Χρόνος ανάγνωσης 4 ΄

Απόσπασμα από το βιβλίο «Όταν το σώμα λέει όχι» του Gabor Maté από τις εκδόσεις Key Books

Πρόσφατη έρευνα που έγινε στην Αυστραλία τόνισε τη σημασία των θετικών κοινωνικών συναναστροφών όσον αφορά τη ρύθμιση του στρες. Πήραν συνέ­ντευξη σε πεντακόσιες δεκατέσσερις γυναίκες που είχαν πάει για να κάνουν βιοψία στους μαστούς. Λίγο λιγότερα από τα μισά υποκείμενα διαγνώστηκαν στη συνέχεια με καρκίνο, τα υπόλοιπα με καλοήθεις όγκους. Τα αποτελέσματα «αποκάλυψαν μια σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ πολύ απειλητικών στρε­σογόνων παραγόντων και κοινωνικής στήριξης. Οι γυναίκες που βίωναν έναν στρεσογόνο παράγοντα που είχε αντικειμενικά εκτιμηθεί ως πολύ απειλητικός και οι οποίες και δεν είχαν στενή συναισθηματική κοινωνική υποστήριξη, αντι­μετώπιζαν εννέα φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να πάθουν καρκίνο του μαστού». Οι ερευνητές εντυπωσιάστηκαν. «Τα ευρήματά μας ότι υπάρχει αλληλεπί­δραση μεταξύ πολύ απειλητικών γεγονότων της ζωής και απουσίας κοινωνικής στήριξης ήταν κάπως απρόσμενα, με δεδομένη την απουσία ανεξάρτητης επί­δρασης» γράφουν. Βέβαια, αυτό το εύρημα είναι τόσο εντυπωσιακό όσο το να ανακαλύπτει κα­νείς ότι όσοι δεν ξέρουν να κολυμπάνε και δεν φοράνε σωσίβιο δεν κινδυνεύ­ουν να πνιγούν – τουλάχιστον μέχρι να τους ρίξει κάποιος στα βαθιά νερά.

Η λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού δεν μπορεί να διαχωριστεί –ούτε στη θεωρία, ούτε φυσικά στην πράξη– από τις συναισθημα­τικές και τις κοινωνικές επαφές που βοηθούν στη συντήρησή μας. Στο πλαίσιο μιας συμπληρωματικής μελέτης με κατοίκους της κομητείας Αλαμίντα στην Καλιφόρνια, η οποία διήρκεσε δεκαεπτά χρόνια, διερευνήθηκαν οι πιθανοί συσχετισμοί που μπορεί να υπάρχουν όσον αφορά την κοινωνικότη­τα ή την αίσθηση απομόνωσης των ανθρώπων και την εμφάνιση του καρκίνου. Σε αυτή τη μελέτη προγνώσεων, κανένας από τους ενήλικες που έλαβε μέρος δεν είχε στην αρχή καρκίνο. «Ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου για τις γυναίκες φάνηκε ότι ήταν η κοινωνική απομόνωση˙ όχι μόνο το γεγονός ότι ήταν απομονωμένες, αλλά και το γεγονός ότι αισθάνονταν απομονωμένες. Με δεδομένη την επίδραση που έχουν τα συναισθήματα στην ορμονική ρύθμιση, δεν είναι καθόλου απίθανο ότι η απομόνωση μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυ­ξη αυτής της ομάδας καρκίνων». Οι ερευνητές ομαδοποίησαν τους καρκίνους του γυναικείου στήθους, της ωοθήκης και της μήτρας ως ορμονοεξαρτώμενους.

Δεν καθρεφτίζουμε όλοι μας ο ένας τον άλλο όσον αφορά τους τρόπους με τους οποίους επηρεαζόμαστε οργανικά από τους κοινωνικούς και διαπροσω­πικούς στρεσογόνους παράγοντες ή από άλλες εξωγενείς πιέσεις. Με ποιον άλλον τρόπο, πέρα από το έμφυτο ταμπεραμέντο μας, μπορούν να εξηγηθούν οι ατομικές διαφορές; Ένας σημαντικός παράγοντας είναι η συναισθηματική εξέλιξη. Εάν το κορίτσι του πρώτου παραδείγματος χρειαστεί να κάνει κι άλλη χειρουργική επέμβα­ση όταν θα έχει γίνει 25 ετών, δεν θα έχει πλέον ανάγκη τη μητέρα και τον πατέ­ρα της για να της κρατάνε το χέρι την ώρα που της χορηγείται το αναισθητικό. Η αυτορρύθμισή της θα έχει φτάσει τότε σε σημείο που τόσο η δραστηριότητα των νευροδιαβιβαστών όσο και οι ορμόνες του στρες δεν θα χάσουν την ισορ­ροπία τους αν δεν είναι δίπλα της οι γονείς της. Ωστόσο, δεν μπορούμε να θεω­ρήσουμε δεδομένο ότι αυτομάτως αποκτούμε συναισθηματική ανεξαρτησία όσο μεγαλώνουμε ηλικιακά. Σε όλες τις ηλικίες, οι αντιδράσεις μας σε δυνητικούς στρεσογόνους παράγοντες επηρεάζονται βαθύτατα από τον βαθμό στον οποίο η συναισθηματική μας λειτουργία εξακολουθεί να ελέγχεται από τις ανάγκες μας για δεσμούς προσκόλλησης, από τους φόβους και τα άγχη μας.

Σύμφωνα με τη θεωρία οικογενειακών συστημάτων που διατύπωσε ο εκλι­πών Αμερικανός ψυχίατρος Δρ. Μάρεϊ Μπόουεν, η ασθένεια δεν είναι ένα απλό βιολογικό γεγονός σε έναν ξεχωριστό άνθρωπο. Η άποψη των οικογενειακών συστημάτων αναγνωρίζει τον συνεχόμενο συσχετισμό της οργανικής λειτουρ­γίας των ανθρώπων. Ο οργανικός συσχετισμός, που είναι αυταπόδεικτος στη σχέση της μητέρας με το έμβρυο, δεν παύει να υφίσταται μετά τη γέννα, ούτε καν με τη σωματική ωρίμαση.

Όπως έχουμε δει, οι σχέσεις συνεχίζουν να είναι σημαντικοί βιολογικοί ρυθμιστές σε όλη τη διάρκεια της ζωής.

Μία από τις θεμελιώδεις έννοιες της θεωρίας οικογενειακών συστημάτων είναι η διαφοροποίηση, η οποία ορίζεται ως «η ικανότητα να βρίσκεται κανείς σε συναισθηματική επαφή με τους άλλους, αλλά παράλληλα να παραμένει αυ­τόνομος όσον αφορά τη δική του συναισθηματική λειτουργία». Ένας άνθρωπος που δεν καταφέρνει να διαφοροποιείται αρκετά, «δεν διαθέτει συναισθηματικό όριο μεταξύ του εαυτού του και των άλλων, και δεν διαθέτει επίσης ένα “όριο” που να εμποδίζει τη διαδικασία της σκέψης του από το να παρασύρεται από τη διαδικασία με την οποία βιώνει τα συναισθήματα. Απορροφά αυτομάτως το άγ­χος από τους άλλους και δημιουργεί μεγάλο άγχος στον ίδιο του τον εαυτό». Ένας άνθρωπος που διαφοροποιείται σωστά, μπορεί να ανταποκρίνεται αποδεχόμενος ανοιχτά τα δικά του συναισθήματα, τα οποία δεν είναι κομμένα και ραμμένα ούτε για να ανταποκριθούν στις προσδοκίες κάποιου άλλου, αλλά ούτε και για να αντισταθούν σε αυτές. Ούτε καταπιέζει τα συναισθήματά του ούτε τα εκφράζει αυθόρμητα. Ο Δρ. Μάικλ Κερ, πρώην συνεργάτης του Μάρεϊ Μπόουεν, είναι σήμερα διευθυντής του Οικογενειακού Κέντρου του Πανεπιστημίου Τζόρ­τζταουν στην Ουάσινγκτον. Ο Δρ. Κερ κάνει τον διαχωρισμό μεταξύ δύο τύπων διαφοροποίησης: της λειτουργικής διαφοροποίησης και της βασικής διαφοροποίησης. Σε ένα πρώτο επίπεδο, αυτοί οι δύο τύποι φαίνονται πανομοιότυποι, αλλά από την οπτική της υγείας και του στρες είναι εντελώς διαφορετικοί.

Σε μια έρευνα που έγινε για το στρες, την προσαρμογή και την ανοσία, με­λετήθηκαν επί τέσσερα χρόνια χίλιοι τετρακόσιοι στρατιωτικοί δόκιμοι στη Στρατιωτική Ακαδημία Γουέστ Πόιντ. Υποβλήθηκαν σε ψυχολογικά τεστ και τακτικούς αιματολογικούς ελέγχους για να ελεγχθεί αν έχουν ευπάθεια να κολ­λήσουν τον ιό Epstein-Barr, τον αιτιώδη παράγοντα για τη λοιμώδη μονοπυ­ρήνωση. Οι πιο επιρρεπείς στο να κολλήσουν τον ιό ή να αναπτύξουν κλινικά τη νόσο είχαν τα εξής κοινά χαρακτηριστικά: έτρεφαν υψηλές προσδοκίες για τον εαυτό τους, κατέβαλλαν υπερβολικές προσπάθειες σε ακαδημαϊκό επίπεδο, είχαν πατέρα που ήταν πολύ πετυχημένος. Βλέπουμε εδώ τη σχέση μεταξύ του στρες και της ανάγκης που ένιωθαν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των γονέων – δηλαδή, μεταξύ του εσωτερικού βιολογικού περιβάλλοντος και της αδιάκοπης ανάγκης του παιδιού να κερδίζει την αποδοχή. Σε μια άλλη μελέτη, συνδυάστηκαν παντρεμένες γυναίκες με ίσο αριθμό γυναικών που ήταν διαζευγμένες ή σε διάσταση. Στην ομάδα των παντρεμένων, η αξιολόγηση της ποιότητας του γάμου και της ικανοποίησης μέσα σε αυτόν έγινε μέσω αναφορών που έκαναν οι ίδιες οι γυναίκες. Μελετήθηκε επίσης η δραστη­ριότητα του ανοσοποιητικού συστήματος με δείγματα αίματος που πήραν από τις συμμετέχουσες. Η κακή ποιότητα γάμου σχετιζόταν «έντονα και θετικά» με την κακή ανταπόκριση του ανοσοποιητικού. Στην ομάδα των διαζευγμένων ή σε διάσταση, οι δύο ψυχολογικοί παράγοντες που σχετίζονταν πιο άμεσα με τη μειωμένη λειτουργία του ανοσοποιητικού ήταν ο χρόνος που είχε παρέλθει από τον χωρισμό (όσο πιο πρόσφατη ήταν η αποτυχία του γάμου, τόσο περισσότε­ρη ήταν η ανοσοκαταστολή) και ο βαθμός προσκόλλησης της γυναίκας στον πρώην σύζυγο (όσο μεγαλύτερη ήταν η συναισθηματική προσκόλληση, τόσο χειρότερα λειτουργούσε το ανοσοποιητικό). Οι γυναίκες που ήταν περισσό­τερο αυτορρυθμισμένες, που είχαν μικρότερη συναισθηματική εξάρτηση από μια σχέση που δεν λειτούργησε για εκείνες, είχαν πιο δυνατό ανοσοποιητικό σύστημα.

Περισσότερη διαφοροποίηση σημαίνει καλύτερη υγεία.