Περίπατοι

Χρόνος ανάγνωσης 3 ΄

peripatoiΓράφει η Φωτεινή Κελεπούρη *

Πήρε την Ακροθαλασσιά…

Το κύμα πηγαινοερχόταν στον αέναο καημό του, τραβώντας μέσα του τα χαλίκια της ακτής. Στρογγύλευε με επιμέλεια το κακό της Στεριάς. Ύστερα απλωνόταν σε ακανόνιστες δαντέλες πάνω στην αμμουδιά μ’ έναν γλυκό υπόκωφο ήχο σαν γουργουρητό.

 -Να πιάσει κουβέντα μαζί του;

 -Τι θα μπορούσε το κύμα να καταλάβει;
-Τι θα μπορούσε να της πει;

Μάζεψε μερικές άσπρες κροκάλες κι άρχισε μια πέτρινη «ΧΑΡΑ». Το «Χι» τη δυσκόλεψε λίγο. Δεν έβρισκε βότσαλα λευκά σε τέτοιο μέγεθος για ένα καλλίγραμμο «Χ». Αφού δεν της έφταναν οι πέτρες αποφάσισε να κάνει την «Χαρά» δίχρωμη. Μια πέτρα γκρι, μια άσπρη. Καλύτερα έτσι σκέφτηκε. Η χαρά δίνεται σε δόσεις, πότε την έχεις, πότε όχι.

-Καλύτερα να τη γράψω με γκρι πέτρες, είπε μετά.

-Όχι! Όχι! Με μαύρες, κατέληξε. Κι έφτιαξε μια Πέτρινη Μαύρη Χαρά.

Ένα κάτοπτρο γύρισε ‘κείνη τη στιγμή εντός της και όλη η ακροθαλασσιά πήρε απότομη κλίση. Βρέθηκε μετέωρη στο κενό. Έκλεισε τα μάτια και γονάτισε. Το κύμα σκέπασε τα γόνατά της μ’ έναν λεπτό αφρό γύρω τους. Δεν πρόλαβε να το αγγίξει. Όπως ήλθε, έτσι χάθηκε μέσα στους πόρους της άμμου. Ένας άλλος αντικατοπτρισμός – ασθένεια των μοναχικών – την επανέφερε στην θέση της. Είδε τα σύννεφα πάλι μακριά της ψηλά στον ουρανό, το κύμα μπροστά της στην ίδια πάλι θαλάσσια ανάσα και χαμογέλασε ασφαλής. «Άμα δεν φοβάσαι, δεν χρειάζεσαι την χαρά» είπε μέσα της. «Κι όταν δεν χρειάζεσαι την χαρά, δεν κινδυνεύεις κι από την λύπη. Μάλλον είναι και οι δυο θυγατέρες του Φόβου» είπε, κι άρχισε να πετάει ένα-ένα τα βότσαλα στη θάλασσα με βία: 

‘X’, ‘Α’, ‘Ρ’, ‘Α’… Κύκλοι στο νερό που τους διέλυε το κύμα. Τώρα και πάντα.

Κοίταξε το καμπύλο τόξο του κόλπου και θαύμασε. Της ήλθε να σηκωθεί να τρέξει προς τα κει. Να γίνει ο στόχος του. «Αλλά» σκέφτηκε, «πλησιάζοντας θα χάσω τούτη την ομορφιά. Μερικά πράγματα χρειάζονται απόσταση. Ό,τι όμως δεν είναι αισθητό στα μάτια χρειάζεται προσέγγιση. Όσο πιο βαθιά καταλαμβάνεις το χώρο του, όσο πιο πολύ το αγγίζεις, τόσο αποκαλύπτεται, τόσο θαυμάζεις.

«Δεν είναι μικρή η Τέχνη Των Αποστάσεων» είπε κι άρχισε να πλάθει με τις χούφτες της μπάλες από άμμο. Τις αράδιαζε προσεχτικά τη μια δίπλα στην άλλη. Το κύμα συνέχιζε πιο δυνατό να φτιάχνει κύκλους με αφρό γύρω της, διαλύοντας ότι εκείνη έφτιαχνε.

-Μήπως διαβάζεις τις σκέψεις μου; Το ρώτησε.

Σηκώθηκε. Το σχεδιάγραμμα των ποδιών της, ένα καλούπι από άμμο, φανερώθηκε πάνω στην χρυσή επιφάνεια. Πήδηξε πάνω του για να μην το χαλάσει. Το κύμα το εξαφάνισε την ίδια στιγμή. Κοίταξε την υπέροχη αψεγάδιαστη αμμουδιά. Την προκαλούσε σε άλλο παιχνίδι. Σ’ ένα παιχνίδι Γραφής, μα δεν την άγγιξε.

«Η Γραφή είναι τέκνο της ανάγκης» ψιθύρισε, «μα η Γλώσσα του κύματος ανάσα θεϊκή»… «όπως και του Ανέμου», της θύμισε ένας γλάρος που τρεμόπαιζε στους αφρούς των κυμάτων.

Ένα ζευγάρι περνούσε ‘κείνη τη στιγμή δίπλα της. Περπατούσαν, εκείνος έσκυψε σαν την είδε, από ντροπή. Το κορίτσι δίπλα του πηδούσε ξένοιαστα πάνω απ’ τις δαντέλες του κύματος, χωρίς να νοιώσει τίποτα από την μαχαιριά του βλέμματος. Της έδωσε το χέρι του σαν πήγε να πέσει. Στηρίχτηκε πάνω του.

Ο ήλιος έδυε ακριβώς στο κέντρο της καρδιάς. Τα λευκό φως γινόταν χρυσό, μετά ρόδινο, κόκκινο βαθύ. Βάδιζαν, τα σώματά τους φαίνονταν τώρα σαν δυο μαύρες σκιές πιασμένες από το χέρι.

«Η Τέχνη Των Αποστάσεων» είπε, καθώς τους κοιτούσε και γονάτισε. Στην ανάγκη της να πιαστεί από κάπου, έβαλε την μια παλάμη μέσα στην άλλη και πιάστηκε από πάνω της. Έγινε τότε μισή ‘στεριά’ μισή ‘θάλασσα’. Στο σημείο που έσκαγε το κύμα εντός της, ένα ελαφρύ αεράκι, η ανάσα της, ξεφύλλιζε το βιβλίο. Κάθε κύμα και μια σελίδα. Μέχρι που σβήστηκαν όλες. Η τελευταία είχε γραμμένο το όνομα του. Γύρισε να τον δει για τελευταία φορά. Στο κέντρο του καμπύλου τόξου του κόλπου δέσποζαν τώρα δυο αγκαλιασμένες σκιές. Την ομορφιά του διέσχιζε η οδύνη.

____________________________________________________________________________________

* Η Φωτεινή Κελεπούρη γεννήθηκε στο χωριό Αγ. Νικόλαος της Μεσσηνιακής Μάνης όπου και έμεινε μέχρι να τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Σήμερα ζει ανάμεσα στην Καλαμάτα, τις Κιτριές και φυσικά στον Αγ. Νικόλαο, αυτό το «φυσικό μουσείο ομορφιάς», όπως το αποκαλεί. Το παιχνίδι των λέξεων που την μάγευε από παιδί εξακολουθεί να την μαγεύει, όπως και οι κάθε λογής «ΟΥΤΟΠΙΕΣ». Η γραφή είναι γι” αυτήν το απολαυστικό παιχνίδι στο οποίο, ενώ κάποιος είναι καταδικασμένος πάντα να χάνει, δεν μπορεί και να παραιτηθεί: Η πρόκληση του Ανείπωτου… Η λέξη – κλειδί που βρήκε παίζοντάς το, είναι η «Αγάπη».