-Τί είναι η ζωή μου, ρε;
Ούτε σ’ αυτό, δε μπορεί κανείς απ’ τους αυτόκλητους σωτήρες σου, να απαντήσει. Οι περισσότεροι, είτε αρκούνται σε φιλοσοφικές αοριστίες, του τύπου “ένα μεγάλο ταξίδι προς τη γνώση”, είτε σε ρομαντικές αρλούμπες, όπως “η αναζήτηση του άλλου σου μισού”, είτε ακόμα στην δήθεν ευλαβική τους προσήλωση στην θρησκευτική τους ιδεοληψία, πετώντας σου ξερά, ένα “μόνο ο Θεός ξέρει”, άρα “εσένα δε σου πέφτει λόγος”. Ακόμα κι όσοι δεν σου απαντούν αμέσως, φοβούμενοι τις παγίδες του πιο απλού ερωτήματος, κερδίζουν χρόνο για να ανατρέξουν σε λεξικά κι επιστημονικά συγγράμματα. Έπειτα, επιστρέφουν δριμύτεροι και σου αραδιάζουν μακρόσυρτους και περιγραφικούς ορισμούς που μοιάζουν με αστυνομικές αναφορές, γύρω από την εμφάνιση ενός ufo σε κατοικημένη περιοχή. Πόσο με εκνευρίζει η σοβαροφανής ανοησία τους, όταν φουσκώνουν σα τα κοκκόρια απ’ την αλαζονεία κι ενώ σε κοιτούν αφ’ υψηλού, σου απαγγέλουν συλλαβιστά, λες κι είσαι ηλίθιος, την ύλη που μόλις πριν λίγο αποστήθισαν.
-Ζωή, είναι το σύνολο των ιδιοτήτων ή των φαινομένων, όπως ο μεταβολισμός, η ανάπτυξη, η αναπαραγωγή κτλ., που αποτελούν τα διακριτικά γνωρίσματα των έμβιων όντων. Το σύνολο δηλαδή, των βασικών και κοινών λειτουργιών που παρατηρούνται σε κάθε έμβιο ον, -άνθρωπο, ζώο, φυτό κτλ.- από τη γέννησή του, εώς το θάνατό του.
Συγγνώμη, ρε παιδιά, αλλά το ερώτημα ήταν σαφές. Ας το επαναλάβω.
-Τί είναι η ζωή μου, ρε;
Δε ρώτησα για την αναπαραγωγή της αυστραλιανής κουκουβάγιας, ούτε θέλησα να μάθω τις κοινές, βιολογικές λειτουργίες μου με το φλισκούνι. Δεν με ικανοποιεί καν, μια απάντησή σας που θα καλύπτει με τις ίδιες λέξεις, όλους όσους ανήκουμε στο ίδιο είδος. Για τη δική μου ζωή, μιλάμε. Αν δεν έχετε κάτι να αρθρώσετε, τότε σταματήστε να μου δίνετε συμβουλές και να με κατατρέχετε σα να με γνωρίζετε. Έχει γεμίσει ο ίσκιος μου με νουθεσίες. Δεν ξέρει πια, αν είναι δικός μου! Έχετε κάτι πιο απλό; Πιο άμεσο;
-Το διάστημα μεταξύ της πραγματικής γέννησής σου και του οριστικού θάνατού σου…
Μάλιστα. Μόνο η γέννηση κι ο θάνατος, μου ανήκουν τελικά; Η ζωή μου σε ποιον ανήκει; Κι εσύ τί δουλειά έχεις στο δικό μου χρονικό διάστημα; Ποιος σε κάλεσε; Μπορείς να με αφήσεις λίγο μόνο μου, επιτέλους;
-Μα, τί έπαθες; Γιατί ξαναγυρίζεις πίσω, σε όλα αυτά;
-Μη δίνεις σημασία. Σου αφηγούμαι πως ξεκίνησαν όλα και τελικά καταλήξαμε εδώ.
-Μα, θυμάμαι.
-Το ξέρω πως θυμάσαι. Μπορείς όμως να προσποιηθείς μαζί μου πως είμαστε πάλι στην αφετηρία;
-Δε καταλαβαίνω ακριβώς το λόγο, αλλά εντάξει. Μη συγχύζεσαι, όμως.
-Ωραία. Που είχαμε μείνει, λοιπόν;
-Η ζωή σου, είναι το διάστημα μεταξύ της πραγματικής γέννησής σου και του οριστικού θάνατού σου…
Α, ναι. Τουλάχιστον, ήταν καλύτερος ορισμός απ’ τους προηγούμενους. Ελλιπής, αλλά από κάπου πρέπει να ξεκινήσει κανείς. Και τα προηγούμενα χρόνια μου, τί ήταν; Έχεις απάντηση σ’ αυτό; Θες να το προσπαθήσεις;
-Αν είσαι έτοιμος, ναι.
-Είμαι όλος, αυτιά.
-Το διάστημα μεταξύ της υποτιθέμενης γέννησής σου και της λυτρωτικής αυτοχειρίας σου, ως ανδρείκελου.
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ. Το ξέρω πως κι εσύ νιώθεις το ίδιο. Ειδάλλως, δεν θα σκόπευες να πεθάνεις μαζί μου.
-Να πεθάνω, είπες;
-Μη τρομάζεις. Θα δεις…
Λοιπόν…Δεν μπορεί κάποιος να αμφιβάλλει για πολλά πράγματα, ταυτόχρονα. Η σύγχυσή του, θα ήταν τόσο μεγάλη που ποτέ δε θα έλυνε τον γρίφο του. Πρέπει να αμφισβητήσει λοιπόν, το πιο θεμελιώδες. Αυτό που διέπει, όλα τα υπόλοιπα.
Έχοντας κλείσει, μόλις πριν λίγες ώρες, τα τριαντατρία μου χρόνια και σχεδόν βέβαιος πως έχω σώας τας φρένας, αποφάσισα να αμφισβητήσω την ακριβή στιγμή της γέννησης μου, καθώς και την παγιωμένη αντίληψη του κοινωνικού μου περίγυρου πως όλο αυτό τον καιρό, ήμουν ένας ολοζώντανος άνθρωπος.
Όχι! Δεν εννοώ πως είμαι φάντασμα! Δεν πίστεψα ποτέ σε κανένα στοιχειό και ούτε σκοπεύω να καταντήσω, για όσο αναπνέω τουλάχιστον, ένα κινούμενο, άχρονο σκιάχτρο, με μεταφυσικές ανησυχίες. Θα ήταν πολύ κακόγουστο, εκ μέρους μου. Δεν πρόκειται λοιπόν, να φτάσω την υπόθεσή μου στα άκρα, με τέτοιες απερισκεψίες. Άλλωστε, πάνω μου μπορεί να διακρίνει κανείς όλα τα φαινόμενα που χαρακτηρίζουν ένα έμβιο ον. Ο μεταβολισμός μου δουλεύει ρολόι, το ύψος μου είναι μια χαρά και τα αναπαραγωγικά μου ένστικτα, με βασανίζουν, ανελλιπώς, απ’ την αρχή της εφηβείας μου, έως σήμερα. Άρα, υπάρχω! Τον περισσότερο καιρό δεν ξέρω το γιατί, αλλά υφίσταμαι. Μπορεί να επιβεβαιώσει την εικασία αυτή, η πραγματικότητα και οι παρατρεχάμενοί της. Όλοι όσοι με έχουν συναντήσει μέχρι σήμερα και αρκετοί που για τους δικούς τους, προσωπικούς λόγους, επεδίωκαν να με βλέπουν συχνότερα, με το πρόσχημα ενός “καφέ”, ενός “ποτού”, μιας “παγωμένης μπίρας” ή κάποιας άλλης, υγρής αιτίας. Είμαι κι εγώ, ένα έρμαιο της κοινωνικής πραγματικότητας και των εμπειριών που εκείνη έχει αποφασίσει πως θα στιγματίσουν την ύπαρξή μου και το κάθε μου βήμα, επάνω σε αυτή την πλανητική φλούδα που επιτρέπει σε κάθε τυχοδιωκτικό πεπρωμένο, να σουλατσάρει στο χώμα της και να χαράζει με στόμφο την “ιδιοκτησία” του, εκεί που δεν το σπέρνουν.
Για να είμαι ακριβής, ήμουν μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας και ίσως, αν όλα πάνε καλά, ξαναγίνω. Εδώ και λίγους μήνες, τα παράτησα όλα! Ίσως να με παράτησαν κι αυτά και τότε, άντε να πειστώ ακόμα κι εγώ, αυτοπροσώπως, πως υπάρχω! Εγώ αμφισβητώ την στιγμή της γέννησής μου κι οι “παρατρεχάμενοι”, νομίζουν πως πέθανα. Το λοιπόν, υπάρχω σίγουρα;
Τέλος πάντων, δεν ξέρω τί μου συμβαίνει. Ευτυχώς που είσαι κι εσύ εδώ μαζί μου, γιατί η μοναξιά, θα ‘ταν ικανή να με κάνει να μακρηγορώ, δίχως αντίλογο. Βολικό βραχυπρόθεσμα, εξοντωτικό όμως, όταν ο καιρός που περνά θα μ’ εξανάγκαζε να υποδυθώ τον συνομιλητή μου και τις γελοίες του αντιρρήσεις, στα λεγόμενά μου. Εγώ το είχα σκεφτεί αυτό όμως, και δε την πάτησα! Πρόλαβα να βγάλω τα συμπεράσματά μου, πριν τρελαθώ. Εδώ. Στη μέση του πουθενά.
Το πουθενά, είναι υποκειμενικό για τον καθένα. Για μένα, είναι μια στάση πριν τον επίγειο, προσωπικό μου παράδεισο. Τί είναι παράδεισος για μένα; Η αληθινή ύπαρξή μου…
Βρέθηκα λοιπόν, στο πουθενά. Σ’ ένα καθοριστικό σταθμό για να ξαποστάσω από τους άλλους και να εξηγηθώ, μια και καλή, μαζί μου. Πάνω απ’ όλα όμως, ετούτο το νησάκι κι αυτοί οι μήνες, ήταν ένας χωροχρόνος της επιλογής μου. Ίσως ο μοναδικός, εώς τώρα. Σ’ αυτόν τον πεισματάρη, προεξέχοντα βράχο, ξεχειμώνιασα φέτος, ανεπάγγελτος, ξοδεύοντας τις λιγοστές μου οικονομίες για να καλύψω μονάχα τις ανυπόφορες, βιολογικές μου ανάγκες. Κανείς, μεταξύ συγγενών και φίλων, δεν ξέρει που βρίσκομαι. Εξαφανίστηκα!
Ένα ωραίο πρωί, κατόπιν πολλών εβδομάδων ωρίμου σκέψεως, παραιτήθηκα από την ανιαρή δουλειά μου, ως πωλητής αποσμητικών για ουρητήρια χώρων μαζικής εστίασης κι εξαφανίστηκα για να συγγράψω την ιστορία της ζωής μου. Να καθρεπτιστούμε, εγώ κι εσύ, στο άψυχο κι αντικειμενικό χαρτί, για να δω ποιος είμαι.
Μη φανταστεί κανείς πως πρόκειται για τα πολύτομα απομνημονεύματα ενός σπουδαίου ανθρώπου. Δεν είμαι και κάτι το ιδιαίτερο. Πριν λίγους μήνες όμως, δεν ήμουν τίποτα. Η ιστορία μου, μοιάζει περισσότερο με ένα εγχειρίδιο ύπαρξης, λίγων σελίδων. Μικρό, αλλά ουσιαστικό για τον χρήστη. Δηλαδή, εμένα. Σε πολλά σημεία της, είναι γεμάτη εικασίες, καθώς η μνήμη μου -που δεν ήταν πάντα το σφουγγάρι που είναι σήμερα- αδυνατεί να αποσαφηνίσει τις ομιχλώδεις αναμνήσεις μου.
Μα πού είναι επιτέλους, αυτό το καράβι; Στέκομαι εδώ και το περιμένω, απ’ τα χαράματα. Θυμάσαι όταν ήρθαμε; Κανείς δεν μας περίμενε. Ούτε τώρα, μας ξεπροβοδίζει κάποιος. Τότε ήμασταν γεμάτοι εντάσεις, καυγάδες και διαφωνίες. Ούτε να κοιμηθώ, δε μ’ άφηνες. Έμπαινες στα όνειρά μου και μου έβαζες τις φωνές.Τώρα, καθόμαστε ήσυχοι και μελλοθάνατοι, δίχως να έχουμε να χωρίσουμε κάτι και περιμένουμε με λαχτάρα , την επιστροφή.
Τι όμορφη που είναι η άνοιξη; Δεν συμφωνείς; Είμαι πεπεισμένος πως ακόμα και συμβολικά να το δει κανείς, επιλέξαμε την κατάλληλη εποχή για να ανα…
Θες να το ξαναδιαβάσεις; Σε σένα απευθύνεται, άλλωστε. Είναι σαν μια πολύπλοκη, μαθηματική άσκηση στην αρχή του. Ένα ασταμάτητο κατεβατό δεδομένων και παραμέτρων. Μαζί τα βάλαμε σε μια σειρά και καταλήξαμε σε ένα συμπέρασμα.
Εγώ πάντως, θα στο διαβάσω. Προσωπικά, θυμάμαι την λύση του γρίφου, αλλά καμιά φορά, ξεχνώ τα τριαντατρία χρόνια διατύπωσης του ερωτήματος. Νάτο, στη τσέπη μου το έχω. Έλεγα να ασχοληθούμε μαζί του στο πλοίο, αλλά μέχρι αυτό να φανεί, δεν έχουμε κάτι καλύτερο να κάνουμε.
ΟΙ ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΧΡΟΝΟΙ ΕΝΟΣ
ΕΚΚΟΛΑΠΤΟΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Το πρώτο που κατάλαβα, σίγουρα δεν ήταν η αγκαλιά του αποστειρωμένου αέρα ενός νοσοκομείου. Η ημερομηνία της ταυτότητάς μου, είναι ένα κατά συνθήκη ψέμμα του ληξιαρχείου. Σχεδόν τα πάντα, ήταν κατά συνθήκην, έως τώρα. Ακόμα κι εγώ. Τέλος πάντων… Κανείς δεν γεννιέται στον αέρα. Ούτε κι εγώ λοιπόν. Αυτό θέλω να πω.
Γεννήθηκα ολοστρόγγυλος, σε μια υγρή, σκοτεινή μήτρα, την ώρα που πλατσούριζα μες το νερό.
Πιο πριν, υπήρξα, κατά σειρά, ως το σμίξιμο των εκκρίσεων δυο λαχανιασμένων κορμιών, ως ένα ματωμένο ζελέ και ως αυγό εσωτερικού χώρου. Ένα πρωτόγονο υλικό δηλαδή, που εξελισσόταν σαν έρμαιο προκαθορισμένων, χημικών αντιδράσεων.
Γεννήθηκα, όταν ήμουν πια ώριμος να αντιληφθώ ένα οποιοδήποτε, εξωτερικό ερέθισμα. Ίσως, αυτό να ήταν ένα χάδι στην κοιλιά της μάνας μου που απευθυνόταν σε μένα. Ίσως, το στοργικό νανούρισμα δυο φωνητικών χορδών που είχαν τις ρίζες τους, μερικές, δεκάδες εκατοστά, πάνω απ’ το μαλακό και μαλθακό τότε, κρανίο μου. Θα μπορούσε να ήταν και μια σειρήνα περιπολικού που η οξύτητα των ουρλιαχτών της, τρύπησε το τυμπανισμένο δέρμα κι έφτασε έως τ’ αυτιά μου. Δυστυχώς, για οποιονδήποτε, η γενέθλια μνήμη του ανθρώπου, είναι τόσο θολή που του είναι αδύνατον να ανακαλέσει την πρώτη του στιγμή.
Τον πρώτο χωροχρόνο, μου τον επέλεξε η Φύση κι ήταν η μοναδική διαδρομή που θα με έκανε ζωντανό. Όλοι οι έμβιοι οργανισμοί, από την μονοκύτταρη αμοιβάδα έως τα πρωτεύοντα θηλαστικά, κάνουν υποχωρήσεις σε θέματα ζωής ή θανάτου. Κάθε βήμα προς την οντότητα, έχει το δικό του τίμημα.
Μια σακκούλα με νερό κι εγώ ο τυφλός γυρίνος που κολυμπούσα μέσα της, μ’ ένα μη αεροδυμικό, στρογγυλό κεφάλι για να μη γδέρνονται οι πρώτες μου, μωρές σκέψεις και γίνονται φόβοι. Η Φύση, είναι υπερπροστατευρική και φιλόξενη με τα έμβρυα.
Ένα χημικό εργαστήρι, μέσα στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περίγραμμά μου, φρόντιζε για το μέλλον μου, ως πλάσμα του είδους μου. Θήλαζα το σκοτάδι κι εκείνο μετέτρεπε, αργά και σταθερά, την υγρή του μάζα, σε αίσθημα θαλπωρής.
Πριν ακόμα οι χημικές αντιδράσεις, καταλήξουν σ’ ένα οριστικό συμπέρασμα, όσον αφορούσε τη μορφή μου και τις αισθητηριακές μου ικανότητες, δυο χέρια με τράβηξαν από το ασφαλές μου καταφύγιο και με εναπόθεσαν, ευθυτενή και γυμνό, στον αέρα. Παρά το μεγάλο σοκ που είχα υποστεί, τελικά κατάφερα να πάρω ανάσα μοναχός μου. Δεν ήξερα τί ήταν ζωή, όμως η αυτοάμυνα των εξισώσεων που είχαν σκαρωθεί για μένα, με είχε κάνει να την επιθυμώ, πριν μάθω καν τη λέξη “γιατί”. Αυτό ήταν το πρώτο θαύμα που με αφορούσε, αλλά δεν ήταν δικό μου. Εγώ, ως ενσυνείδητο, λογικό ον, δεν είχα κάνει απολύτως τίποτα. Γενικά, μέχρι τώρα, δεν ξέρω αν έχω πράξει και πολλά με τις δικές μου δυνάμεις. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως είμαι ακόμα εγκλωβισμένος, μέσα σε μια άλλη μήτρα, πιο στεγνή και πιο φωτεινή απ’ την φυσική, λιγότερο αναγκαία όμως, βιολογικά. Για την ακρίβεια, νιώθω πως σε όλο μου τον πρότερο βίο, μπαινόβγαινα από το ένα κουκκούλι στο άλλο, δίχως ποτέ να βρεθώ μόνος, ανασφαλής κι ελεύθερος, στον αέρα. Μια αόρατη συνομωσία, πίσω απ’ την πλάτη μου, ύφαινε τους ιστούς της και με τύλιγε μέσα στην ανάλογη “κανονικότητα” που άρμοζε στην εκάστοτε ηλικία μου. Όλες οι παγίδες που στήνει μια πυραμιδικά ιεραρχημένη, αγελαία κοινωνία, είναι κατασκευασμένες έτσι ώστε να φαίνονται φυσικές, σα να μπαίνεις στην αγκαλιά της μάνας σου. Σε όλη μου τη ζωή, με εκβιάζει ένας πολύπλοκος μηχανισμός. Μια παγκόσμια μήτρα που δε γέννησε εμένα, αλλά τους χωροχρόνους που επιθυμεί να κατοικήσω εγώ και άλλοι όμοιοί μου. Κάποιοι ζουν και πεθαίνουν ασφυκτιώντας στα στεγανά της υπαγορευμένης άγνοιάς τους. Όχι όμως, εγώ!
Γεννιέσαι, αντικρίζεις το φως και μέσα σε λίγα λεπτά, εκατομμύρια καινούρια και πομπώδη σε μέγεθος, νέα ερεθίσματα, γαργαλούν κάθε σου άγουρο, αισθητήριο όργανο.Όταν τόσα πολλά πράγματα απαιτούν την προσοχή σου σε ελάχιστο χρόνο, γίνεσαι εσωστρεφής και ξανακλείνεις τα μάτια.
Κι ύστερα; Ύστερα μένεις στην αγκαλιά της κι αχόρταγος ρουφάς το γάλα που κατεβάζουν τα στήθη της. Κάθε σημείο του σώματός της, μοιάζει να έχει κατασκευαστεί για να σε φέρει στον κόσμο. Τα χέρια της, τα ζεστά της μάγουλα, το μήκος του λαιμού της που είναι φτιαγμένος στα μέτρα σου, για να κουρνιάζεις. Ακόμα κι η λαλιά κι η μυρωδιά της ανάσας της, σε κάνουν και νιώθεις την Αγάπη που δικαούσαι ως αθώο κι άπραγο βρέφος. Πιο πολύ όμως, λάτρευα να με νανουρίζει. Ο ρυθμός της, συντόνιζε τις καρδιές μας και τις έκανε να χτυπούν σαν μία.
Πρέπει να παραδεχθώ πως τους πρώτους μήνες, ήμουν, αποκλειστικά, μια μηχανή κατανάλωσης φαγητού και τρυφερότητας. Έπειτα όμως, ήρθαν τα πάνω, κάτω.
‘Έπειτα, ήρθε η σειρά των “άλλων” που δεν ξέρω αν όλοι τους μηχανορραφούσαν εις βάρος μου ή αν ήταν κι οι ίδιοι θύματα, ενός μεγαλοφυούς και συμφεροντολόγου σκηνοθέτη.
Με το που έκανα το πρώτο μου βήμα, σ’ ένα φθαρμένο, ξύλινο πάτωμα, αποδεικνύοντας στους ομοειδής μου πως άνηκα στην συνομοταξία τους, με υποδέχθηκαν με χαρές και πανηγύρια. Χαμογέλασα κι εγώ, όπως μου διηγήθηκαν εκ των υστέρων. Προφανώς, θα θεώρησα πως η γιορτή ήταν δική μου. Όμως δεν ήταν…Απλά, με καλωσόριζαν, πλέον, σαν την εκκολαπτόμενη φωτοτυπία τους.
Δεν ήμουν κι ούτε θέλησα ποτέ να γίνω συγγραφέας, γι’ αυτό και τούτη η εξομολόγηση, μοιάζει περισσότερο με πρακτικό εγχειρίδιο που δεν φιλοδοξεί να στεφανωθεί με καμιά λογοτεχνική δάφνη. Ο ειρμός των σκέψεών μου, ποτέ δεν ήταν γραμμικός. Αυτό, ίσως να οφείλεται στην υπερκινητικότητά μου και στον άνεμο που μου κλέβει την προσοχή, καθώς σφυρίζει γδέρνοντας τον βράχο του αυτοπροσδιορισμού μου.
Την παρένθεση αυτή, την άνοιξα γιατί αυτή τη στιγμή, νιώθω έτοιμος να αποδεχθώ και να καταγράψω στα κιτάπια μου, χωρίς ενοχές, το πιο μεγάλο μου μυστικό. Έως τώρα, έκανα τα στραβά μάτια, εξ’ αιτίας του τρόμου μιας κοινωνικής κατακραυγής…
Είμαι υπερκινητικός, γιατί όταν εκείνη έπαψε να με νανουρίζει και να λικνίζει, πέρα-δώθε, το σώμα μου για να κοιμηθώ, άρχισε το μαρτύριο του εφιάλτη μου που ποτέ δε μοιράστηκα με κανέναν. Η ανάγκη για ζεστασιά, στο ψυχρό, υπόγειο διαμέρισμα των πρώτων μου χρόνων, με ώθησε να νανουρίζομαι μόνος μου, δίχως να της κρατώ κακία. Πάντα την αγαπούσα, άλλωστε. Όμως η ακινησία και το ψύχος, πριν τον ύπνο, ήταν οι οιωνοί του πιο τρομακτικού ονείρου που επαναλαμβάνεται έως σήμερα στη ζωή μου. Αυτό δεν είναι άλλο, από την εικόνα μου μέσα σε ένα κουκκούλι, -που μοιάζει περισσότερο με νεκρικό σάββανο, παρά με την φυσική μου μήτρα- το οποίο σφίγγει σιγά-σιγά τον κλοιό του θέλοντας να με πνίξει. Όταν ξάπλωνω, η ακινησία, μου φαίνεται τόσο αφύσικη, όσο η νεκρική δυσκαμψία σε μια ευλύγιστη χορεύτρια. Μπορεί βέβαια, να μην κουρνιάζω πλέον στην εμβρυακή στάση και να συστρέφω, μπρος-πίσω, ολόκληρο τον κορμό μου, όμως σίγουρα το ένα μου πόδι θα τρέμει παραδομένο στον ρυθμό μιας προσωπικής τελετής εξαγνισμού των ονείρων μου. Αναρωτιέμαι αν είμαι τρελός που μου συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τέλος πάντων. Προς το παρόν, ο σκοπός της παρουσίας αυτής της παρένθεσης, έχει εξυπηρετηθεί. Είναι ώρα να ξαναγυρίσω πίσω, στα ιδιόμορφα απομνημονεύματά μου…
Ξεχνάς εύκολα ποιος είσαι, όταν είσαι ο κανένας. Αυτός ήμουν, όταν περπάτησα και όταν εκφώνησα, μιμητικά, τις πρώτες μου λέξεις. Όλοι, ανεξαιρέτως, περνάν και καμιά φορά μένουν για πάντα πιστοί, στην ταυτότητα του κανένα. Γιατί όχι κι εγώ;
Θα γινόμουν “άνθρωπος”. Μπήκα λοιπόν, στο πιεστήριο. Εκεί που τα έμβολα σε πιέζουν με γονικά ψέμματα, ηθικές παραχαράξεις, άχρηστες πληροφορίες, αλλόκοτα χτενίσματα, καταναγκαστικές συμπεριφορές, καταπιεσμένες ορμές και παρα φύσιν θρησκείες. Τα έμβολα παλλινδρομούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα κι εκμεταλλεύονται την δεδομένη αργοπορία σου, να παράξεις τις δικές σου σκέψεις. Γίνεσαι τετράγωνος και πονάς όταν συλλογίζεσαι, όπως πονάς όταν μια βροντερή επίπληξη σου τρυπά τ’ αυτιά, κάθε φορά που διαφωνείς ή παραφέρεσαι. Έπρεπε να πάψω να αυτονανουρίζομαι γιατί ήμουν “μεγάλος”… Μα ποιον ενοχλούσα, με το να κατατροπώνω τους εφιάλτες μου; Ποιον συμφέρει να είμαι φοβισμένος; Έχω την αίσθηση πως την τετράγωνη λογική, την εκνευρίζει ακόμα κι η αντίσταση του αέρα. Την φέρνω στο μυαλό μου, σαν ένα παράταιρο κι ακίνητο βράχο. Ακόμα κι ένα δάκρυ, θα μπορούσε να τρέξει πιο γρήγορα. Ναι, έτσι είναι. Η άτρακτος μιας σταγόνας ζωής, θα ήταν ικανή να την ντροπιάσει. Ο ωκεανός δακρύων της αυτοκριτικής του καθενός, θα ξερίζωνε την αυθεντία της, στριμώχνοντας την στο οριστικό παρελθόν, μαζί με τα υπόλοιπα συμπλέγματά του. Αυτό μου συνέβη. Ανα…Όχι, δε θα το πω ακόμα. Δεν είμαι αρκετά ώριμος για να προστατέψω το θαύμα μου, απ’ τον κυνικό εαυτό μου.
Απ’ τα παραγγέλματα του σχολείου, στις διαταγές της στρατιωτικής θητείας. Χρόνος για σπουδές δεν υπήρχε, καθώς η κοινωνική μου θέση στην πυραμίδα και η οικογενειακή μας κατάσταση, δεν χωρούσαν παρόμοια όνειρα και φιλοδοξίες. Ειλικρινά, δεν χωρούσαν. Πέρα απ’ το ποδόσφαιρο, τίποτα άλλο δεν μ’ ενδιέφερε και σε τίποτα άλλο δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, όταν παντού μέσα μου, αντηχούσαν οι φωνές απ’ τους καυγάδες τους. Κατά συνέπεια, σε τίποτα δε μπορούσα να αφιερωθώ και τίποτα άλλο δεν γνώριζα. Κανείς απ’ τους δυο γονείς μου, δεν με είχε ρωτήσει τί σταδιοδρομία θα ακολουθούσα. Περίμεναν στωικά, να τελειώσω την υποχρεωτική φοίτηση, να πάω φαντάρος και μετά να ασχοληθώ με το ο,τιδήποτε θα τους απάλλαζε από το οικονομικό μου βάρος. Ήταν “ταπεινοί” και θεωρούσαν πως κι εγώ, σαν αποτέλεσμα της έλξης δυο ασήμαντων γραναζιών του κοινωνικού μηχανισμού, δε θα μπορούσα, παρά να ήμουν η συνέχεια της “υπαρκτής” ανυπαρξίας τους. Άλλωστε κι εγώ, ο ίδιος, δεν είχα αναρωτηθεί ποτέ για το μετά. Αφηνόμουν στα χέρια της κληρονομικής μιζέριας μας, για να τακτοποιήσει τη μοίρα μου.
Να φανταστεί κανείς, πως ποτέ δεν διαθέταμε μια βιβλιοθήκη να κοσμεί το σαλόνι μας. Ούτε ένα βιβλίο δεν στοιβαζόταν στο μικρό διαμέρισμά μας, πέραν των σχολικών. Από πού άραγε, θα μπορούσα να δεχθώ ένα αλλιώτικο ερέθισμα, ικανό να ραγίσει την αδιαφορία μου, για τα πάντα έξω από τον μικρόκοσμό μου; Ο πατέρας μου, πίστευε πως ήξερε τα πάντα εκ γενετής, κι η μάνα μου, ίσα που προλάβαινε να διαβάσει τους υπότιτλους κάποιας σαπουνόπερας, συλλαβιστά. Νομίζω πως αν δεν υπήρχαν αυτές οι σαχλαμάρες, θα είχε παραιτηθεί, για πάντα, από οποιαδήποτε απόπειρα ανάγνωσης. Ανέκαθεν απορούσα, με την επιμονή της να παρακολουθεί αυτές τις αηδίες. Δεν ήταν τίποτα άλλο, όλες αυτές οι τηλεοπτικές σειρές, από τον εκσυγχρονισμό της προπαγάνδας διαιώνισης του κατεστημένου τρόπου ζωής, μιας τρομαγμένης αγέλης. Στα μεσαιωνικά παραμύθια, ο πρίγκηπας ήταν μονίμως καθαρός και ευγενικός με τα κορίτσια, σε αντίθεση με τον φτωχό βρωμιάρη που είχε στο μυαλό του, κάθε λογής απατεωνιά για να τις “διακορεύσει”. Στις σαπουνόπερες, ο μεγαλοδικηγόρος, ο γιατρός κι ο επιχειρηματίας αστός, αντικατέστησαν τον γαλαζοαίματο, ενώ ο κουρελής, – εγώ κι οι γονείς μου, δηλαδή- έγινε πια ένας γραφικός περίγελος, μια αστεία καρικατούρα που κανείς δεν παίρνει την γνώμη του στα σοβαρά. Κατά τ’ άλλα, το παλάτι, παρέμεινε παλάτι και όσοι έμειναν, μια φορά κι ένα καιρό, απ’ έξω απ’ τις πόρτες του, εξακολουθούν να ξεροσταλιάζουν στα σκαλιά του, ζητιανεύοντας σαν ηδονοβλεψίες ένα κομματάκι “ευτυχίας”. Τέλος πάντων, κάτι πρέπει να κάνω με τον ειρμό μου. Το μυαλό μου, περνάει απ’ το ένα θέμα στο άλλο. Έχω την εντύπωση, κάποιες φορές, πως η απόλυτη απομόνωση μαζί σου, έχει χειροτερέψει την κατάστασή μου. Η απουσία, έστω και των “συμβατικών συνομιλητών για θέματα καθημερινής σημασίας”, με έχει οδηγήσει στην συνεχή αφηρημάδα. Δεν είμαι ικανός να χωρίσω τις σκέψεις μου σε ενότητες. Μια λεπτομέρεια της ιστορίας μου, δύναται να με διακόψει και να με παρασύρει στη δίνη της απρόσκοπτης φλυαρίας. Λοιπόν, οι σαπουνόπερες, δεν χρειάζονταν τόση ανάλυση. Στο μέλλον θα είμαι πιο προσεκτικός σε ό, τι γράφω. Και πιο περιεκτικός. Αυτό πρέπει συνεχώς να σου το υπενθυμίζω.
-Μα έχω τόσα πολλά να πω.
-Σκασμός, έτσι δεν θα βγει ποτέ ένα συμπέρασμα.
-Μα είναι η πρώτη φορά που μιλώ ελεύθερα. Άσε με να ξεστομίσω, ό,τι μου κατέβει. Βαρέθηκα να ακούω. Για να μιλήσω δεν ήρθαμε;
-Σιωπή! Μη ξεχνάς πως εγώ κάνω κουμάντο. Αν το θελήσω, μπορώ να σε σκοτώσω. Εσύ, είσαι απλά εγώ, όπως σε φαντάστηκα. Τίποτα παραπάνω. Θα συνεχίσω και χωρίς εσένα…
Κατά τη διάρκεια της ανιαρής, στρατιωτικής μου θητείας, σκότωνα την ώρα μου με λογής-λογής αναγνώσματα. Από εικονογραφημένα πορνογραφήματα, μέχρι τα πιο δύσκολα, για έναν αμαθή αναγνώστη σαν κι εμένα, λογοτεχνικά αριστουργήματα. Αρχικά, τα ένστικτά μου, σαφώς και με οδηγούσαν στα πρώτα, όμως η δίψα μου για αυτά έσβησε, καθώς, όπως διαπίστωσα, μακροχρόνια ήταν πιο ευτελές υποκατάστατο απ’ την φαντασία μου. Μια μικρή, δανειστική βιβλιοθήκη, στην αδιάφορη, από πλευράς τουριστικού κι ιστορικού ενδιαφέροντος, κωμόπολη όπου υπηρετούσα, έπαιξε σημαντικότερο ρόλο στην διάπλαση του χαρακτήρα μου, απ’ ότι η οικογένειά μου κι ο κοινωνικός μου περίγυρος. Δεν ήξερα πόσο μεγάλος βιβλιοφάγος ήμουν, μέχρι να αρχίσω να διαβάζω. Καταβρόχθιζα τα πάντα. Κοινωνικές και ψυχιατρικές μελέτες, πολιτικά μανιφέστα, επιστημονικά δοκίμια και, συνάμα, αρεσκόμουν να ξεκοκκαλίζω τα πιο ευφάνταστα μυθιστορήματα, με ήρωες τους πιο ασύμβατους κι ασυμβίβαστους χαρακτήρες. Μέσα σε λίγους μήνες, νόμιζα πως είχα αλλάξει. Πως ήμουν πια, ένας άλλος. Ένας άνθρωπος που είχε γνώμη, εξ’ αιτίας της ικανότητάς του να συνθέτει τις γνώσεις του, κι όχι ένας φορέας ακλόνητων, κληρονομικών συμπλεγμάτων. Το καινούριο μου χόμπι και οι γνώσεις που αποκόμιζα από αυτό, θα αποδεικνυόταν η ευχή και η κατάρα που με έσυρε σε αυτόν εδώ το βράχο. Αυτή ήταν, με λίγα λόγια, κι η εποχή που γεννήθηκες εσύ.
-Ποτέ δεν είναι αργά.
-Μην με ειρωνεύεσαι…
Όταν απολύθηκα απ’ τις ένοπλες δυνάμεις, μυήθηκα στον καταναγκαστικό βιοπορισμό ασκώντας ολοένα και πιο ανούσια και ανιαρά επαγγέλματα, τα οποία ταίριαζαν με την φτώχεια του βιογραφικού μου σημειώματος. Καμιά φορά, πιστεύω πως ο σκοπός της ύπαρξης τόσο γελοίων επαγγελμάτων, δεν είναι άλλος από το να σε πείσουν: πρώτον, πόσο μεγάλο τίποτα είσαι και δεύτερον, πως οι εργοδότες σου δεν είναι παρά ένα τσούρμο ευγενών φιλάνθρωπων που σε χαρτζιλικώνουν για να σε κρατήσουν ζωντανό, “από την καλή τους, την καρδιά”. Υπό την επήρεια τέτοιων σκέψεων, εντάχθηκα στους κύκλους των πιο ριζοσπαστικών, πολιτικών παρατάξεων, όπου γνώρισα ανθρώπους, περισσότερο αγελαίους, παρά αλληλέγγυους.
Η ζωή μου, εξακολουθούσε να είναι ένα αποτέλεσμα προκαθορισμένων χημικών και κοινωνικών ζυμώσεων. Μια αίθουσα αναμονής του θανάτου μου.
Εργάστηκα, χωρίς να παράγω έργο, ως πλασιέ βιβλίων μαγειρικής, τηλεφωνητής σε ταχυφαγεία, υπάλληλος μεσιτικού γραφείου και ασφαλιστής. Στα δύο, τελευταία μου επαγγέλματα, η αποτυχία μου ήταν αξιοσημείωτη.
Περνούσα από τη μια δουλειά στην άλλη, δίχως να δείχνω κανένα ενδιαφέρον, για την εκάστοτε “καριέρα” μου. Ήθελα απλά, να είμαι συνεπής με τους λογαριασμούς και το νοίκι μου, για να μπορώ να μένω μόνος. Πολύ γρήγορα λησμόνησα, εκούσια, τις γνώσεις που είχα αποκτήσει τη μοναδική περίοδο της ζωής μου που διάβαζα αχόρταγα. Ήταν εφαρμόσιμες, μονάχα στη σφαίρα του φανταστικού, για κάποιον που βαριανασαίνει στον πάτο της πυραμίδας. Δοκίμασα να έχω παραπάνω αξιοπρέπεια απ’ αυτή που μου αναλογούσε, όμως μου κόστισαν τρεις απολύσεις, αυτές οι απερισκεψίες. Παράτησα, λοιπόν, την περιφορά μου σε μήτρες και κουκούλια, διαφορετικά από αυτά που είχα συνηθίσει και αποζήτησα την “ατομική μου ηρεμία” κι ένα εισόδημα ικανό, για να μισθώνω μια γκαρσονιέρα ως υπνωτήριο. Επέστρεψα στο ελιξίριο της παιδικής μου ηλικίας. Γυρνούσα το βράδυ εξουθενωμένος, απ’ την σωματική και πνευματική ακινησία που είχα καταδικάσει τον εαυτό μου και νανουριζόμουν, ξορκίζοντας τους εφιάλτες μου. Αφού παρέμενα ζωντανός, για το χατίρι κάποιων άλλων, τουλάχιστον, ας κρατούσα τα όνειρα στην δικαιοδοσία των δικών μου επιθυμιών. Όταν τα βλέφαρά μου άνοιγαν όμως, μεταμορφωνόμουν σε εντεταλμένο όργανο καταστολής τους…
Το ίδιο, πάνω-κάτω, συνέβαινε και με τους λεγόμενους “έρωτές” μου. Η επιλογή των ερωμένων μου, γινόταν πάντα με αμφιλεγόμενα κριτήρια. Ασυναίσθητα, ζητούσα την έγκρισή τους από τους γελοίους,- συντρόφους στην αλκοολική μου πλάνη- που αποκαλούσα “φίλους”. Δεν διέθετα κάποιον άλλο τομέα αυτοπροβολής, πέρα από το να συνοδεύομαι από μια γυναίκα που θα τραβούσε πάνω της, τα βλέμματα όλων και προπαντώς των “δικών μου ανθρώπων”. Ήμουν αξιολύπητος. Ήμουν στο κέντρο ενός κύκλου, γεμάτου ασήμαντες, προσωπικές τραγωδίες. Η μοναδική μου αντίσταση, κόντρα στην κανονικότητα που μου είχαν επιβάλλει, ήταν το τρέμουλο του ποδιού μου, πριν τον λήθαργο. Τίποτα άλλο, δεν ήταν δικό μου.
Όταν την γνώρισα, προσποιήθηκα πως δεν της έδωσα καμιά σημασία. Ήταν τόσο χαμογελαστή που με ξένιζε.
-Εμένα όμως, μου άρεσε αυτό.
-Εσένα σου άρεσε, γιατί με μισούσες. Έτσι δεν είναι;
-Όχι, ακριβώς. Μάλλον σε λυπόμουν κι αυτό μ’ έκανε να σιχαίνομαι το σώμα σου που με κρατούσε φυλακισμένο.
-Τέλος πάντων. Σταμάτα τώρα.
Δεν καταλάβαινα πως γίνεται να κυκλοφορεί κανείς στο δρόμο και να δείχνει τόσο έντονα τα συναισθήματά του, στους αγνώστους που βαδίζουν δίπλα του, ανυποψίαστοι. Έτσι την γνώρισα. Καταμεσής μιας κεντρικής λεωφόρου. Μόλις είχα πατήσει τα καμένα λάδια ενός ξεχαρβαλωμένου κινητήρα κι είχα σωριαστεί φαρδύς-πλατύς στην άσφαλτο. Εκείνη, έσπευσε να με βοηθήσει, με ανάμεικτα συναισθήματα. Έβλεπα στα μάτια της πως ενδιαφερόταν πραγματικά για το αν είχα χτυπήσει πολύ, όμως παράλληλα, στα μεσοδιαστήματα των παύσεων ανάμεσα στις λέξεις της, έπνιγε τα γέλια της με δυσκολία.
-Συγγνώμη, δε γελάω με σένα, με το περιστατικό γελάω. Ήσουν πολύ αστείος. Μη το παίρνεις προσωπικά. Σε όλους μπορεί να συμβεί. Εξακολουθεί να παραμένει πολύ αστείο, όμως.
Είχε δακρύσει από τα γέλια, όταν μου ξεσκόνιζε το σακάκι. Αισθανόμουν αμήχανα και ήθελα να φύγει. Κι αυτή και η ξεκαρδισμένη φιλευσπλαχνία της. Εσύ όμως, την είχες ανάγκη. Δεν την άφηνες από τα μάτια σου. Κι ύστερα, ενώ εκείνη μπορεί και να με κορόιδευε ακόμα, της ζήτησες να πάμε και οι τρεις για έναν καφέ, δήθεν για να την ευχαριστήσεις.
-Φυσικά. Αφού σε βαριόμουν αφόρητα.
Και να ‘μαστε. Στο τραπέζι μιας καφετέριας του κέντρου, να συζητάς περί ανέμων και υδάτων, μαζί της. Εγώ ήθελα να φύγω, όμως δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου, από πάνω της.
-Από τότε που εγκατέλειψες κάθε ενδιαφέρον περί προσωπικού βίου, σε βολεύει πολύ η ανακάλυψή μου. Έτσι δεν είναι; Γιατί να παραδεχθεί κανείς, κάτι τόσο οδυνηρό όπως η δολοφονία της δικής του ζωής, όταν μπορεί να προσωποποιήσει τις τύψεις και τις λαχτάρες του, στην άυλη υπόσταση ενός φανταστικού χαρακτήρα που εμφανίζεται κι εξαφανίζεται, όποτε εσύ κρίνεις αναγκαίο;
-Σκασμός. Φύγε τώρα.
-Είναι πολύ δύσκολο να μου ξεφύγεις, πάνω στη μοναξιά αυτού του μικροσκοπικού βράχου που θαλασσοδέρνεται.
-Ρε, άϊ στα τσακίδια!
Το ίδιο βράδυ, την ξανάδα. Με το που εμφανίστηκα μπροστά της, ξεκαρδίστηκε.
-Συγγνώμη, αλλά άθελά μου, θυμήθηκα την πρωινή σου τούμπα.
Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Σκέφτηκα πως δέχθηκε να βγει μαζί μου για να μην χάσει την επόμενη γκάφα που θα ερχόταν σίγουρα, ως αποτέλεσμα της υπερκινητικότητάς μου. Ευτυχώς, διαψεύστηκα σύντομα. Φάγαμε μαζί, σε ένα μικροσκοπικό ταβερνάκι. Όλη την ώρα μιλούσε. Ακόμα και όταν μασούσε τις μπουκιές της όμως, έβρισκε έναν τρόπο να το κάνει, πολύ χαριτωμένο και καθόλου ενοχλητικό. Φαινόταν γεμάτη ζωή και επιθυμίες. Είχε άποψη για τα πάντα. Ακούραστη βιβλιοφάγος, λάτρης όλων των καλών τεχνών, ενώ τελικά, όπως αποδείχτηκε μετά, ασκούσε και δυο από αυτές. Ζωγράφιζε υπέροχα και έπαιζε κιθάρα. Ένιωσα πολύ λίγος. Έπειτα όμως, σκέφτηκα να την ρωτήσω το επάγγελμά της. Σίγουρα, για να έβρισκε τόσο χρόνο, θα ήταν γόνος κάποιας πιο εύπορης, σε σχέση με την δικιά μου, οικογένειας.
-Είμαι σερβιτόρα, σε ένα cafe στο κέντρο.
Με είχε αποτελειώσει. Δεν διέθετα καμιά εύκαιρη εξήγηση για την πολύχρονη και μίζερη αδράνειά μου.
-Ποτέ δεν διέθετες.
-Εσύ, βούλωσ’ το!
Οι γνώσεις που είχα συσσωρεύσει κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας, είχαν ξεθωριάσει. Δεν είχα συναντήσει, εντός του κοινωνικού μου περίγυρου, κάποιον πρόθυμο συνομιλητή, από τότε. Στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία, εξαναγκαζόμουν να συναναστρέφομαι μονάχα με “πελάτες”, “ποσοστά”, “κέρδη”, “ζημίες”, “χρήσιμες γνωριμίες” και άχρηστες πληροφορίες. Στην ιδιωτική μου ζωή, τα πράγματα ήταν χειρότερα. Είχα ξεμείνει με τη συντροφιά των παιδικών μου χρόνων. Η “παρέα” μου, ήταν ένα μάτσο ακίνητων βίων που τα μυαλά τους λίμναζαν στους βάλτους μιας αδιάφορης συνοικίας, η οποία γεννούσε, ως επί το πλείστον, μεταφορικά, κυριολεκτικά και τηλεοπτικά πρεζάκια. Κουβέντες για πλαστικές γυναίκες, μεταλλικά αυτοκίνητα, υγρά βίτσια και αλκοολούχα ξεράσματα, μονοπωλούσαν τις “καλύτερες στιγμές” και τις ομαδικές αναμνήσεις μας. Η υπομονή μου μαζί τους, είχε εξαντληθεί πολλά χρόνια πριν. Μέσα σε κείνα τα καταγώγια, σε ανέθρεψα μικρό μου φάντασμα. Δεν είχα άλλη επιλογή. Η πραγματική ζωή, με εγκλώβιζε στο αεροστεγές κουκούλι της κι εγώ νόμιζα πως δεν θα της ξεφύγω ποτέ. Όλο και μια καινούρια μήτρα αναπαραγωγής, θα συμπίεζε το κρανίο μου στις διαστάσεις της, θυμίζοντας μου πως δεν δικαιούμουν τίποτα άλλο, πέρα από το πεπρωμένο ενός υπάκουου κι εύπλαστου εμβρύου.
Τί θα μπορούσα να της πω λοιπόν που να την συγκινήσει; Τίποτα.
-Και όντως, δεν της είπες τίποτα, εκείνη τη νύχτα.
Ακριβώς. Την άφησα να μιλάει. Κι εκείνη μιλούσε συνεχώς για το ένα και το άλλο. Τώρα πια, ξέρω πως δεν την ένοιαζε η γνώμη μου και το πόσο ενδιαφέρον τύπος ήμουν. Το μόνο που ζητούσε με την ψεύτικη χαρά της, -που υποκρινόταν τέλεια- ήταν ο θαυμασμός μου.
Μέσα σε μια εβδομάδα, την είχα ερωτευθεί παράφορα. Ήταν η πρώτη φορά που ερωτευόμουν στ’ αλήθεια. Βρήκα αμέσως την λησμονημένη μου δίψα για καινούριους ορίζοντες, έξω από τα όρια του στενάχωρου μικρόκοσμού μου. Ξεκίνησα να διαβάζω στα κρυφά, για να μπορώ μετά τον παθιασμένο έρωτα, να συζητώ μαζί της για οτιδήποτε, θρυμματίζοντας με αυτόν τον τρόπο την εντεταλμένη κανονικότητα, με την οποία συμβίωνα όλα μου τα χαμένα χρόνια. Έγραψα ακόμα και ποιήματα, αφιερωμένα στους σπινθήρες των ματιών της.
Στην αρχή, με κορόιδευε κάθε φορά που διέκοπτα την υπέροχη φλυαρία της, για να συμμετάσχω κι εγώ στη ροή του ατίθασου ειρμού της. Δεν έδινα σημασία στα πειράγματά της. Ό,τι κι αν μου έλεγε, δεν με ενοχλούσε. Η ουτοπία που ζούσα, μ’ άφηνε κι ονειρευόμουν ήρεμος. Ο εφιάλτης μου, φαινόταν να ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Η αγκαλιά της, τον ξόρκιζε.
Όμως όσο οι μήνες περνούσαν κι εγώ μορφωνόμουν για να της αξίζω, εκείνη έδειχνε να χάνει το ενδιαφέρον της για μένα. Όσο περισσότερο συμμετείχα στις κουβέντες μας, τόσο περισσότερο εκνευριζόταν. Έδειχνε να μην με θέλει στα “θεωρητικά” χωράφια της. Εγώ απ’ την άλλη, ήθελα να αλλάξω τη ζωή μας, χρησιμοποιώντας τις δικές της ιδέες που έδειχναν να μου ταιριάζουν. Της πρότεινα να ζήσουμε αλλού. “Σε μια άλλη πόλη, πιο ανθρώπινη”. Δικά της λόγια, ήταν αυτά. Όμως εκείνη δεν ήθελε έναν σύντροφο συνοδοιπόρο. Ήθελε τελικά, έναν άντρα βουτηγμένο στα κουσούρια του στατιστικού μέσου όρου, για να τον εντυπωσιάζει με την, ομολογουμένως, ακαταμάχητη ρητορεία της και να ρίχνει πάνω του, το ανάθεμα της αναβολής της “ευτυχίας” που επιθυμούσε. Με τον καιρό, ο έρωτάς μας ξέφτισε. Τα λόγια μας, ήταν πια μετρημένα και “κανονικά”. Το κουκούλι, έγινε ξανά το νεκρικό σάβανο του παλιότερου εφιάλτη μου. Δεν άντεχα άλλο την ακινησία της. Χωρίσαμε, απλά και ήσυχα. Ένα ραντεβού λίγων λεπτών, με τυπικές στιχομυθίες. Η ληξιαρχική πράξη ενός θανάτου. Τί επισημότης!
Είχα δυο θανάτους στην πλάτη μου. Ένας έρωτας και μια ουτοπία, είχαν σβήσει. Χρειαζόμουν επειγόντως κι έναν τρίτο. Τον δικό σου ή τον δικό μου.
-Τί απλοϊκή που ήταν η σκέψη σου.
Είχα πάρει την απόφαση να γίνω φονιάς ή αυτόχειρας, δίχως να την έχω μοιραστεί με κανέναν. Γνώριζα πως η απόφαση και το ρίσκο της, έπρεπε να ληφθεί έπειτα από πολλή σκέψη. Προφανώς κάπου, όπου δεν θα με ενοχλούσε κανείς. Για δυο εβδομάδες, όταν επέστρεφα από την δουλειά, κοιτούσα τον χάρτη γυρεύοντας την κατάλληλη τοποθεσία. Το φθινόπωρο τελείωνε και ο σωστός, συμβολικά, θάνατος, άνηκε πάντα στον χειμώνα. Επέλεξα αυτό το νησάκι, για να αναμετρηθούμε. Μια κουκκίδα στη μέση ενός μανιασμένου πελάγους δακρύων και αναμνήσεων, απ’ όπου κανείς απ’ τους δυο μας, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει απ’ τον άλλο.
-Εγώ σε έκανα και μιλάς τόσο όμορφα, να το ξέρεις.
-Έχω βαρεθεί τα λόγια, όμως.
-Δεν έχεις άδικο. Όμως η πράξη είναι δικαίωμα αυτού που κατέχει την σάρκα. Στην περίπτωσή μας, εσύ είσαι αυτός.
-Αυτό να το θυμάσαι, κάθε φορά που με διακόπτεις.
Αυτό που δεν διέθετα ακόμη, ήταν η χρηματοδότηση του μικρού μας πολέμου. Έκανα τα πάντα για να με απολύσουν και να εισπράξω εκείνη την πενιχρή αποζημίωση που μας έφερε εδώ. Τελικά, τα κατάφερα μια χαρά. Εδώ έζησα την μοναδική περίοδο σε όλο μου τον ασήμαντο βίο που κανείς δεν με ξυπνούσε, κανείς δεν με κοίμιζε και κανείς δεν ονειρευόταν τις δικές του επιθυμίες στα δικά μου όνειρα. Αυτός ο χειμώνας, ήταν μια αποτοξίνωση απ’ την κανονικότητα και τις γελοίες νουθεσίες της. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να σε γνωρίσω καλύτερα, πριν αποφασίσω ποιος από τους δυο θα είναι το θύμα μου. Το δίλλημα ήταν, είναι και θα παραμείνει, όσο υπάρχουν άνθρωποι, ένα. Ποιητής ή φωτοτυπία; Εγωιστικά αλληλέγγυος ή φοβισμένος κι αγελαίος;
-Τελικά, τί αποφάσισες; Ποιος είναι ο επίλογος του μικρού μας εγχειριδίου ύπαρξης;
-Δεν βλέπω άλλο τρόπο, απ’ το να πεθάνουμε κι οι δύο.
-Τρελάθηκες; Θα μας καταδικάσεις και τους δύο;
-Κι οι δυο το αξίζουμε. Εγώ για την αδράνεια μου κι εσύ για την πνευματική σου ανεπάρκειά ως “εγώ”, απέναντι στις προκλήσεις της πραγματικότητας.
-Και μετά:
-Μετά θα αναστηθούμε και θα επιστρέψουμε πίσω, στα τριαντατρία μας χρόνια, ως ένα έλλογο βρέφος στην αρχή της αναζήτησης και της κατασκευής, στο μέτρο του δυνατού φυσικά, των δικών του χωροχρόνων. Θα είμαστε ένα πλάσμα που άφησε οριστικά στο παρελθόν, οποιαδήποτε μήτρα αναπαραγωγής αυτοκαταστροφικών καθαρμάτων. Το ξέρεις πως ήρθε η άνοιξη;
-Πρώτη φορά που μου δίνεις λόγους να την περιμένω διαφορετική, φέτος.
-Θα τα πούμε τότε στο λιμάνι. Δεν θα ξαναμιλήσουμε, έως τότε. Ας απολαύσουμε τους θανάτους μας, χωρίς οδυρμούς και υστερίες. Αυτό το παρανοϊκό σύγγραμμα, έχει εκπληρώσει την αποστολή του. Δε χρειαζόμαστε πια, ο ένας τον άλλο.
-Λοιπόν; Τι λες;
-Είχες δίκιο. Νομίζω πως η άνοιξη είναι η κατάλληλη εποχή για να αναστηθεί κανείς.
-Το καράβι φάνηκε. Έχεις ιδέα για το πού πάμε;
-Κάτι έχω στο μυαλό μου.
-Δε θα μου πεις;
-Ας απολαμβάνουμε ένα θαύμα μας, τη φορά.
-Έχεις δίκιο. Καλή μας ανάσταση.
______________
Ο Βασίλης Παλαμάρας γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στην “καταπράσινη” Κυψέλη και κατοικεί στα “εξωτικά και πεντακάθαρα” Εξάρχεια. Ηλεκτρονικός στις σπουδές, έχει ασκήσει κι άλλα επαγγέλματα στο πλαίσιο της “δια βίου εκπαίδευσής του”. Για αρκετά χρόνια, έως τώρα, ασχολείται συστηματικά με την κατασκευή ιστοριών και χαρακτήρων. Έχει παρακολουθήσει στο παρελθόν, σεμινάρια δημιουργικής γραφής με την Χριστίνα Οικονομίδου. Κείμενα, διηγήματα, στίχοι και ποιήματά του, έχουν δημοσιευθεί, κατά καιρούς, σε περιοδικά και ιστοσελίδες.
Περισσότερα δείγματα της συγγραφικής δουλειάς του, βρίσκονται στο προσωπικό του ιστολόγιο, toelatirio.wordpress.com.