Χρόνος ανάγνωσης 3 ΄

Διήμερο Εργαστήριο «ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ» – Ψυχαναλυτικός σύλλογος Freud-Lacan.

Η σημασία της τοπολογίας για την ψυχανάλυση.

Μία από τις πρώτες ουσιαστικές πραγματείες του Φρόυντ είναι το «Σχεδίασμα για μια επιστημονική ψυχολογία» (1895). Σ’ αυτό το προαναλυτικό σύγγραμμα ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης δεν καταθέτει απλώς τις επιστημονικές του καταβολές, που προαναγγέλλουν ήδη την πρόθεσή του να εγγράψει οριστικά την ψυχανάλυση στο πεδίο των επιστημών, αλλά επιχειρεί συγχρόνως να απαντήσει σ’ έναν θεμελιώδη προβληματισμό: Πώς είναι δυνατόν να μεταδώσει κάτι από την ανακάλυψη του υστερικού συμπτώματος που αφορά από τη μία, τη λειτουργία ή δυσλειτουργία του οργανισμού, έτσι όπως οι τελευταίες εξηγούνται από την ανατομοπαθολογία, και από την άλλη, τον μηχανισμό της μετατροπής που υπακούει σε διαφορετική λογική, δηλαδή εκείνη του λόγου και του ασυνείδητου;

Πέρα από τη σχέση μεταξύ πρακτικής, εμπειρίας και θεωρίας, η ανακάλυψη του ασυνείδητου μας υποχρεώνει να λάβουμε υπ’ όψιν την αντινομία που διέπει τη λογική, και κατά συνέπεια τη λειτουργία των κατηγοριών του συμβολικού (λόγος), του εικονικού (σώμα) και του πραγματικού (σύμπτωμα – απόλαυση).

Ο Λακάν, θεμελιωτής της φροϋδικής ανακάλυψης, εγκαθιδρύει τη διαφοροποίηση μεταξύ κατηγοριών και παρεμβάλλει μια ρηξικέλευθη συνθετική ενότητα ανάμεσα στην αναλυτική πρακτική και την αναλυτική θεωρία, η οποία διαρθρώνει, χωρίς να συγχέει τις τρεις κατηγορίες: τη Δομή, δηλαδή αυτό που ακόμη και μια πολύχρονη εμπειρία δεν μπορεί να μας διδάξει.

Η έμπνευση του Λακάν έρχεται να διορθώσει αυτό που δεν πέτυχε στη μετάδοση της πρώτης και δεύτερης τοπικής του Φρόυντ στους μαθητές του. Ο Φρόυντ επινοεί σχήματα και όρους (συνειδητό, προσυνειδητό/ασυνείδητο, και Εγώ, Υπερεγώ, Εκείνο και πραγματικότητα), ωστόσο, η μη διαφοροποίηση μεταξύ κατηγοριών δημιουργεί εύκολα την παρανόηση που οδηγεί τους περισσότερους μαθητές του να θεωρήσουν ότι ο ψυχισμός είναι η απόδοση μιας πραγματικότητας που είναι τόσο δεδομένη όσο και «εξωτερική». Εξ ου και όλες οι παρεκκλίσεις (ψυχολογία του Εγώ, αντικειμενότροπη σχέση κλπ.) οι οποίες ανάγουν την ψυχανάλυση σε θεραπευτική μέθοδο προσαρμογής στην πραγματικότητα.

Η πρώτη διορθωτική κίνηση του Λακάν εστιάζεται στη διαφοροποίηση μεταξύ του εικονικού, που εκπροσωπεί την ψυχική αδράνεια, και του συμβολικού στο οποίο και ανάγεται ο πρώτος ορισμός της δομής. Ακολουθεί η σειρά των γραφημάτων (σχήμα  L, σχήμα R, και I, γράφημα της επιθυμίας), η οποία επιχειρεί τη διασύνδεση διαφορετικών, ετερογενών υποστάσεων (Συμβολικό, Εικονικό, Πραγματικό).

Ωστόσο, η εξέλιξη της διδασκαλίας του Λακάν διαγράφει μια ουσιαστική μετακίνηση: από την υπεροχή του συμβολικού, ως καθορίζοντος το εικονικό και το νόημα, στο πραγματικό, ως το επέκεινα, όχι μόνο της αναπαράστασης, της σημασίας και του νοήματος, αλλά και οιασδήποτε υποστασιοποίησης των ψυχαναλυτικών εννοιών (ασυνείδητο, φαντασίωση, σύμπτωμα κλπ). «Η επεξεργασία του πραγματικού διαμέσου του συμβολικού»  δεν μοιάζει αρκετά σαφής πλέον, καθόσον το πραγματικό ερώτημα είναι κατά πόσον μια τέτοια προσέγγιση είναι απλώς μεταφορική. Εξ ου και ο ορισμός του πραγματικού ως υπόλοιπου, μετά το αδιέξοδο της τυποποίησης (formalisation).

Υιοθετώντας τα τοπολογικά αντικείμενα και τις τοπολογικές επιφάνειες από το Σεμινάριο «Η Ταύτιση» (1960-61) και μετά, αναθεμελιώνει την ψυχανάλυση με βάση την αξιοπιστία της «περιθωριακής» μαθηματικής κατηγορίας της τοπολογίας, όπως επίσης και την επεξεργασία των βορρόμειων κόμβων (από το Σεμινάριο «Ακόμη», 1973), χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η ψυχανάλυση ανάγεται σε μαθηματικές εξισώσεις.

Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν το πραγματικό της επιστήμης είναι το ίδιο με το πραγματικό της ψυχανάλυσης. Η πρόοδος των τεχνοεπιστημών σε συνδυασμό με το διεθνές πλαίσιο των αγορών εύκολα θα μας έκαναν να πιστέψουμε ότι θα όφειλε να επικρατεί ουσιαστικά ένας γενικευμένος ρεαλισμός στις ανθρώπινες πράξεις και συναλλαγές. Η ψυχανάλυση δεν μπορεί παρά να αντιτεθεί σε ένα τέτοιο προσανατολισμό, διότι η αποδοχή του θα σήμαινε ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, παύουμε να λαμβάνουμε υπ’όψιν τη διεργασία του ασυνείδητου και των επιτελεσμάτων του, που διακρίνουμε μέσω των μορφωμάτων του (όνειρα, παραδρομές, παραπραξίες, σύμπτωμα, φαντασίωση).

Η τοπολογία που αφορά στην ψυχανάλυση στηρίζει τον κλινικό ενάντια στις παγίδες ενός ρεαλισμού που διατείνεται ότι εξηγεί τη σταθερή σχέση ενός κλινικού φαινομένου και της σημασίας του. Ο ψυχαναλυτής οφείλει να απαλλαχθεί από τους καταναγκασμούς που επιβάλλει ένας «υπερβατικός ρεαλισμός» (Κ. Φιρένς).

Ο Κ. Φιρένς, ακολουθώντας τα τοπολογικά αντικείμενα και επιφάνειες  μέσα από τη δυναμική της μετατροπής τους (λωρίδα του Moebius, τόρος, cross-cap, μονόπλευρες και αμφίπλευρες επιφάνειες) κατορθώνει να τα συνυφάνει με τις θεμελιακές ψυχαναλυτικές έννοιες (πρωταρχική και δευτερογενής απώθηση, αίτημα και επιθυμία, ταύτιση και φαντασίωση, τομή και ερμηνεία), και καταδεικνύει με υποδειγματικό τρόπο τη  βασική φροϋδική θέση,  ότι το ασυνείδητο  δεν έχει καμία πραγματικότητα. Είναι απλά ηθικό και αρκείται στο να παράγει συνεχώς μια νέα μορφή, η οποία δεν μεταφράζει καμία πραγματικότητα, δεν αποτελεί υπόσταση, καθόσον οι μορφές που παράγει καλύπτουν ουσιαστικά την ύπαρξη ενός απόλυτου τίποτα· ταυτόχρονα, το υποκείμενο διαμέσου της αναλυτικής ερμηνείας ανάγεται σε μια τομή.

Ο Κ. Φιρένς με το ιδιαίτερο παιδαγωγικό του χάρισμα, χωρίς καμία έκπτωση όμως ως προς την ακρίβεια, θα αποπειραθεί να μας εξοικειώσει με το χειρισμό αυτού του πολύτιμου υλικού υπόβαθρου, το οποίο αποτελεί πυξίδα για τον προσανατολισμό κάθε ψυχαναλυτή που αποφασίζει να λύσει τους κάβους της κατανόησης αναλυτικών εννοιών ως υποστασιοποιημένων και να ακολουθήσει την πλοήγηση στην επινόηση και την επανεφεύρεση της ψυχανάλυσης.

Η επεξεργασία της τοπολογίας των βορρόμειων κόμβων θα συνεχιστεί με τον ίδιο εισηγητή (Κ. Φιρένς) στο πλαίσιο ενός ακόμη εργαστηρίου Μετάδοσης της Ψυχανάλυσης, το οποίο θα πραγματοποιηθεί 01-02 Ιουνίου 2019.