Με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να μας βλάψει, το άγχος παίζει εξίσου καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού μας συστήματος, στη δημιουργία συνδέσεων στον εγκέφαλό μας που βελτιώνουν τη νοητική απόδοση και στην οικοδόμηση της «ανθεκτικότητας» που χρειαζόμαστε, προκειμένου να ανταποκριθούμε στις ιδιαίτερες συνθήκες της σύγχρονης ζωής.
Το εν λόγω συμπέρασμα προέκυψε μέσω της έρευνας της Αμερικανής ψυχιάτρου Φιρντάους Νταμπχάρ, ερευνήτριας στο Πανεπιστήμιο Rockefeller της Νέας Υόρκης. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, το άγχος θεωρούνταν σχεδόν ομόφωνα επιβλαβές για τον ανθρώπινο οργανισμό, ωστόσο η Νταμπχάρ δεν έβρισκε κανένα απολύτως νόημα στην επιδερμική αυτή αντίληψη.
Τα τελευταία 20 χρόνια, η Νταμπχάρ και άλλοι επιστήμονες έχουν αποδείξει ότι οι κρίσεις βραχυπρόθεσμου στρες στον σύγχρονο κόσμο είναι έως και ευεργετικές. Για παράδειγμα, η ένταση ενός επερχόμενου αγώνα βοηθά το καρδιαγγειακό και μυοσκελετικό σύστημα των αθλητών, ώστε να έχουν τη βέλτιστη δυνατή απόδοση, ενώ άλλες έρευνες διαπιστώνουν ότι το άγχος που συνοδεύει την ανάγκη να ολοκληρωθούν οι εργασιακές μας υποχρεώσεις παράλληλα με τη φροντίδα των παιδιών σημαίνει ότι ως γονείς είναι πιθανό να είμαστε πιο παραγωγικοί και λιγότερο μονότονοι.
Τόσο το σωματικό όσο και το ψυχικό στρες διεγείρουν την παραγωγή χημικών ουσιών στο αίμα που ονομάζονται ιντερλευκίνες, ενεργοποιώντας το ανοσοποιητικό μας σύστημα και καθιστώντας το ικανό να καταπολεμήσει τις λοιμώξεις.
Το στρες μπορεί να επηρεάσει ακόμη και την ανάπτυξη των παιδιών πριν γεννηθούν. Τα μωρά που γεννήθηκαν από μητέρες που βίωναν ήπιο καθημερινό στρες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είχαν πιο προηγμένες αναπτυξιακές δεξιότητες μέχρι την ηλικία των δύο ετών, σε σύγκριση με τα παιδιά μητέρων που είχαν μια σχετικά χαλαρή, μη αγχωτική εγκυμοσύνη.
Ας το αξιοποιήσουμε ή ας το αποβάλουμε
Το στρες εξασκεί μύες οι οποίοι εφόσον δεν καταπονούνται, ατροφούν και αδυνατίζουν. Έτσι, η αλληλεπίδραση μεταξύ του νευρικού συστήματος και των μυών σταδιακά γίνεται όλο και πιο αναποτελεσματική, επιβραδύνοντας τους χρόνους αντίδρασής μας και καθιστώντας μας πιο ευάλωτους σε πτώσεις και ατυχήματα.
Προγενέστερη έρευνα αποκαλύπτει ότι ορισμένες μορφές άγχους βοηθούν στη διατήρηση της μυϊκής μάζας, ενώ μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι οι άνθρωποι που παραμένουν ενεργοί μέσω του αθλητισμού ή της μέτριας σωματικής άσκησης κατά τη μέση ηλικία αλλά και αργότερα, είναι λιγότερο ευάλωτοι στην ατροφία των μυών. Επομένως, οι επιστήμονες μας συνιστούν όταν βιώνουμε στρες να επιδιδόμαστε στο είδος άσκησης που μας αρέσει περισσότερο.
Η άσκηση πέρα από το ότι εκκινεί τους μύες, εξασκεί και το κεντρικό νευρικό σύστημα, ακόμα και το μυαλό.
Υπάρχει δηλαδή μια αμφίδρομη αλληλεπίδραση μεταξύ των μυών και των νεύρων που εκτείνονται έξω από το νωτιαίο μυελό.
Γνωρίζουμε ότι το μέγεθος του εγκεφάλου μας μετά την ηλικία των 40 ετών μειώνεται με ρυθμό περίπου 5% ανά δεκαετία, με το ποσοστό μείωσης να αυξάνεται σημαντικά αφού περάσουμε τα 70. Ωστόσο, η συρρίκνωση επιβραδύνεται στους ηλικιωμένους που κάνουν τακτική αερόβια άσκηση, όπως το γρήγορο περπάτημα, το τρέξιμο, το κολύμπι και η ποδηλασία.
Άλλες έρευνες υπογραμμίζουν τη σημασία της γνωστικής διέγερσης στην καθημερινότητά μας για την αποφυγή της πνευματικής έκπτωσης. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι που εργάζονται στα 50 και τα 60 τους χρόνια θεωρείται ότι είναι πιο ανθεκτικοί στη γνωστική εξασθένηση από εκείνους που συνταξιοδοτούνται πρόωρα.
Αυτό εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι τα βραχυπρόθεσμα στρεσογόνα γεγονότα που προκύπτουν στο χώρο εργασίας διεγείρουν τα βλαστοκύτταρα του εγκεφάλου να πολλαπλασιαστούν σε νέα νευρικά κύτταρα, με αποτέλεσμα τη βελτιωμένη πνευματική απόδοση.
Δεδομένων των διαρκώς αυξανόμενων ποσοστών άνοιας που προβλέπονται τις επόμενες δεκαετίες, το ενδιαφέρον για τη σύνδεση μεταξύ αυτού που αποκαλούμε «δημιουργικό στρες» και της γνωστικής υγείας στη μετέπειτα ζωή πρόκειται να αυξηθεί.
Ωστόσο, υπάρχει μια λεπτή, σχεδόν αδιόρατη γραμμή ανάμεσα στο λίγο και το πολύ άγχος. Σε καμία περίπτωση λοιπόν, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η συνεχής έκθεση στο άγχος έχει συνδεθεί με την παχυσαρκία, τις καρδιακές παθήσεις, τον διαβήτη, την κατάθλιψη, το άσθμα και το Αλτσχάιμερ.
Το ήπιο στρες από την άλλη πλευρά, παρομοιάζεται από την επιστημονική κοινότητα με τον παλμό της καρδιάς, που διεγείρει διάφορα μοριακά μονοπάτια και ιστούς στο σώμα, κρατώντας μας ενεργοποιημένους και δραστήριους.
Πηγή: huffingtonpost.gr