μου εσύ ο σύντροφος κι ο αδελφός, τις στάχτες σου απόσωσα σε τούτο το κουτί. Μα που να το βάλω; Δεν πιστεύω στο θεό να σε έχω μαζί με τα εικονίσματα. Ούτε στην άλλη τη ζωή, όπου πιστεύουνε σ’ άλλες θρησκείες. Θα σ’ έβαζα κάπου ψηλά στο ράφι δίπλα στη φωτογραφία μας αυτή που βγάλαμε τότε στην Ινδία στο Ταζ-Μαχάλ. Οι σκέψεις μου όμως αυτές δεν ήταν φαίνεται και  δικές σου. Γιατί στο τελευταίο γράμμα-επιθυμία σου να σκορπιστείς μού όριζες τ’ ανέμου, στα νερά του Αιγαίου. Να πάρω το πλοίο μού ’γραφες  όπως κάναμε κάθε χρόνο- εκτός από τα δυο εκείνα μαύρα και πονεμένα χρόνια που σε χτύπησε η αρρώστια και γίνηκες διάφανος, αερικό του κάτω κόσμου -και να σ’ αφήσω να χαθείς να γίνεις ασημόσκονη και να χορέψεις τρελό χορό στον άνεμο με τα θαλασσοπούλια. Αχ! τι μοίρα κακιά μού ορίζει να’ χω το κορμί σου στάχτη, κρυμμένο σ’ ετούτο το κουτί, να σου μιλώ και να νομίζω τάχα πως σκύβεις να μ’ ακούσεις. Σκέψου αυτή να’ ναι  πια η χαρά μου! Πόσο πικρή και άδικη τελικά είναι η μοίρα της γυναίκας. Πόσο πικρή θα’ ναι τώρα πια κι η μοναξιά μου.

Το δυνατό κουδούνισμα του τηλεφώνου διακόπτει την πρωινή ησυχία στο σπίτι της Ελένης και του Αλέξανδρου.

– Pronto!.(Λέγετε παρακαλώ).

-Ελένη.., Αλέξανδρε.. Η φωνή σπάει μέχρι να ‘ρθει η απάντηση στο άλλο άκρο της συσκευής.

«Μητέρα, τι συμβαίνει; Πότε φύγατε; Κατάλαβα μητέρα, πείτε του, κι ας το πάρει και αυτό μαζί του ο αέρας πως « Ο Giorgio ήταν για μας ο δεύτερος πατέρας, ο καλός μας φίλος, πάντα ξεχωριστός κι αγαπημένος. Μην κλαίτε άλλο μητέρα. Σας περιμένουμε μόλις μπορέσετε στην Αθήνα και σας σκεφτόμαστε».

Καημένη αγάπη μου. Ήρθε τώρα η ώρα. Αποχαιρέτησε τώρα την  Ελένη, τον Αλέξανδρο- τους στενότερους συγγενείς σου που δεν θέλησες να δουν από κοντά τις στάχτες της ύπαρξής σου. Σε λίγο θα δέσουμε στην Κω. Εδώ μου είπες, έτσι μου φαίνεται. Θ’ ακολουθήσω κι εγώ όχι γιατί το θέλω, αλλά επειδή σού το χρωστώ, την στερνή σου επιθυμία. «Ώρα σου καλή, λοιπόν, σκορπίσου στον ορίζοντα σκόνη της γης, συντρόφεψε στο διάβα σου τ’ αστέρια».

Το πλοίο χαμένο από ώρα μακριά στον ορίζοντα, μικρή κηλίδα από σίδερα και μπογιά σκίζει απαλά το γαλανό χαλί του Αιγαίου προσεγγίζοντας το νησί του Ιπποκράτη. Οι επιβάτες, λιγοστοί τέτοιο καιρό μήνα Μάρτη, στην πλειονότητά τους Εγγλέζοι και λίγοι Γάλλοι ετοιμάζονται να αποβιβαστούν σέρνοντας μαζί τους τις αποσκευές και τις φωτογραφικές τους μηχανές, απαραίτητα σύνεργα για το συνέδριο Καλλιτεχνικής Φωτογραφίας που έχει προγραμματισθεί εδώ και μήνες στο νησί.

Δίπλα τους μόλις και μετά βίας φαίνεται μια γυναικεία φιγούρα ντυμένη στα σκούρα κρατώντας στο χέρι ένα καφέ κουτί. Στέκεται και το παρατηρεί, φαίνεται σαν να του μιλάει, ακούγεται κιόλας να ψιθυρίζει  μια προσευχή. Στην αρχή μ’ ένα δισταγμό, έπειτα όμως αποφασιστικά παίρνοντας βαθιά μια ανάσα, σαν για να πάρει δύναμη από τον φρέσκο νησιώτικο αέρα, το ανοίγει απαλά. Τα χείλη της ακουμπούν την ξύλινη χαραγμένη επιφάνεια και φυσούν μέσα την πνοή τους. Ένα γκρίζο πηχτό σύννεφο λίγης στάχτης ξεχύνεται ατίθασο, να σμίξει με τον άνεμο, τους γλάρους και τα σύννεφα. Η γυναίκα κοιτάζει με βλέμμα σταθερό στο άπειρο. Μοιάζει ν’ ακολουθεί τους κόκκους της στάχτης, που στριφογυρνούν στην ρότα του ανέμου καθώς το πλοίο πασχίζει να δέσει στους κάβους του λιμανιού.

Ένας φωτογράφος σηκώνει ψηλά την κάμερα. «Πολύ όμορφη εικόνα ψιθυρίζει και τόσο περίεργη μαζί». Τι να’ ναι άραγε εκείνη η στάχτη; «Σταχτοσκορπίσματα, τ’   ανέμου είναι παιχνίδια», ακούγεται δίπλα του κάποιος από τους τουρίστες συναδέλφους του που φορτωμένος τα δικά του φωτογραφικά σύνεργα στην πλάτη, ετοιμάζεται τώρα να κατέβει χαρούμενος τη μεγάλη σκάλα του πλοίου.

——————————————————————————————————

*Η Κωνσταντίνα Κουτσουμπού γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της  Α.Σ.Ο.Ε.Ε και γνωρίζει τέσσερις ξένες γλώσσες. Εργάσθηκε στην Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση στις Οικονομικές Υπηρεσίες και στην Εμπορική Τράπεζα τόσο στην Αθήνα όσο και στη Καλαμάτα όπου εγκαταστάθηκε το 1996. Είναι παντρεμένη και έχει ένα γιό και μια κόρη.

Γράφει  διηγήματα και άρθρα. Αρθρογραφεί  για την Ένωση Συντακτών μη ημερησίων εντύπων από το 2011. Πεζά της κείμενα δημοσιεύθηκαν στο Αθηναϊκό ημερολόγιο του 2012 και 2013 Εκδόσεις Φιλιππότη, στον ημερήσιο και εβδομαδιαίο τοπικό τύπο καθώς και στο ανθολόγιο του 2012 της Ένωσης Μεσσηνίων συγγραφέων της οποίας και αποτελεί μέλος.