Χρόνος ανάγνωσης 4 ΄

Από τη Βιολέττα-Ειρήνη Κουτσομπού, MBPsS, (BA, MA, Dip.CounsPsy, MSc), Ψυχοθεραπεύτρια – Σύμβουλο – Καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας 

Η έννοια του εαυτού είναι κεντρική για την κατανόηση της ανάπτυξης και των επιπτώσεων της κατάθλιψης στις γυναίκες. Το τι αποτελεί κατανόηση του «εαυτού» με την πάροδο του χρόνου εξαρτάται από τις επιστημολογικές και θεωρητικές απόψεις του κάθε ατόμου. Από μια φεμινιστική κριτική σκοπιά, ο εαυτός αποτελείται από το φυσικό σώμα, καθώς και από τα συναισθηματικά, πνευματικά, ψυχολογικά και διανοητικά στοιχεία κάθε γυναίκας (Cameron και McDermott 2007, Ussher 1997). Επιπροσθέτως, είναι λιγότερο πιθανό κάποια να έχει ένα και μόνο εαυτό από το να έχει πολλαπλούς, εναλλασσόμενους και εξελισσόμενους εαυτούς και ταυτότητες (ή υποκειμενικότητες) που προσαρμόζονται σε, και επηρεάζονται από, τα πλαίσια στα οποία ζουν οι γυναίκες (Qin 2004, Stapleton 2000). Τα ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά, νομικά, πολιτιστικά και οικονομικά πλαίσια, τα οποία, φυσικά, πάντα μεταβάλλονται και αλλάζουν, έχουν ως αποτέλεσμα διαφορές μεταξύ γυναικών ως προς τους «εαυτούς» που βιώνουν και έχουν ως γυναίκες. Ως εκ τούτου, σε καίριες φεμινιστικές θεωρίες γύρω από την έμφυλη βία κατά των γυναικών και την κατάθλιψη στις γυναίκες, οι διαφορές μεταξύ των γυναικών αναγνωρίζονται και εκτιμώνται. Η επίδραση των διαφορετικών πλαισίων και των σχέσεων εξουσίας σημαίνει ωστόσο επίσης ότι οι γυναίκες είναι δυνατό να ανασταλούν και να περιοριστούν κατά την ανάπτυξη και την αλλαγή των αισθήσεών τους ως προς τον εαυτό και την ταυτότητα. Οι Lafrance και Stoppard (2006), για παράδειγμα, διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες με κατάθλιψη κοινώς περιέγραψαν τον εαυτό τους ως προς τους έμφυλους ρόλους τους και τις προσπάθειές τους να ανταποκριθούν σε κοινωνικές προσδοκίες. Ο περιγραφές «καλό(-ή)» τακτικά συνδεόταν με τη γυναικεία ταυτότητα, όπως κορίτσι, σύζυγος και μητέρα, με το αποτέλεσμα να είναι η δημιουργία της ταυτότητας «καλή γυναίκα» στις κοινωνικές «συζητήσεις περί θηλυκής ταυτότητας» (Stoppard, 1997).

Διαπιστώνοντας ότι οι γυναίκες προσπάθησαν να ανακαλύψουν διαφορετικούς τρόπους για να απορρίψουν το ρόλο της «καλής γυναίκας», οι Lafrance και Stoppard (2006, σελ. 316) αναφέρουν «…η καλή γυναίκα κατασκευάζεται ως μια ψεύτικη ταυτότητα, η οποία συγκρατεί και αποτελεί τροχοπέδη του αυθεντικού εαυτού της γυναίκας». Ως εκ τούτου, οι έννοιες του αυθεντικού και ψεύτικου εαυτού αρχίζουν να διαδραματίζουν ρόλο στη συλλογιστική του τρόπου με τον οποίο η κατάθλιψη ενδέχεται να αναπτύσσεται στις γυναίκες και του τρόπου με τον οποίο οι γυναίκες ενδέχεται να αντιλαμβάνονται και να κατανοούν τις εμπειρίες τους και τις διαδικασίες ανάρρωσής τους.

Πολλά έχουν γραφτεί σχετικά με τις έννοιες του αυθεντικού και του ψεύτικου εαυτού. Ο Goffman (1959) έγραψε για τον εαυτό που υποδυόμαστε και παρουσιάζουμε ανάλογα με τον τρόπο που νομίζουμε ότι οι άλλοι περιμένουν από εμάς να συμπεριφερθούμε ή/και τους τρόπους με τους οποίους επιθυμούμε να μας δουν. Οι ειλικρινείς ερμηνευτές πιστεύουν στον εαυτό και την εντύπωση που δίνουν, ενώ οι κυνικοί ερμηνευτές δεν πιστεύουν στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουν, αν και ενδέχεται να συνεχίσουν να υποδύονται το ρόλο τους αν πιστεύουν ότι ωφελεί αυτούς που είναι γύρω τους. Ο Winnicott (1965) διατύπωσε τη θεωρία ότι αυθεντικός και ψεύτικος εαυτός αναπτύσσονται νωρίς στη βρεφική ηλικία και ότι ένας ψεύτικος εαυτός αναπτύσσεται όταν είναι απαραίτητο προκειμένου να προστατεύσει και να κρύψει τον αληθινό εαυτό του ατόμου. Ο Winnicott (1965) υποστήριξε ότι αυτό είναι πιθανό να συμβεί όταν ο αυθορμητισμός και η δημιουργικότητα του αυθεντικού εαυτού και, ως εκ τούτου, η εσωτερική πραγματικότητα του βρέφους, είναι σε θέση να αναπτυχθούν με ασφαλή και προβλέψιμο τρόπο.

Ο ψεύτικος εαυτός, ο οποίος χαρακτηρίζεται από τη συμμόρφωση με τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές απαιτήσεις και προσδοκίες, παίρνει τον έλεγχο του αυθεντικού εαυτού.

Όσο αναπτύσσεται το βρέφος, αναπτύσσεται και ο ψεύτικος εαυτός μαζί με τις σχέσεις που βασίζονται στον ψεύτικο εαυτό. Ο αυθεντικός εαυτός, ωστόσο, θα μπορούσε να παραμείνει, να αναγνωριστεί, και όταν είναι ασφαλής να επαναπατριστεί στο συνολικό εαυτό κάποιου, αν και για μεγάλη χρονική περίοδο και με εντατική υποστήριξη ή/και θεραπεία.

Αυτές οι θεωρίες αντικατοπτρίζουν την αντίληψη του ρόλου της «καλής γυναίκας», τον οποίο υποδύονται γυναίκες που εστιάζουν στις ανάγκες των άλλων δίνοντας μικρή ή καθόλου σημασία στις δικές τους ανάγκες. Παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες με κατάθλιψη ενδέχεται να μην αυτοπροσδιορίζονται ως κυνικοί εκτελεστές, η κατανόηση της ανάπτυξης της κατάθλιψης ως ένα πιθανό αποτέλεσμα μιας συνεχούς ερμηνείας ενός μη αυθεντικού ρόλου ή της ερμηνείας του ψεύτικου εαυτού, ενδέχεται να τους δώσει μια ευκαιρία να σταματήσουν να εισέρχονται στους ρόλους τους, να αποκτήσουν κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η κατάθλιψή τους ενδέχεται να έχει αναπτυχθεί, καθώς και να αξιολογήσουν εκ νέου την αίσθηση του εαυτού και της ταυτότητάς τους.

Το κείμενο είναι βασισμένο στη παρακάτω σχετική δημοσιευμένη έρευνα της Ειρήνης Κουτσομπού: Koutsompou, V-I: Depressive symptoms in women living in urban and rural environments (2016) International Journal of Social Science and Humanity, 6(10), 763-768.

 

Βιβλιογραφία

Cameron N, McDermott F (2007) Social work and the body. New York Palgrave MacMillan

Goffman, E. (1959) The presentation of self in everyday life. Penguin, Harmondsworth.

Lafrance, M. and Stoppard, J. (2006) Constructing a non-depressed self: women’s accounts of recovery from depression. Feminism Psychol 16(3):307–324  

Qin, D. (2004) Toward a critical feminist perspective of culture and self. Feminism Psychol 14(2):297–312

Stapleton K (2000) 1. In search of the self: feminism, postmodernism and identity. Feminism Psychol 10(4):463–469

Stoppard J (1997) Women’s bodies, women’s lives and depression: towards a reconciliation of material and discursive accounts. In: Ussher J (ed) Body talk: the material and discursive regulation of sexuality, madness and reproduction. Routledge, London

Ussher, J. (1997) Introduction: towards a material-discursive analysis of madness, sexuality and reproduction. In: Ussher J (ed) Body talk: the material and discursive regulation of sexuality, madness and reproduction. Routledge, London 

Winnicott, DW. (1965) Ego distortion in terms of true and false self. In: Winnicott DW (ed) The maturational processes and the facilitating environment: studies in the theory of emotional development. The Hogarth Press Limited, London