Οίκος ευγηρίας «Η ευτυχισμένη δύσις»

Χρόνος ανάγνωσης 3 ΄

oikos eugiriasΓράφει η Αναστασία Νταλταγιάννη *

Τσάι ευρωπαϊκό χωρίς ζάχαρη, με φρυγανιά. Ωραίο βραδινό… Πάλι τα ίδια. Κάθε μέρα τα ίδια. Φθηνή πορσελάνη, λεκιασμένη χαρτοπετσέτα, ραγισμένος δίσκος. Ριγμένα μπροστά σου σαν ξεροκόμματα. Κι άμα θες. Ό,τι πληρώνεις, παίρνεις.

Είναι στιγμές που το παρελθόν ξεθαμπώνει. Ξέρω κάθε πότε συμβαίνει αυτό. Μεταξύ δύο και τρεις. Ανάμεσα στα χάπια. Όταν ξεθυμαίνει το ένα κι έρχονται να σου δώσουν το άλλο. Αν αργήσουν λιγάκι, προλαβαίνεις κάτι να θυμηθείς. Μετά πέφτει πάλι η κουρτίνα.

Η κούνια του μωρού με το γαλάζιο φιόγκο. Τον κέντησες μόνη σου. Κι εσύ, με το μακρύ νυχτικό και ξέπλεκα τα μαλλιά, από πάνω. Ανασαίνει. Ευτυχώς. Ο προκομμένος δίπλα ροχαλίζει. Καρφί δεν του καίγεται. Πάνω στο τραπέζι η τράπουλα μισάνοιχτη. Τον μάδησαν πάλι. Θέλεις γιατρό, θέλεις φάρμακα. Να πληρώσεις. Με τι; Ξυπνάει μόνος του απ’ το ροχαλητό.

-Τι ώρα είναι;

-Αργά.

-Σε θέλω.

-Μετά.

-Όχι μετά. Τώρα!

Εδώ μέσα ο χρόνος δεν περπατάει. Εδώ μέσα μπουσουλάει στα τέσσερα. Εδώ ο ύπνος δε ζυγώνει. Εδώ κάνει παιχνίδι το όνειρο. Κι η παράνοια  ¨τα φυλάει¨.

Στα τρία χρόνια η βέρα πεταμένη στο πάτωμα. Και πολύ κράτησε. Πασπατεύεις το μάγουλό σου. Είναι μπλαβί. Πώς θα βγεις έτσι έξω; Θα δούνε όλοι τα χάλια σου. Στον καλόγερο κρέμονται τρία μαντήλια. Πιάσε το πιο χαρούμενο και φόρα το. Τέλεια! Θα πηγαίνει ασορτί το έξω με το μέσα σου.

Πάνω στο κομοδίνο καμαρώνουν επιδεικτικά από χθες τέσσερα oλοστρόγγυλα ροδάκινα. Λαμπερό δέρμα. Γερή φλούδα. Ξεχειλίζουν υγεία. ¨Παραβγαίνουμε;¨ τους είπα το απόγευμα. Μου έριξαν μια πλάγια ματιά, με περιφρόνηση.

Τα χέρια σου τρύπησαν απ’ τη σκάφη. Κάθε μέρα λαχανίδες. Και μπομπότα ξερή. Πέντε χρόνια στον καταυλισμό. Κάτω από μια σκηνή. Να κοιτάς τον ουρανό θυμωμένον και να σε πιάνει τρεμούλα. Πόσες φορές δεν την πήρε ο βοριάς… Πόσες φορές δε μούσκεψαν τα στρωσίδια των παιδιών… Σφίγγεις τα χείλη. Και το μυαλό. Να πάψει να κάνει σχέδια. Τι σχέδια, κυρά μου; Τι όνειρα; Αν δεν το ξέρεις, μάθε το. Αυτό πα’ να πει πρόσφυγας: Πείνα, ψείρα, ξυπολησιά. Πάρ’ το χαμπάρι.

Δύο και μισή. Είναι ιδανικός εραστής ο ύπνος, όταν αποφασίζει να σου χτυπήσει την πόρτα. Άργησε πάλι απόψε. Ποιος ξέρει πού γυρνάει πάλι…

Έμεινες μόνη. Διάλεξες να ‘σαι μόνη. Δε σου ’κανε ο φούρναρης για άντρας. Θα χορταίνατε ψωμάκι, τουλάχιστον. Και θα σου κουβάλαγε και τυρόπιτες. Μάλιστα. Με το κριτσανιστό το φύλλο. Αχνιστές. Και μπουγάτσες, πασπαλισμένες με ζάχαρη και κανέλλα. Τραγανές, τραγανές. Κάτσε τώρα με την τρύπια την παντόφλα και με τη σόλα που χάσκει με ορθάνοιχτο στόμα. Είναι καλή η στρωματσάδα. Ισιώνει η πλάτη. Κι η κουρελού ακόμα καλύτερη. Τα καινούρια χαλιά είναι ανθυγιεινά. Και φάε περηφάνια.

Στο διπλανό δωμάτιο έφεραν μια καινούρια απόψε. Την έδιωξε ο γιος της. ¨Δε χωράς, μάνα στο καινούριο το σπίτι. Κάτσε εδώ. Θα βρεις παρέες, θα βρεις¨. Η καινούρια αρχίζει ξαφνικά να κλαίει και να φωνάζει. Ο ύπνος αλαφιάστηκε∙ το ‘βαλε στα πόδια. Οι νοσοκόμες την πλησιάζουν σα νυφίτσες, με τη σύριγγα στο χέρι.

Έχουμε συστηθεί με την κυρία σύριγγα. Kαλή κυρία, ευγενική. Εντάξει, λιγάκι αδιάκριτη. Κι απότομη στους τρόπους. Δεν την παρεξηγώ. Έχουμε γίνει φίλες. Τα λέμε κάπου κάπου.

Στο σπίτι είχαμε βρει κάποτε νυφίτσα. Έπνιξε σε μια βραδιά όλες τις κότες. ¨Κακοσημαδιά¨. Το ‘πε τότε η κουτσή η γειτόνισσα, κουνώντας το κεφάλι. Κι εσύ θύμωσες που κακομελετούσε. Της έκοψες την καλημέρα. Στο χρόνο απάνω έχασες το παιδί. Κι έκοψες και την καληνύχτα. Ή μάλλον, έκοψες τη νύχτα. Ξανακοιμήθηκες από τότε;

Σαλεύεις τελικά εδώ μέσα… Ανασαίνεις τη σήψη και το μυαλό ξεκουρδίζει. Στο διάδρομο περπατάει τα βράδια ο φόβος. Μπορείς να ψηλαφήσεις τον ίσκιο του πάνω στα κρύα σεντόνια. Αν κάνεις ησυχία, θ΄ ακούσεις και την ανάσα του. Είναι καυτή. Μα σου παγώνει το μυαλό. Να μη θυμάται. Γιατί να θυμάται;

Έγινε τρεις. Ήρθε το χάπι. Ώρα για ύπνο.

****************

Τι ωραίο δωμάτιο! Τι λευκά σεντόνια! Κι αυτές οι καλές κυρίες δεν είναι άνθρωποι. Άγγελοι είναι. Ήμουν πολύ τυχερή που με δέχτηκαν. Περιποίηση Α΄Α΄. Θα το πω και σε κάτι φίλες μου. Να προλάβουν. Τέτοιες ευκαιρίες δε δίνονται κάθε μέρα. Άκου «Οίκος ευγηρίας ¨Η ευτυχισμένη δύσις¨…» Λάθος! ¨Η ανέσπερος ανατολή¨ έπρεπε να λέει. Εδώ η ευτυχία δε δύει ποτέ. Εδώ φυτρώνει μόνο η χαρά. Και τσάι ευρωπαϊκό. Και φρυγανιές. Και χαρτοπετσέτες. Α, ναι! Και ροζ χαπάκια! Τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει κανείς;                                  

(Στη μνήμη του Χάρη Σταματίου)

________________________________________________________________________________________

Η Αναστασία Νταλταγιάννη μεγάλωσε και ζει στην όμορφη Ναύπακτο. Εκεί γράφει τις ιστορίες της. Σπούδασε φιλολογία στο ΑΠΘ και εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει ασχοληθεί με τη φιλολογική επιμέλεια βιβλίων διαφόρων συγγραφέων της Δυτικής Ελλάδας. Από το 2014 είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια της «Δημιουργικής Γραφής» στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.

Στο ιστολόγιό της http://tobukino.blogspot.gr/ δημοσιεύει διηγήματά της.