Χρόνος ανάγνωσης 3 ΄

Από το Nick Luxmoore, Εκπαιδευτικό και Σχολικό Σύμβουλο
Μετάφραση: Σωτηρία Κακαγιά

 Οι νέοι δεν πηγαίνουν ποτέ για ψυχοθεραπεία επειδή θέλουν ν’ αλλάξουν. Στην πραγματικότητα, πηγαίνουν αποφασισμένοι να αντισταθούν σε κάθε προσπάθεια αλλαγής τους. Ίσως νιώθουν ότι οι ικανότητές τους να αντιμετωπίζουν τους άλλους ανθρώπους – οι μηχανισμοί άμυνας – είναι λιγότερο αποτελεσματικοί από ό,τι ήταν κάποτε. Ελπίζουν όμως ότι αντί να σταματήσουν κάποιες από αυτές τις άμυνες, η ψυχοθεραπεία θα τους ενισχύσει ώστε αυτές να αποκατασταθούν το συντομότερο δυνατόν. Έτσι, η συζήτηση μπορεί να επανέλθει στο επείγον ζήτημα του τρόπου με τον οποίο πρέπει ν’ αντισταθούν στην αθλιότητα των άλλων ανθρώπων («Με κοροϊδεύουν ακόμα…Κανένας δεν νοιάστηκε ποτέ για εμένα….Δεν μπορώ να κάνω απολύτως τίποτα….»).

Οι νέοι δεν πηγαίνουν ποτέ για ψυχοθεραπεία επειδή θέλουν ν’ αλλάξουν οι ίδιοι. Πηγαίνουν επειδή θέλουν να αλλάξουν οι άλλοι.

Οι περισσότεροι αφηγούνται μια εκδοχή του παραμυθιού της Σταχτοπούτας, στην οποία οι καθημερινές προσπάθειές τους δεν αναγνωρίζονται από μια φρικτή, βασανιστική οικογένεια. Στην ιστορία τους οι γονείς τους δεν κάνουν τίποτα για να απαλύνουν τον Γολγοθά τους και εκείνοι περιμένουν για πάντα να εμφανιστεί ένας πρίγκιπας ή μια πριγκίπισσα. Η ιδέα της καλής νεράιδας είναι πολύ ελκυστική. Οι ψυχοθεραπευτές – όπως και οι γονείς, οι δάσκαλοι και άλλοι ειδικοί – αναμένεται να ενεργήσουν όπως μια καλή νεράιδα, συμβάλλοντας στη μετατροπή της δυστυχίας της Σταχτοπούτας σε κάτι εξωτικό και εξαιρετικό, χωρίς η Σταχτοπούτα να αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη. Όσον αφορά στους νέους ανθρώπους, όποιος έχει οριστεί ως καλή νεράιδα θα πρέπει πάντοτε να τους προστατεύει χωρίς να ασκεί κριτική και να εξασφαλίζει ότι οι εχθροί τους πάντα θα καταδικάζονται. Οτιδήποτε λιγότερο από αυτό, θα αποτελούσε ένα ακόμη παράδειγμα της αδικίας του κόσμου.

Αυτό δημιουργεί προβλήματα στους ψυχοθεραπευτές, τους γονείς, τους δασκάλους και άλλους ειδικούς. Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τους νέους να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για τον εαυτό τους; Πώς μπορούμε να τους βοηθήσουμε να σκεφτούν τον δικό τους ρόλο στα πράγματα και να βρουν το θάρρος να ενεργήσουν διαφορετικά;

Όσο περισσότερο αντιδραστικός είναι ένας νέος, τόσο μεγαλύτερο είναι το άγχος πίσω από την αμυντική αντίδραση. 

Όλοι χρειαζόμαστε τις άμυνές μας για να επιβιώσουμε. Μπορεί προσωπικά ή κοινωνικά να έχουν αποδειχτεί ολέθριες, αλλά εξακολουθούν να φαίνονται σαν φίλοι μας, να μας προστατεύουν από τον κίνδυνο και να μας απομακρύνουν από τους φόβους μας. Όταν ενεργοποιούνται, φαίνεται ότι πάντα έχουν νόημα. Εκείνη τη στιγμή, φαίνεται να είναι τρόποι αντίδρασης σε μια κατάσταση («Δεν είχα άλλη επιλογή από το να τον χτυπήσω….Αποφάσισα αμέσως να αρνηθώ να πω οτιδήποτε… Έφυγα χτυπώντας την πόρτα πίσω μου…»).

Κάποιοι νέοι είναι πολύ αντιδραστικοί: δεν μιλούν ή συνήθως κάνουν πλάκα με τα πάντα. Μπορεί να περνούν στην επίθεση ή να αλλάζουν πάντα το θέμα και κατηγορούν τους πάντες….Βασίζονται στις άμυνές τους σαν να εξαρτάται η ζωή τους από αυτές. Ένας αμερόληπτος παρατηρητής ίσως θεωρήσει ότι αυτή η συμπεριφορά ενός νέου ανθρώπου υπερβαίνει κατά πολύ το επίπεδο της απειλής και είναι υπερβολική. Για τον νεαρό όμως, η συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι απολύτως λογική.

Μόνο αν αυτές οι συμπεριφορές – αυτοί οι συνήθεις αμυντικοί μηχανισμοί – κατανοηθούν, μπορούν να γίνουν αλλαγές. Μέχρι τότε, οι λογικές συμβουλές της καλής νεράιδας ή η κοινή λογική δεν θα κάνουν καμιά διαφορά, διότι οι νέοι δεν αλλάζουν ποτέ τη συμπεριφορά τους μέχρι να κατανοηθούν οι αιτίες της: πώς πρόεκυψε, γιατί έγινε τόσο αναγκαία και γιατί παρέμεινε τόσο απαραίτητη μετά από μήνες και χρόνια.

Η κατανόηση απαιτεί χρόνο. Απαιτεί ενσυναίσθηση και φαντασία και συχνά σημαίνει αναστολή της ηθικής κρίσης. Το γεγονός ότι ορισμένες συμπεριφορές είναι αντιπαραγωγικές συνήθως είναι προφανές σε όλους, συμπεριλαμβανομένου του νέου: αυτό είναι το εύκολο σημείο της υπόθεσης. Αυτό που δεν είναι προφανές είναι οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η συμπεριφορά, το γιατί φαινόταν τόσο απαραίτητη εκείνη τη χρονική περίοδο, γιατί φαινόταν σαν το μόνο που έπρεπε να γίνει σύμφωνα με τις δεδομένες συνθήκες («Συνέβη την πρώτη φορά που έφυγε ο πατέρας μου….Ο αδελφός μου πάντα με χτυπούσε…Ένιωσα ότι η μητέρα μου δεν νοιαζόταν πια …»).

Οι νέοι δεν πηγαίνουν ποτέ για ψυχοθεραπεία επειδή θέλουν ν’ αλλάξουν. Πηγαίνουν ελπίζοντας να παραμείνουν ίδιοι, αλλά ελπίζουν κιόλας – κρυφά – ότι κάποιος θα καταλάβει γιατί δεν θέλουν να αλλάξουν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μιλώντας με τους νέους για το σεξ, το θάνατο και το μίσος

Πηγή: https://www.psychologytoday.com