Συγγραφέας: Jeremy Adam Smith
Επιμέλεια – μετάφραση: Ελεάνα Πανδιά, Επικοινωνιολόγος, ΜΑ, Υπ. Διδάκτωρ Παντείου
Αναγνωρίζουμε αμέσως μια καλή ιστορία. Η επιστήμη έχει αρχίσει να μας εξηγεί με ποιο τρόπο συμβαίνει αυτό.
Τις ιστορίες τις αφηγούμαστε με το σώμα
Αυτό αρχικά μοιάζει παράδοξο. Έχουμε την τάση να πιστεύουμε ότι οι ιστορίες αναβλύζουν από τη συνειδητότητα – από τα όνειρα ή τις φαντασιώσεις και μέσω των λέξεων ή των εικόνων, ταξιδεύουν στο μυαλό των άλλων ανθρώπων. Θεωρούμε πως βρίσκονται εκτός του σώματός μας, μέσα σε κάποιες σελίδες ή σε μια οθόνη και όχι κάτω από το δέρμα μας. Και όμως τις ιστορίες, τις νιώθουμε. Αναγνωρίζουμε άμεσα μια καλή ιστορία και η επιστήμη έχει αρχίσει να κατανοεί τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνει αυτό. Το βίωμα μιας ιστορίας τροποποιεί τις νευροχημικές μας διεργασίες κι έτσι οι ιστορίες είναι ένας ισχυρός παράγοντας διαμόρφωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Με αυτό τον τρόπο, οι ιστορίες δεν είναι απλά εργαλεία σύνδεσης και ψυχαγωγίας, αλλά και ελέγχου.
Δεν χρειαζόμαστε την αφηγηματολογία για να πούμε μια ιστορία. Ωστόσο, χρειαζόμαστε την επιστήμη αν θέλουμε να κατανοήσουμε τις απαρχές του ενστίκτου της αφήγησης και τον τρόπο με τον οποίο τα παραμύθια διαμορφώνουν τις αντιλήψεις και τη συμπεριφορά, συχνά σε υποουδικό επίπεδο συνειδητότητας. Όπως θα συζητήσουμε, η επιστήμη μπορεί να μας βοηθήσει να προστατευόμαστε από έναν κόσμο όπου καθένας μπορεί να μας εκνευρίσει με τις ιστορίες που λέει.
Γροθιά στο στομάχι
Φανταστείτε την προσοχή σας ως προβολέα. Όταν κάποιος σας αφηγείται μια ιστορία, αποπειράται να ελέγξει αυτό τον προβολέα. Σας χειρίζεται. Αυτό συμβαίνει κάθε μέρα διαρκώς. Προσπαθείτε να κρατήσετε αμείωτη την προσοχή των συναδέλφων σας κατά τη διάρκεια του καφέ, εγώ προσπαθώ αυτή τη στιγμή να διατηρήσω την προσοχή σας καθώς σας μιλάω για την επιστήμη της αφηγηματολογίας. Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι να διεκδικήσετε τον προβολέα της προσοχής των άλλων ανθρώπων και όλοι συνδέονται ενστικτωδώς ή εμπρόθετα με θεμελιώδεις ενορμήσεις των ανθρώπων. Για παράδειγμα, δείτε εδώ μια πολύ σύντομη ιστορία που αποδίδεται στον Έρνεστ Χεμινγουεϊ:
“Πωλούνται: Παιδικά παπούτσια, εντελώς αφόρετα.”
Πώς σας κάνει να αισθάνεστε αυτή η φράση; Όταν πρωτοσυνάντησα αυτό το αφήγημα ως προπτυχιακός φοιτητής μου τράβηξε αμέσως την προσοχή. Κι όταν μια ανάσα αργότερα συνειδητοποίησα τη σημασία της, ένιωσα σαν να με είχαν χτυπήσει στο στομάχι. Το αφήγημα αυτό είναι αποτελεσματικό γιατί πυροδοτεί τη φυσική μας τάση να εστιάζουμε στα αρνητικά, να συγκεντρωνόμαστε στα δύσκολα, απειλητικά και επικίνδυνα γεγονότα της ζωής. Ενεργοποιεί το φόβο και την απελπισία που θα νιώθαμε αν πέθαινε το δικό μας παιδί, ακόμα και αν δεν έχουμε γίνει ακόμα γονείς.
Είμαστε εξαιρετικά καλοί στο να εστιάζουμε την προσοχή μας σε οτιδήποτε μπορεί να βλάψει εμάς ή τα παιδιά μας. Τι συμβαίνει στο σώμα μας όταν συγκεντρωνόμαστε σε κάτι απειλητικό; Αγχωνόμαστε. Τι είναι το άγχος; Είναι ένα φυσικό εργαλείο με το οποίο μας προίκισε η φύση για να επιβιώνουμε ακόμα και όταν μας επιτίθενται λιοντάρια – με άλλα λόγια το άγχος κινητοποιεί τα λειτουργικά συστήματα του σώματος έτσι ώστε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά μια άμεση απειλή. Τα επίπεδα αδρεναλίνης ανεβαίνουν και το σώμα μας απελευθερώνει κορτιζόλη, ακονίζοντας την αντίληψή μας και πολλαπλασιάζοντας τη δύναμη και την ταχύτητά μας.
Ωστόσο, αντίθετα με άλλα ζώα, οι άνθρωποι έχουν το πλεονέκτημα και ταυτόχρονα το μειονέκτημα να είναι επιρρεπείς στο άγχος ακόμα και όταν δεν αντιμετωπίζουν κάποια άμεση απειλή κατά της σωματικής τους ακεραιότητας. Αυτό συμβαίνει όταν αφηγούμαστε ιστορίες στον εαυτό μας αλλά και στους άλλους ανθρώπους. Είναι ο καλύτερος τρόπος που έχουμε στη διάθεσή μας για να επικοινωνήσουμε πιθανές απειλές σε άλλους ανθρώπους και να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο να προετοιμαστεί κατάλληλα για να υπερκεράσει αυτά τα εμπόδια.
Οι περισσότεροι από εμάς δεν θα αντιμετωπίσουμε ποτέ ένα λιοντάρι στην πραγματικότητα, όμως στις ιστορίες που αφηγούμαστε ο ένας στον άλλο μετατρέπουμε τα λιοντάρια σε ισχυρά σύμβολα ενός όμορφου θανάτου. Αυτή είναι η ουσία πολλών ιστοριών: Να αντιμετωπίσουμε και να ξεπεράσουμε κινδύνους και δυσκολίες που επανέρχονται, επιμένουν, πολλαπλασιάζονται και μεταλλάσσονται στο μυαλό μας και σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούν μεταφορές για πιο άμεσους κινδύνους. Όπως γράφει ο Neil Gaiman στο μυθιστόρημά του Coraline: «Τα παραμύθια είναι περισσότερο από αληθινά: Όχι επειδή μας λένε ότι οι δράκοι υπάρχουν στην πραγματικότητα, αλλά επειδή μας λένε ότι μπορούμε να τους νικήσουμε».
Όταν κάποιος ξεκινά μια ιστορία με ένα δράκο, ενεργοποιεί τους μηχανισμούς άγχους των ακροατών του ανεξάρτητα από το αν αυτή ήταν η αρχική του πρόθεση. Μας ελκύουν οι αγωνιώδεις αφηγήσεις επειδή φοβόμαστε διαρκώς ότι μπορούν να συμβούν σε μας, όποιες και αν είναι αυτές και χρησιμοποιούμε τη φαντασία μας για να εξετάσουμε πιθανούς τρόπους να αντιμετωπίσουμε κάθε είδους απειλής που ενδέχεται να προκύψει στη ζωή μας από οικογενειακές διαμάχες, ως απολύσεις ή και εγκληματικές ενέργειες.
Δεν χρειαζόμαστε απαραιτήτως δράκους για να τραβήξουμε την προσοχή των άλλων, σωστά; Στην αρχή του πρώτου βιβλίου της σειράς βιβλίων Harry Potter από την J.K Rowling, μας συστήνεται ένα έκθετο βρέφος που βρίσκεται σε κίνδυνο. Ενστικτωδώς τασσόμαστε υπέρ του «αγοριού που επέζησε» επειδή είναι τόσο εύθραυστος στην αρχή της ιστορίας. Οι περισσότερες ταινίες της σειράς Star Wars ακολουθούν μια άλλη προσέγγιση προσπαθώντας να μας εμπνεύσουν δέος – το συναίσθημα που νιώθουμε όταν συναντάμε κάτι τόσο απέραντο που δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε αμέσως – γεγονός που σύμφωνα με έρευνες οδηγεί σε συμπεριφορές που σχετίζονται με την περιέργεια και την ανάγκη των ανθρώπων να στρέφονται στους άλλους για να πάρουν απαντήσεις.
Με ποιο τρόπο εκτυλίσσονται οι ιστορίες στο σώμα μας;
Ενώ οι συγγραφείς αιχμαλωτίζουν την προσοχή μας με διαφορετικούς τρόπους, αργά ή γρήγορα θα εμφανιστεί ο κακός της ιστορίας και η πλοκή θα εξελιχθεί σε σύγκρουση. Το βιβλίο «Ο Χάρι Πότερ και η φιλοσοφική λίθος» αρχίζει μεν τρυφερά, αλλά ο Λόρδος Βόλντεμορτ καραδοκεί. Καθώς η δράση κορυφώνεται και η κοινωνία των μάγων ετοιμάζεται για εμφύλιο πόλεμο, η προσοχή μας εντείνεται και το σώμα μας εκκρίνει περισσότερη κορτιζόλη. Αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, χάνουμε το ενδιαφέρον μας και η προσοχή μας στρέφεται αλλού. Δεν αρκεί όμως η κορτιζόλη για να κρατήσει τα σώματά μας συνδεδεμένα με μια αφήγηση. Οι συγκρούσεις της σειράς των βιβλίων Harry Potter και των κινηματογραφικών ταινιών Star Wars τραβούν την προσοχή μας και η σκηνογραφία προκαλεί θαυμασμό και δέος αλλά αυτά δεν επαρκούν αν δεν περιλαμβάνουν ήρωες που να μας ενδιαφέρουν. Η προσοχή μας φθίνει και αποσύρεται.
Καθώς παρακολουθούμε την αλληλεπίδραση των χαρακτήρων της μυθοπλασίας, τα σώματά μας τείνουν να απελευθερώνουν ένα νευροπεπτίδιο που ονομάζεται οξυτοκίνη, το οποίο οι επιστήμονες εντόπισαν αρχικά στις θηλάζουσες μητέρες. Η οξυτοκίνη έχει βρεθεί παρούσα επανειλημμένως σε έρευνες για τη σχέση ανάμεσα στα ζευγάρια και στους δεσμούς που συνδέουν τις ομάδες. Φαίνεται πως την συναντάμε όταν οι άνθρωποι προσεγγίζουν ο ένας τον άλλο ή ακόμα και όταν φαντάζονται ότι είναι κοντά. Αυτός είναι ο λόγος που οι αφηγήσεις πυροδοτούν την παραγωγή οξυτοκίνης: Όταν η πριγκίπισσα Leia εκμυστηρεύεται στον Han Solo τον έρωτά της στην ταινία «Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται», το σώμα μας απελευθερώνει σίγουρα οξυτοκίνη σε ανιχνεύσιμο επίπεδο.
Αυτό δεν είναι το μόνο που συμβαίνει καθώς εμπλεκόμαστε με μια αφήγηση και τους χαρακτήρες της. Η εγκεφαλική δραστηριότητα εκείνων που αφηγούνται μια ιστορία και εκείνων που την απολαμβάνουν τείνει να συντονίζεται χάρις στους καθρεπτικούς νευρώνες, τα κύτταρα που «παίρνουν φωτιά» όχι μόνον όταν κάνουμε κάποια πράξη αλλά και όταν παρατηρούμε κάποιον άλλο να την κάνει. Καθώς βυθιζόμαστε μέσα σε μια αφήγηση, τα στοιχεία της αφήγησης μοιάζουν να συμβαίνουν στα αλήθεια, στο σώμα μας. Ο αφηγητής περιγράφει ένα γευστικότατο γεύμα και ο ακροατής αρχίζει να το λιγουρεύεται. Όταν οι ήρωες της αφήγησης είναι θλιμμένοι, ενεργοποιείται ο προμετωπιαίος λοβός του ακροατή ή του θεατή και έτσι αισθάνεται θλίψη και εκείνος.
Καθώς εκτυλίσσεται η πλοκή, ο καλός αφηγητής εμπλέκει τους χαρακτήρες που μας ενδιαφέρουν σε σύγκρουση με τον εχθρό. Οι παλάμες μας ιδρώνουν, αρπάζουμε το χέρι του διπλανού μας – που είναι πολύ πιθανό να έχει την ίδια αντίδραση με εμάς. Αισθανόμαστε ένταση στον αυχένα. Το σώμα μας προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει κάποια απειλή, που όμως είναι εντελώς φανταστική. Τότε συμβαίνει το θαύμα της αφήγησης: Καθώς η κορτιζόλη, η ορμόνη που ενισχύει την συγκέντρωση αναμειγνύεται με την οξυτοκίνη, την ορμόνη της φροντίδας, βιώνουμε ένα φαινόμενο που ονομάζεται «μεταφορά». Η μεταφορά συμβαίνει όταν η συγκέντρωση και η αγωνία ενώνονται με το αίσθημα της συμπόνιας.
Με άλλα λόγια έχουμε απορροφηθεί. Για το χρονικό διάστημα που διαρκεί η αφήγηση, το πεπρωμένο μας διαπλέκεται με αυτό των φανταστικών χαρακτήρων που παρακολουθούμε. Αν η ιστορία έχει καλό τέλος, ενεργοποιείται το λεμφικό σύστημα και το κέντρο αμοιβής του εγκεφάλου δίνει εντολή να απελευθερωθεί η ορμόνη ντοπαμίνη. Μπορεί να πλημμυρίσουμε με το αίσθημα της αισιοδοξίας, εκείνο ακριβώς που βιώνουν και οι χαρακτήρες στο χαρτί ή στην οθόνη.
Που τελειώνουμε εμείς και πού αρχίζει η ιστορία;
Με τις πιο έντονες, τις καθηλωτικές ιστορίες, είναι δύσκολο να προσδιοριστούν τα όρια.
Οι ιστορίες ενώνουν τους ανθρώπους
Για ποιο λόγο η εξέλιξη μας έδωσε αυτή τη δυνατότητα; Γιατί η φύση μας έκανε να επιθυμούμε την εμβύθιση στις ιστορίες και έκανε την μεταφορά τόσο απολαυστική; Έχω ήδη προτείνει ένα μέρος της απάντησης: έχουμε ανάγκη να γνωρίζουμε σχετικά με τα προβλήματα και την επίλυσή τους, ώστε να βελτιώσουμε τους όρους επιβίωσης μας τόσο ατομικά όσο και ως είδος. Αν οι χαρακτήρες δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα, δεν υπάρχει ιστορία.
Αλλά ενδέχεται να υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Πρόσφατες έρευνες υποδεικνύουν ότι η διαδικασία της μεταφοράς στην πλοκή της αφήγησης αυξάνει τα επίπεδα της ενσυναίσθησής μας στην πραγματική ζωή. Έρευνες που δημοσιεύτηκαν το 2013 και το 2015 εξέθεσαν τους ανθρώπους σε ερεθίσματα λογοτεχνικών έργων και τηλεοπτικών προγραμμάτων υψηλής ποιότητας και τους έδωσαν μια σειρά από τεστ στα οποία τους ζητούσαν να αντιστοιχίσουν φωτογραφίες βλεμμάτων με το συναίσθημα που τα δημιούργησε. Στην έρευνα του 2015, οι συμμετέχοντες που παρακολουθούσαν τις τηλεοπτικές σειρές Mad Men ή The Good Wife συγκέντρωσαν σημαντικά μεγαλύτερη βαθμολογία από εκείνους που παρακολουθούσαν ντοκυμαντέρ ή απλά έκαναν το τεστ χωρίς να έχουν παρακολουθήσει κάτι νωρίτερα.
Με άλλα λόγια, η δυνατότητά μας να συμπάσχουμε με τους ήρωες των αφηγήσεων μεταφέρεται και στην υπόλοιπη ζωή μας: Mας δίνουν προβάδισμα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες χρειάζεται να επιστρατεύσουμε τη διαίσθησή μας για να κατανοήσουμε τι σκέφτεται ή τι αισθάνεται κάποιος άλλος – για παράδειγμα όταν θέλουμε να διαπραγματευτούμε μια συμφωνία, όταν χρειάζεται να αναμετρηθούμε με έναν αντίπαλο ή να κατανοήσουμε την βαθύτερη επιθυμία του αγαπημένου μας προσώπου.
Αυτές οι δυνατότητες έχουν επιτρέψει στις ιστορίες να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν με όρους εξέλιξης. Δεν είναι απλώς ευχάριστες. Μπορούν πραγματικά να αυξήσουν τα ποσοστά της επιβίωσής μας.
Οι αφηγήσεις αλλάζουν τη συμπεριφορά
Επαναλαμβανόμενες μελέτες καταδεικνύουν ότι οι αφηγήσεις δεν παρουσιάζουν απλώς τα γεγονότα. Μια για παράδειγμα, υποστήριξε ότι η αφήγηση μιας ιστορίας ήταν πιο αποτελεσματική στο να πειστούν οι Αφροαμερικανοί που κινδύνευαν από υπέρταση να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους ώστε να μειώσουν την πίεσή τους. Μια έρευνα σε μαθητές με χαμηλή σχολική επίδοση έδειξε ότι η ανάγνωση ιστοριών για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν διάσημοι επιστήμονες οδήγησε στην καλυτέρευση των βαθμών των μαθητών. Σε ένα επιστημονικό άρθρο που δημοσιεύτηκε πέρσι, υποστηριζόταν ότι η παρακολούθηση αλτρουιστικών και ηρωικών πράξεων σε ταινίες οδηγούσε σε περισσότερη δοτικότητα στην αληθινή ζωή.
Πράγματι, οι αφηγήσεις φαίνεται ότι πυροδοτούν νευροχημικές διαδικασίες που επιτρέπουν κάποια είδη αλτρουιστικής συμπεριφοράς. Αυτή η βιολογική δραστηριότητα μπορεί να οδηγήσει σε βαθιές αλλαγές στη συμπεριφορά ακόμη και στις πιο επίπονες πράξεις αλτρουισμού. Αυτή η νευροχημική διαδικασία επιτρέπει να συμβαίνουν οι έρανοι και η φορολόγηση και ωθεί τους ανθρώπους να κινητοποιούνται για μεγάλης κλίμακας έργα όπως πολιτικές καμπάνιες, εκκλησίες, πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες ή για την ίδρυση εθνών όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Οι ιστορίες μας ωθούν να σχετιζόμαστε με αγνώστους και να τους ζητάμε να κάνουν μικρές θυσίες για έναν μεγαλύτερο σκοπό, που τους υπερβαίνει.
Επέλεξα τις ταινίες «Star Wars» και τη σειρά βιβλίων και ταινιών «Harry Potter» ως παραδείγματα μεγάλων αφηγήσεων που έχουν γνωρίσει μεγάλη απήχηση κερδίζοντας την προτίμηση δισεκατομμυρίων ανθρώπων, χωρίς υπερβολή. Υπάρχει κάτι που προκαλεί δέος στην ιδέα ότι αυτές οι ιστορίες έχουν επηρεάσει τόσους πολλούς ανθρώπους σε μοριακό επίπεδο. Όλοι ένιωσαν την αύξηση της κορτιζόλης όταν εμφανίστηκε ο Darth Vader ή την ροή της οξυτοκίνης όταν η Ερμιόνη αγκαλιάζει το Ρον αφού γλιτώνουν από κάποιος Θανατοφάγους, τα σώματά μας συντονίζονται το ένα με το άλλο ξεπερνώντας το χώρο και το χρόνο. Αυτές οι παγκόσμιες αφηγήσεις δεν μας διασκεδάζουν απλώς, αλλά μέσω αυτών μοιραζόμαστε τα ιδανικά του ηρωισμού, της συμπόνιας και της αυτοθυσίας.
Η σκοτεινή πλευρά των αφηγήσεων
Μια απότομη αύξηση της κορτιζόλης μπορεί να μας κάνει επιθετικούς- είναι άλλωστε μέρος του ενστίκτου πάλης ή φυγής για το οποίο έχουμε ακούσει ήδη πολλά και η οξυτοκίνη εμπλέκεται στις ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των ομάδων. Άνθρωποι στους οποίους χορηγήθηκε οξυτοκίνη στο εργαστήριο ευνοούν την ενδο-ομάδα τους όπως και αν αυτή ορίζεται, από σχολικά συγκροτήματα ως συλλόγους και οργανισμούς. Η οξυτοκίνη φαίνεται να παίζει ρόλο στην προσπάθεια προσεταιρισμού των πόρων της εξω-ομάδας. Οι άνθρωποι στους οποίους χορηγήθηκε οξυτοκίνη είναι περισσότερο πιθανό να προτιμήσουν να σκεφτούν συλλογικά και να πάρουν αποφάσεις ομαδικά ακόμα και αν θεωρούν πως αυτές οι αποφάσεις είναι λανθασμένες.
Συνοπτικά, οι αφηγήσεις δημιουργούν ομάδες, εξαιτίας της διευκόλυνσης αυτής της διαδικασίας από την ορμόνη οξυτοκίνη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κοινότητες των θαυμαστών που συσπειρώνονται γύρω από το Harry Potter και το Star Wars, εκδηλώνουν ορισμένες φορές ένα είδους παιγνιώδους ανταγωνισμού. Είναι ακίνδυνη διασκέδαση για τους θαυμαστές αλλά δεν είναι όλες οι ιστορίες ανταγωνισμού τόσο καλοπροαίρετες όσο αυτές, ούτε έχουν τόσο αγαθά αποτελέσματα. Οι αφηγήσεις μπορούν να μας στρέψουν προς καταστροφικά ιδανικά που να στρέφονται ειδικά κατά της εξω-ομάδας (της ομάδας στην οποία δεν ανήκουμε εμείς). Οι αφηγήσεις ασκούν μια μορφή εξουσίας στα σώματα, αλλά είναι μια δύναμη την οποία μπορούμε να επιλέξουμε να χρησιμοποιήσουμε θετικά ή να καταχραστούμε.
Ας παρακολουθήσουμε το παρακάτω βίντεο που συγκρίνει τους λόγους δυο πολιτικών αρχηγών, με εξαιρετικές επικοινωνιακές ικανότητες, σχετικά με τον βομβαρδισμό της Hiroshima. Καθώς βλέπετε το βίντεο, αναλογιστείτε τις προθέσεις τους. Ποια συναισθήματα επιθυμούν να προκαλέσουν στο κοινό τους; Τι είδους συναισθήματα προκαλούν σε εσάς;
Δεν προσπαθώ (εδώ, τουλάχιστον), να σας υποδείξω ποιον να ψηφίσετε το Νοέμβρη. Αλλά λαμβάνοντας υπόψη τη δύναμη των αφηγήσεων, είναι επικίνδυνο να τις ακούμε χωρίς να διερωτόμαστε σχετικά με τις αντιδράσεις που προκαλούν στο σώμα μας. Ο λόγος του κυρίου Τραμπ μου προκαλεί σφίξιμο στο στομάχι και ξηροστομία και καθώς με καλεί να προκρίνω τη δική μου ομάδα έναντι των άλλων, μου πυροδοτεί το άγχος και το θυμό. Πιστεύω πως αυτή είναι η πρόθεσή του. Η ομιλία του προέδρου Ομπάμα με παρακινεί να συλλογιστώ με συμπόνια το σύνολο της ανθρωπότητας. Τα λόγια του μαλακώνουν την καρδιά μου και θεωρώ και πάλι πως αυτή είναι η δική του πρόθεση.
Αισθάνομαι τις λέξεις τους στο σώμα μου, αλλά δεν είμαι αβοήθητος. Οι έρευνες επίσης δείχνουν ότι οι άνθρωποι είναι σίγουρα σε θέση να αμυνθούν ενάντια στην εξουσία που έχουν οι αφηγήσεις. Μπορούμε να ξεπεράσουμε γνωστικά την συναισθηματική ταύτιση και το αίσθημα της μεταφοράς που μας προκαλούν οι αφηγήσεις, αντιπαραβάλλοντάς τες με τα γεγονότα. Καλλιεργώντας την επαγρύπνηση σχετικά με το είδος του αντίκτυπου που έχει μια αφήγηση, μπορούμε να την αντικαταστήσουμε με κάποια άλλη ή να την επανεξετάσουμε για να διαπιστώσουμε αν ταυτίζεται με τη δική μας εμπειρία. Ζούμε σε έναν κόσμο έμπλεο αφηγήσεων – που φτάνουν σε μας μέσω της οθόνης, του χαρτιού, των παραστατικών τεχνών και της μουσικής – και σήμερα, πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε όλοι τους τρόπους με τους οποίους ηγέτες και οργανισμοί προσπαθούν να μας χειραγωγήσουν ώστε να πιστέψουμε εκείνο που επιθυμούν.
Η ψυχοθεραπεία στις μέρες μας, επιδιώκει όλο και περισσότερο να στρέψει το ενδιαφέρον των ανθρώπων στις ιστορίες που αφηγούνται στους εαυτούς τους. Στο θεραπευτικό πλαίσιο, μας ενθαρρύνουν να αναρωτηθούμε: Αφηγούμαι στον εαυτό μου μια ιστορία που με βοηθάει να αναπτυχθώ και να προοδεύσω ή επιλέγω μια που περιορίζει τις δυνατότητές μου; Είναι αναγκαίο να κάνουμε το ίδιο και με τις ιστορίες που μας αφηγούνται οι άλλοι.
Επιπλέον, χρειάζεται να αναλογιστούμε τις δικές μας ευθύνες για την ευζωία των άλλων και να καλλιεργήσουμε την επίγνωση του αντίκτυπου των δικών μας ιστοριών και της εξουσίας που ασκούν στα σώματα των άλλων ανθρώπων. Ποιες είναι οι προθέσεις μας όταν αφηγούμαστε ιστορίες; Χρησιμοποιούμε τις δυνάμεις μας για να ενδυναμώσουμε τους ανθρώπους ώστε να τους βοηθήσουμε να βρουν λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ατομικά ή και ως ομάδες; Ή χρησιμοποιούμε τις δυνάμεις μας για να αποκαλύψουμε το χειρότερό μας εαυτό στους άλλους και με αυτό τον τρόπο να στρέψουμε τον ένα εναντίον του άλλου; Επικοινωνούμε τις πληροφορίες που μας κάνουν να αισθανόμαστε καλά για τον εαυτό μας ή εκείνες που μας αποδυναμώνουν;
Οι ιστορίες μπορούν να μας ενώσουν αλλά και να μας διχάσουν. Μπορούν να μας φέρουν χαρά αλλά και να προξενήσουν μίσος. Όλοι έχουμε γεννηθεί με την ικανότητα να αφηγούμαστε ιστορίες. Είναι μια δύναμη που χρειάζεται να μάθουμε να χρησιμοποιούμε με σύνεση και σοφία.
————————
Το παραπάνω κείμενο βασίζεται σε ομιλία που έγινε στο συνέδριο Berkeley Communications την 1η Ιουνίου 2016.
Πηγή: http://greatergood.berkeley.edu/