Σχέδιο Νόμου “Κώδικας Νόμων για τα Ναρκωτικά”

Χρόνος ανάγνωσης 12 ΄

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ    
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
& ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ    
ΥΠΟΥΡΓΟΣ     
Αθήνα, 6/9/11

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚO ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΩΔΙΚΑΣ ΝΟΜΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ»
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
1. Το κοινωνικό πρόβλημα των ναρκωτικών, είναι φαινόμενο με παγκόσμιες και εθνικές διαστάσεις.

Η Ελλάδα είναι από τις χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά χρήσης παράνομων ουσιών. Ο αριθμός των θανάτων όμως που συνδέονται με την κατάχρηση ναρκωτικών κυμαίνονται ετησίως περί τους τριακόσιους (300). Το 40% περίπου των κρατουμένων κρατείται στις φυλακές σε υποθέσεις που άμεσα αφορούν τα ναρκωτικά. Επιπλέον κρατείται ικανός αριθμός για εγκλήματα που εμμέσως συνδέονται με τη διάδοση των ναρκωτικών (κλοπές, ληστείες, πλαστογραφίες, σωματεμπορία, νομιμοποίηση παράνομων εσόδων κ.λπ.). Ο μεγάλος αριθμός των κρατουμένων για πράξεις σχετικές με τα ναρκωτικά είναι το κύριο αίτιο της υπερφόρτωσης των ελληνικών φυλακών.

2. Οι δυσμενείς συνέπειες του συγκεκριμένου φαινομένου κατατάσσονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Από τη μια πλήττουν την υγεία, και από την άλλη διαμορφώνονται κοινωνικοψυχολογικές συνέπειες, με μεγαλύτερη την ανάπτυξη εγκληματικότητας: Ο κοινωνικός αποκλεισμός των εξαρτημένων, η δυστυχία των οικογενειών τους, η υπερφόρτωση των φυλακών και η προσφορά γόνιμου υπεδάφους στο οργανωμένο έγκλημα συνιστούν τις ιδιαίτερες όψεις του γενικού φαινομένου.

3. Στη χώρα μας πρώτο θεμέλιο της ισχύουσας νομοθεσίας αποτέλεσε ο Ν. 1729/1987, ο οποίος εισήγαγε χρήσιμες διακρίσεις στην ποινική μεταχείριση και ίδρυσε τον πρώτο πανελλήνιο οργανισμό απεξάρτησης, το ΚΕΘΕΑ.
Έκτοτε οι νομοθετικές επεμβάσεις ήταν πολύ συχνές. Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζει ο Ν. 2161/1993, που είναι η ίδρυση του ΟΚΑΝΑ και η παροχή υποκαταστάτων στους εξαρτημένους από ναρκωτικά. Αξιοσημείωτη σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η έκδοση της Απόφασης – πλαίσιο του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2004 (2004/757/ΔΕΥ) η οποία προβλέπει όρια ποινής, για τα βασικά εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών και που ας σημειωθεί ότι είναι αισθητά χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της ελληνικής νομοθεσίας.

Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που προκύπτουν από πρόσφατη ειδική συγκριτική Έκθεση του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τα Ναρκωτικά και τις Εξαρτήσεις (European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction, Selected Issue 2009. Drug Offences: Sentencing and other Outcomes). Η συγκεκριμένη Έκθεση επισημαίνει ότι παρά την έκδοση της Απόφασης – Πλαίσιο του 2004 οι νομοθεσίες των ευρωπαϊκών χωρών εμφανίζουν σημαντικές ανομοιομορφίες ως προς τους ορισμούς, τις διακρίσεις μεταξύ εγκλημάτων διακίνησης και άλλων που υπηρετούν την προσωπική χρήση, καθώς και ως προς το μέγεθος των ποινών. Οι διαφορές αυτές οδηγούν αντίστοιχα σε σημαντικές διαφοροποιήσεις του αριθμού και του ποσοστού των καταδίκων. Σε γενικές γραμμές παρατηρήθηκαν τα ακόλουθα, με βάση τα δεδομένα των χωρών που απήντησαν:

– Για τις περισσότερες χώρες το μέσο ύψος ποινής, για εγκλήματα χρήσης ή προσωπικής κατοχής ναρκωτικών ήταν σημαντικά χαμηλότερο από το ένα έτος ενώ υπάρχουν χώρες που δεν διώκεται η ατομική χρήση και κατοχή. Οι ποινές για τη βασική μορφή διακίνησης δεν φαίνεται να υπερβαίνει τα τρία έτη και σε αρκετές περιπτώσεις αναστέλλονται.

– Ιδιαίτερο συγκριτικό ενδιαφέρον εμφανίζουν οι ποινές για τις πιο επιβαρυμένες μορφές διακίνησης. Χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι ότι επιβάλλονται σπάνια. Το εύρημα αυτό οδηγεί στη διάγνωση μιας σημαντικής διαφοράς με τη χώρα μας, όπου η ανώτατη ποινή της ισόβιας κάθειρξης επιβάλλεται σε αρκετές περιπτώσεις (πάνω από τετρακόσιους (400) ισοβίτες για υποθέσεις ναρκωτικών). Για την αξιολόγηση αυτής της διαφοράς πρέπει να ληφθεί υπόψη , ότι η εξάρτηση στις πλείστες ευρωπαϊκές χώρες εκτιμάται ως γενικό ελαφρυντικό, κι όχι ως ειδικός λόγος μείωσης της απειλούμενης ποινής. Οι ευρωπαϊκές χώρες, δείχνουν μια αυξημένη τάση επιβολής εναλλακτικών (ανοικτών) μέτρων θεραπείας αντί φυλάκισης. Η Ελλάδα θεωρείται ως μία από τις πιο αυστηρές χώρες όσον αφορά την ποινική αντιμετώπιση της χρήσης και διακίνησης ναρκωτικών.

4. Στη χώρα μας έχει γίνει μία σημαντική έρευνα – αξιολόγηση του θεραπευτικού έργου του ΚΕΘΕΑ με διεθνή επίβλεψη (βλ. Δ. Αγραφιώτη – Ε. Καμπριάνη, Εξαρτήσεις 2002) που έδειξε τα ακόλουθα:
– Από όσους παρέμειναν σε θεραπευτικές κοινότητες για διάστημα άνω του ενός έτους, το 73%, δεν είχε ποινικές εκκρεμότητες για πέντε έτη μετά την είσοδό τους στη θεραπευτική διαδικασία.
– Το 100% όσων έλαβαν μέρος στην έρευνα, αφενός δεν είχε καμιά (εμφανή ή αφανή) παράνομη δραστηριότητα κατά τις τελευταίες 30 ημέρες πριν ερωτηθεί, αφετέρου δεν είχε εμπειρία φυλάκισης κατά την πενταετία.
Αν οι αριθμοί αυτοί συγκριθούν με τα υψηλά ποσοστά υποτροπής όσων αποφυλακίζονται, προκύπτει ότι η προληπτική δυναμική της απεξάρτησης είναι πολύ ισχυρότερη από την αντίστοιχη της φυλακής.
Παρά το συγκεκριμένο εύρημα και τη διεθνή εμπειρία, η εφαρμογή ανάλογων ρυθμίσεων για εναλλακτικά μέτρα απεξάρτησης δεν υιοθετείται από την δικαστηριακή μας πρακτική. Τα ελληνικά δικαστήρια προτιμούν την ποινική μεταχείριση και αγνοούν τα θεραπευτικά μέτρα. Αυτή η διστακτικότητα έχει ως αναπόφευκτες συνέπειες την αδυναμία κοινωνικής επανένταξης, την δημιουργία παραγωγής εγκληματικότητας (π.χ. κλοπές, ληστείες) και την υπερφόρτωση των φυλακών. Προφανώς, αυτή η διστακτικότητα εξηγείται όχι μόνο με βάση αδυναμίες της εφαρμογής (π.χ. έλλειψη προγραμμάτων επιμόρφωσης των δικαστών για τις εξελίξεις), αλλά και με βάση τις ατέλειες και την πολυπλοκότητα της κείμενης νομοθεσίας. Αυτές τις ατέλειες και την πολυπλοκότητα επιχειρεί να θεραπεύσει το σχέδιο νόμου.

ΚΥΡΙΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ

Η νέα νομοθετική πρωτοβουλία κεντρικό σημείο αναφοράς έχει την στροφή στη θεραπευτική αντιμετώπιση του εξαρτημένου χρήστη. Είναι μια αλλαγή της μέχρι σήμερα ακολουθούμενης πολιτικής. Είναι η βασική μεταρρυθμιστική επιλογή του νομοσχεδίου και κινείται στις παρακάτω κατευθύνσεις:
1.    Διευκόλυνση της ουσιαστικής εφαρμογής μέτρων απεξάρτησης (σωματικής και ψυχολογικής), αντί του εγκλεισμού στις κοινές συνθήκες της φυλακής.
2.    Αυστηρή καταστολή των βαρύτερων και οργανωμένων μορφών διακίνησης, αλλά με προσεκτικό διαχωρισμό τους από τις ελαφρύτερες περιπτώσεις.
3.    Διάκριση και διαβάθμιση των σχετικών εγκλημάτων, ώστε να αποφεύγονται οι δυσανάλογα βαριές ή ευνοϊκές μεταχειρίσεις.
4.    Συστηματοποίηση των οργάνων σχεδιασμού, συντονισμού και υλοποίησης της πολιτικής κατά των ναρκωτικών, όπως  είναι η Διϋπουργική Επιτροπή, ο Εθνικός Συντονιστής για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών και η Εθνική Επιτροπή Σχεδιασμού και Συντονισμού, καθώς και το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο.

Γενικά το σχέδιο νόμου είναι σύμφωνο τόσο με τα (παγκόσμια και ευρωπαϊκά) ερευνητικά δεδομένα των επιστημών υγείας και των κοινωνικών επιστημών για τη χρήση ουσιών και τη μεταχείριση των εξαρτημένων, όσο και με τις ευρωπαϊκές πολιτικές πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου. Είναι δε απολύτως εναρμονισμένο και με την έκθεση του Ιουνίου 2011 της Παγκόσμιας Επιτροπής για την Πολιτική κατά των ναρκωτικών, που περιλαμβάνει προσωπικότητες όπως τον πρώην Γενικό Γραμματέα του Ο.Η.Ε. Κόφι Ανάν, στην οποία συμμετέχει και ο Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου και η οποία διαπιστώνει την αποτυχία του μοντέλου που ως τώρα έχει εφαρμοστεί από τα περισσότερα κράτη του κόσμου και προτρέπει στην υιοθέτηση μεταρρυθμιστικών μέτρων αποστιγματοποίησης και απεγκληματοποίησης της συμπεριφοράς των εξαρτημένων χρηστών. Αποτυπώνει δε τα στοιχεία της κοινωνικής απαξίας για την παράνομη διακίνηση, μέσα από την πραγματική και συμβολική λειτουργία των αυστηρών ποινών.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

I.    Η διακίνηση ναρκωτικών ως βασικό έγκλημα
Τυποποιείται ως βασικό έγκλημα η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, χαρακτηρίζεται κακούργημα και τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, ή με κάθειρξη 5-20 ετών και, σωρευτικά, με χρηματική ποινή. Διατηρούνται, με βελτιώσεις, οι ήδη προβλεπόμενες παρεπόμενες ποινές και μέτρα ασφαλείας (απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος, δήμευση, απαγόρευση διαμονής).
Στο βασικό έγκλημα της διακίνησης, τυποποιούνται μορφές του εγκλήματος που συνδέονται με διαφορετική ποινική μεταχείριση με τον χαρακτηρισμό προνομιούχες, διακεκριμένες και ιδιαίτερα διακεκριμένες  περιπτώσεις. Κατά την τυποποίηση των παραλλαγών λήφθηκε κατά το δυνατόν υπόψη και ακολουθήθηκε η ορολογία της ισχύουσας νομοθεσίας, ώστε να διευκολύνεται ο εφαρμοστής του δικαίου και να ελαχιστοποιούνται οι κραδασμοί από την νομοθετική μεταβολή. Αναφορικά με τις περιπτώσεις που εντάχθηκαν στις παραλλαγές, προνομιούχες και διακεκριμένες, ελήφθησαν υπόψη και τα όσα συνιστώνται στην απόφαση – πλαίσιο 2004/757 ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

II.    Η αποποινικοποίηση της χρήσης
Σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς επέρχεται με το νέο νόμο στο ζήτημα της αντιμετώπισης του χρήστη ναρκωτικών ουσιών.

Μέχρι σήμερα η χρήση ναρκωτικών ήταν κατ’ αρχήν αξιόποινη πράξη και ο χρήστης τιμωρούνταν με πλημμεληματικού χαρακτήρα ποινή (φυλάκιση μέχρις ενός έτους), εκτός εάν ήταν συμπτωματικός χρήστης και οι περιστάσεις, κάτω από τις οποίες έγινε η χρήση σε συνδυασμό με την προσωπικότητα του δράστη δικαιολογούσαν την πρόβλεψη ότι δεν είναι πιθανό να επαναληφθεί η πράξη στο μέλλον. Σ’ αυτή την περίπτωση μπορούσε το δικαστήριο να κρίνει την πράξη ατιμώρητη.

Με το νέο σχέδιο νόμου η προμήθεια και η κατοχή ναρκωτικών ουσιών σε αριθμό ή έκταση που δικαιολογούνται μόνον για την αποκλειστική χρήση του χρήστη, δεν τιμωρείται. Τιμωρείται όμως με κράτηση μέχρι τρεις (3) μήνες και πρόστιμο μέχρι χίλια (1000) ευρώ, όποιος καλλιεργεί φυτά κάνναβης σε αριθμό που δικαιολογείται μόνον για ατομική του χρήση και έξι (6) μήνες και πρόστιμο μέχρι δύο χιλιάδες (2000) ευρώ όποιος κάνει χρήση σε δημόσιο χώρο.

Η αποποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, που προβλέπει το νομοσχέδιο, υπαγορεύθηκε από την σκέψη ότι η χρήση ναρκωτικών αποτελεί πράξη αυτοπροσβολής του εννόμου αγαθού από τον φορέα του. Κρίθηκε ότι για λόγους συνέπειας θα έπρεπε η πράξη αυτή να αντιμετωπισθεί από τον νομοθέτη και στο νόμο για τα ναρκωτικά με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζει η νομοθεσία μας άλλες αυτοπροσβολές. Υπό το πρίσμα αυτής της θεώρησης είναι λογικό να μένουν επίσης ατιμώρητες και όλες οι υποστηρικτικές της χρήσης πράξεις, δηλ. η προμήθεια και η κατοχή, που προορίζονται για αποκλειστικά προσωπική χρήση του δράστη. Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο της κατάχρησης της επιεικούς αυτής συμπεριφοράς προβλέπεται ότι η σχετική ατιμωρησία δεν αφορά την δημόσια χρήση των ναρκωτικών καθώς και την ελάχιστη καλλιέργεια ινδικής κάνναβης και ότι αυτές οι πράξεις δικαιολογούν μία ελαφρά τιμώρηση. Η ελαφρά αυτή τιμώρηση θα διευκολύνει την ελεγκτική δραστηριότητα των αρχών για την διερεύνηση σοβαρότερων εγκλημάτων. Επίσης ενέχει ένα συμβολικό χαρακτήρα ότι αυτές οι συμπεριφορές προσδιορίζουν μια στάση ζωής που η πολιτεία δεν επιδοκιμάζει.

III.    Προνομιούχες μορφές πλημμεληματικού χαρακτήρα – Ηπιότερη μεταχείριση του δράστη για διακίνηση μικροποσότητας
Ως προνομιούχες παραλλαγές πλημμεληματικής βαρύτητας τυποποιούνται οι πράξεις διακίνησης μικροποσότητας ναρκωτικών, η προμήθευση οικείου και το «κέρασμα». Λόγοι της ηπιότερης αυτής μεταχείρισης είναι αντίστοιχα, η ιδιαίτερα μικρή απαξία – επικινδυνότητα της συμπεριφοράς, σε συνδυασμό με την πιεστική ανάγκη εξασφάλισης της καθημερινής δόσης του δράστη, η έλλειψη σκοπού κέρδους και η ψυχολογική πίεση που ασκείται στο δράστη από τον οικείο ή τον άλλο χρήστη. Προσδιορίζονται επίσης και τα κριτήρια παραδοχής του ότι η διάθεση γίνεται για αποκλειστική χρήση από τον τρίτο, το είδος, η καθαρότητα και ποσότητα της ουσίας σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες ανάγκες του χρήστη, όπως αυτές προκύπτουν από τον χρόνο που κάνει χρήση, την συχνότητα και την ημερήσια δόση του.

IV.    Διακεκριμένες μορφές – Αυξημένες ποινές για πράξεις που τελούνται από συγκεκριμένα πρόσωπα ή σε συγκεκριμένους χώρους ή σε βάρος ανηλίκων.

Στις διακεκριμένες παραλλαγές απειλείται κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών (10 – 20 έτη) και σωρευτικά χρηματική ποινή από 50.000 μέχρι 500.000 ευρώ. Εντάσσονται οι περιπτώσεις που τελούνται από συγκεκριμένα πρόσωπα ή συγκεκριμένους ευαίσθητους χώρους όπως η τέλεση διακίνησης από υπάλληλο που νόμιμα ασχολείται με τα ναρκωτικά, για διευκόλυνση ή απόκρυψη άλλων κακουργημάτων, σε ευαίσθητους χώρους (στρατόπεδα, καταστήματα κράτησης, σχολεία κ.λπ.). Επίσης περιπτώσεις όπου ο δράστης έχει σκοπό να προκαλέσει τη χρήση ναρκωτικών από ανήλικο ή να μεταχειρισθεί ανήλικο για την τέλεση του εγκλήματος ή όπου ο δράστης αναμιγνύει ναρκωτικά με τρόφιμα κ.λπ. ή είναι φαρμακοποιός και χορηγεί εν γνώσει του ναρκωτικά παράνομα ή γιατρός που εκδίδει, χωρίς ιατρική ένδειξη, συνταγή για ναρκωτικά ή ουσίες για να παρασκευαστούν ναρκωτικά. Οι λόγοι της αυξημένης απαξίας των εν λόγω πράξεων εντοπίζονται είτε στην ιδιαίτερη ευθύνη του δράστη (υπάλληλος, γιατρός κ.λπ.), είτε στην αυξημένη επικινδυνότητα της πράξης του και ειδικότερα αναφορικά με τον τόπο διακίνησης (π.χ. σχολεία), τον σκοπό της (π.χ. διευκόλυνση άλλου κακουργήματος) ή τον επικίνδυνα συγκαλυμμένο τρόπο της (ανάμιξη με τρόφιμα). Επίσης στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι περιπτώσεις διακίνησης στο πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος και οι υπότροποι δράστες. Τα διακεκριμένα αυτά κακουργήματα δεν απαιτούν οποιαδήποτε κρίση αναφορικά με την ποσότητα και συνεπώς υπάγονται ρητά και οι περιπτώσεις μικροποσότητας κ.λπ., που θα μπορούσαν να υπαχθούν στις προνομιούχες παραλλαγές, οι οποίες, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις, τιμωρούνται ως διακεκριμένα κακουργήματα.
V.    Ιδιαίτερα διακεκριμένες μορφές – Αυστηρότερο πλαίσιο για τους «μεγαλεμπόρους» ναρκωτικών

Τέλος, οι ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις διακίνησης τιμωρούνται με την εσχάτη των ποινών (ισόβια κάθειρξη) ή με πρόσκαιρη κάθειρξη 10-20 ετών και χρηματική ποινή που μπορεί να φτάσει τις 600.000 ευρώ. Η διαφοροποίηση από την ισχύουσα ρύθμιση ως προς το ύψος της ποινής έγκειται στην παροχή στον δικαστή της ευχέρειας να αποφύγει, κατά την επιμέτρηση, την εσχάτη των ποινών και να δύναται σε περιπτώσεις ελάσσονος απαξίας ή σε δράστες όχι ιδιαίτερα επικίνδυνους να επιβάλλει κάθειρξη από 10 μέχρι 20 έτη. Η απειλή τέτοιας ποινικής κύρωσης (ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών) είναι συνήθης και στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα. Πάντως η μόνο κατά το minimum ηπιότερη ποινική κύρωση αντισταθμίζεται απόλυτα και από την ρητή απαγόρευση ηπιότερης αντιμετώπισης του εξαρτημένου δράστη αυτών των ιδιαίτερα διακεκριμένων εγκλημάτων, ο οποίος πλέον δεν θα έχει μειωμένο πλαίσιο ποινής, αλλά πλήρη ποινή.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η περίπτωση της κατ’ επάγγελμα μεγαλοδιακίνησης ή χρηματοδότησηςμεγαλοδιακίνησης ναρκωτικών. Η επικινδυνότητα του δράστη θα πρέπει να προκύπτει, πέραν της κατ’ επάγγελμα τέλεσης, σωρευτικά και από την μεγάλη ποσότητα των διακινούμενων ναρκωτικών, η οποία προσδιορίζεται, για λόγους αντικειμενικότητας και ομοιόμορφης εφαρμογής του νόμου, από το ύψος του οικονομικού οφέλους (50.000 ευρώ).  Έτσι αποφεύγεται η χρήση αόριστων εννοιών όπως λ.χ. ο όρος «ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα», που ενέχουν κινδύνους διαφορετικού προσδιορισμού της μεγάλης ποσότητας από διάφορα δικαστήρια. Αντίθετα, αν η κατ’ επάγγελμα τέλεση μπορούσε από μόνη της να επισύρει την ισόβια κάθειρξη, χωρίς να απαιτείται σωρευτικά και η μεγάλη ποσότητα, θα υπήρχε ο κίνδυνος καταδίκης σε ισόβια κάθειρξη μικροδιακινητών που δρουν κατ’ επάγγελμα, δηλαδή σε ποινή δυσανάλογη και υπερβολική με την απαξία της πράξης τους.

VI.    Τρόποι διάγνωσης της εξάρτησης: πολλαπλότητα των αποδεικτικών μέσων 

Βασικό αποδεικτικό στοιχείο για την κατάφαση ή μη της εξάρτησης του κατηγορουμένου κατά την ισχύουσα νομοθεσία (άρθρο 30 ν. 3459/2006) αποτέλεσε η έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Ωστόσο η αμιγώς ιατρική διάγνωση της εξάρτησης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στην πράξη δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθούν τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία (π.χ. λόγω αδυναμίας κλινικού ελέγχου επί 5νθήμερο με την εισαγωγή του κατηγορουμένου σε νοσηλευτικό ίδρυμα, η οποία αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την ορθή χρήση των εννέα κριτηρίων που προβλέπει η υπ’ αριθμ. Α2 Β/3892/1987 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και λόγω εγγενών υλικοτεχνικών ελλείψεων), έχουν δημιουργήσει μέχρι σήμερα αρκετές αποδεικτικές δυσχέρειες και φυσικά τεράστιας έκτασης διαφθορά, αφού είναι το αποτέλεσμα συναλλαγής των εγκληματιών με γιατρούς και πραγματογνώμονες. Βάσιμα λοιπόν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ανυπαρξία ουσιαστικών στοιχείων που σχετίζονται με τη νόμιμη διαδικασία διενέργειάς της προσδίδουν σήμερα στην ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη τον χαρακτήρα ενός ατελούς -και πολλές φορές- άκυρου αποδεικτικού μέσου. Ας σημειωθεί επίσης ότι η πρόβλεψη για άμεση λήψη δειγμάτων σωματικών υγρών (ούρων και αίματος) και τυχόν άλλου βιολογικού υλικού του κατηγορουμένου για διενέργεια τοξικολογικής ανάλυσης και εργαστηριακού ελέγχου, είναι πρόσφορη μόνο για την διαπίστωση της πρόσφατης χρήσης και όχι για την διαπίστωση της εξάρτησης του κατηγορουμένου.

Η διάγνωση της εξάρτησης του κατηγορουμένου, ως στοιχείο που οδηγεί σε μείωση της ευθύνης του, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την ποινική μεταχείρισή του και ως εκ τούτου συστατικό στοιχείο της «δίκαιης δίκης» που προβλέπεται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συνεπώς στο πλαίσιο αυτό βασική προϋπόθεση και απόλυτη συνθήκη αποτελεί η χρήση κάθε αποδεικτικού μέσου που συνηγορεί για την εξάρτησή του. Ως εκ τούτου η ισότιμη (μαζί με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης) ύπαρξη και άλλων αποδεικτικών μέσων για την διάγνωση της εξάρτησης του κατηγορουμένου  είναι επιβεβλημένη. Τέτοια αποδεικτικά μέσα συνεκτίμησης είναι τα έγγραφα που αναφέρονται είτε σε συμμετοχή και παρακολούθηση από τον κατηγορούμενο συμβουλευτικών και θεραπευτικών προγραμμάτων αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης (ΚΕΘΕΑ, ΨΝΑ, ΨΝΘ) ή χορήγησης υποκαταστάτων (ΟΚΑΝΑ), είτε σε περίθαλψη για παθήσεις συνδεόμενες με την χρήση ναρκωτικών ουσιών (όπως λ.χ. ηπατίτιδα, AIDS, πνευμονικό οίδημα ή πιστοποιήσεις υγειονομικών επιτροπών), είτε σε ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο (όπως λ.χ. πιστοποιήσεις από κοινωνικές υπηρεσίες και οργανισμούς), είτε σε ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Επίσης ως αποδεικτικό μέσο για την κατάφαση της εξάρτησης του κατηγορουμένου μπορεί να χρησιμοποιηθεί έγγραφη πιστοποίηση αναφορικά με την εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων σωματική αποτοξίνωση και παρακολούθηση ειδικού συμβουλευτικού προγράμματος ψυχολογικής απεξάρτησης.
Παράλληλα σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας παρέχεται η δυνατότητα να διαταχθεί ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη, είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να καθοριστεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης και το είδος (σωματική ή ψυχική) και η βαρύτητα αυτής (χρόνος, εξαρτησιογόνα ουσία, απαιτούμενη ημερήσια δόση).

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι προβλέπεται τεκμήριο για την εξάρτηση του κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα, η βεβαίωση ολοκλήρωσης εγκεκριμένου κατά νόμο θεραπευτικού προγράμματος απεξάρτησης, οδηγεί υποχρεωτικά στην κρίση ότι κατά την εισαγωγή του κατηγορουμένου για θεραπεία, αυτός είχε αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών.

Με βάση τον ισχύοντα Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3811/2010, προκύπτει πλέον σαφώς ότι το στοιχείο της εξάρτησης του κατηγορουμένου αποτελεί κατ’ ουσίαν λόγο άρσης ή μείωσης του καταλογισμού του δράστη, που πρέπει να οδηγεί είτε σε απαλλαγή είτε σε μείωση ποινής. Ως εκ τούτου και το παρόν Σχέδιο ακολουθεί σε γενικές γραμμές τις ισχύουσες προβλέψεις του ν. 3459/2006, ως εξής:
– Αν πρόκειται για εξαρτημένο που τέλεσε τις βασικές πράξεις διακίνησης, αυτός τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους.
– Αν πρόκειται για εξαρτημένο που τέλεσε τις προνομιούχες μορφές διακίνησης, αυτός τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ένα (1) έτος.
– Αν πρόκειται για εξαρτημένο που τέλεσε τις διακεκριμένες – όχι όμως και τις ιδιαίτερα διακεκριμένες – μορφές διακίνησης,  αυτός τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη.

Δεδομένων των κριτηρίων που αναπτύχθηκαν παραπάνω για την διάγνωση της εξάρτησης, καθώς και των αυξημένων προϋποθέσεων για τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων διακίνησης, προκρίθηκε να μην υπάρξει ειδική πρόβλεψη για μειωμένο πλαίσιο ποινής στους εξαρτημένους που τέλεσαν τις ιδιαίτερα διακεκριμένες πράξεις διακίνησης.

VII.    Κατοχύρωση δικαιώματος στη θεραπεία. Αυτό θεωρώ ως τη βασική μεταρρυθμιστική επιλογή του νομοσχεδίου

Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου εισάγονται δύο καινοτομίες:
1. Διασφαλίζεται το δικαίωμα στη θεραπεία, δηλαδή στην απεξάρτηση, του εξαρτημένου κρατούμενου, και
2. Προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών μέτρων απεξάρτησης από το δικαστήριο. Είναι το ουσιαστικό στοιχείο μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής.
Η ουσιαστική μεταχείριση του εξαρτημένου δράστη θα πρέπει να έχει ως βασική αφετηρία την θεραπευτική του προσέγγιση (με την αυτονόητη συναίνεσή του), ενώ η συνεπής παρακολούθηση και ολοκλήρωση θεραπευτικών προγραμμάτων απεξάρτησης, ως ουσιαστικό στοιχείο αντεγκληματικής πολιτικής για τα ναρκωτικά, θα πρέπει να μειώνει τις δυσμενείς συνέπειες μιας ποινικής καταδίκης.
Στο πλαίσιο αυτό προβλέπονται, οι περιπτώσεις θεραπευτικής προσέγγισης σε πρόσωπα που κρατούνται σε σωφρονιστικά καταστήματα και επιθυμούν να συμμετάσχουν σε εγκεκριμένο από το νόμο πρόγραμμα απεξάρτησης. Ειδικότερα:
– Εάν ο κρατούμενος δηλώσει ότι επιθυμεί να συμμετάσχει σε εγκεκριμένο από το νόμο πρόγραμμα απεξάρτησης, διατάσσεται η εισαγωγή του σε ειδικό θεραπευτικό κατάστημα ή ειδικό τμήμα καταστήματος κράτησης για απεξάρτηση και υποβάλλεται σε πρόγραμμα παρακολούθησης και σωματικής αποτοξίνωσης διάρκειας τριών εβδομάδων. Στη συνέχεια η ειδική επιτροπή που προβλέπεται από το Σχέδιο μπορεί να διατάξει την παρακολούθηση ειδικού συμβουλευτικού προγράμματος ψυχολογικής απεξάρτησης. Τα παραπάνω έχουν εφαρμογή σε καταδικασθέντες για πράξεις του νόμου περί ναρκωτικών, αλλά και σε εξαρτημένους δράστες εγκλήματος που φέρεται ότι τελέσθηκε για να διευκολυνθεί η χρήση ναρκωτικών ουσιών.

ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ

Το παρόν Σχέδιο Νόμου επιχειρεί επίσης να συστηματοποιήσει τις ρυθμίσεις που αφορούν τα όργανα σχεδιασμού, συντονισμού και υλοποίησης της πολιτικής κατά των ναρκωτικών. Ειδικότερα:
– Τυποποιείται ως κορυφαίο συλλογικό όργανο η Διϋπουργική Επιτροπή για το Εθνικό Σχέδιο Δράσης κατά των ναρκωτικών, στην οποία προεδρεύει ο Πρωθυπουργός και μετέχουν ως μέλη οι καθ’ ύλην αρμόδιοι Υπουργοί και ο Πρόεδρος της αρμόδιας κοινοβουλευτικής Επιτροπής της Βουλής. Έργο της αποτελεί η έγκριση και στη συνέχεια ο συντονισμός των υπηρεσιών εφαρμογής του Εθνικού Σχεδίου Δράσης,
– Τυποποιείται νομοθετικά ένα μονοπρόσωπο όργανο ήδη γνωστό, ο Εθνικός Συντονιστής για την Αντιμετώπιση των Ναρκωτικών, ο οποίος  ορίζεται από τον Πρωθυπουργό με θητεία πέντε ετών. Κύρια καθήκοντα του Εθνικού Συντονιστή για τα Ναρκωτικά αποτελούν η προεδρία της Εθνικής Επιτροπής Σχεδιασμού και Συντονισμού για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών και η εκπροσώπηση της χώρας σε διεθνή όργανα με σχετικές αρμοδιότητες. καθώς επίσης και η ανάθεση της αξιολόγησής του σε ειδικό φορέα.
– Προβλέπεται η  Εθνική Επιτροπή Σχεδιασμού και Συντονισμού για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών η οποία συγκροτείται από εκπροσώπους των αρμόδιων υπουργείων και των φορέων ΟΚΑΝΑ, ΚΕΘΕΑ, ΨΝΑ, ΨΝΘ και ΕΚΤΕΠΝ. Έργο της είναι η εκπόνηση του Εθνικού Σχεδίου Δράσης κατά των ναρκωτικών, η ανάπτυξη διεθνών συνεργασιών και ο συντονισμός δράσεων και προγραμμάτων των αρμόδιων Υπουργείων κατά την εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Δράσης. Στο έργο της αυτό υποβοηθείται από δωδεκαμελές Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, συγκροτούμενο από ειδικούς επιστήμονες που υποδεικνύονται από τα ανωτέρω αντίστοιχα Υπουργεία και φορείς.
– Προβλέπεται ρητά ποιοι είναι οι εγκεκριμένοι για την υλοποίηση των μέτρων και προγραμμάτων απεξάρτησης οργανισμοί ή φορείς (ΟΚΑΝΑ, ΚΕΘΕΑ, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθηνών και Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης), ώστε να αρθούν οποιεσδήποτε αμφισβητήσεις που εγείρονται κατά την εφαρμογή της ποινικής δικαιοσύνης και την επιβολή σχετικών μέτρων.
– Διατηρούνται κατά βάση οι ισχύουσες για τον ΟΚΑΝΑ διατάξεις, η δράση του οποίου εναρμονίζεται με την εθνική πολιτική και το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Ναρκωτικά.
– Διατηρούνται επίσης οι ισχύουσες για το ΚΕΘΕΑ ρυθμίσεις.

Συνολικά, οι μεταρρυθμίσεις του σχεδίου νόμου κρίνονται επαρκέστατες, ανταποκρινόμενες τόσο στα διδάγματα της σύγχρονης ιατρικής και της ψυχιατρικής όσο και στις κρατούσες πλέον αντιλήψεις στον ευρωπαϊκό –και όχι μόνο- χώρο. Είναι ένα νομοθέτημα, απολύτως ισορροπημένο ανάμεσα στην ανάγκη ειδικής μεταχείρισης των χρηστών αλλά και αυστηρού κολασμού των πράξεων εκείνων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, οι οποίες πράγματι συνιστούν διαρκή και βαριά απειλή για την έννομη τάξη και την κοινωνική ειρήνη.