Χρόνος ανάγνωσης 5 ΄

Συνέντευξη της καθηγήτριας Ψυχολογίας και συγγραφέα Φωτεινής Τσαλίκογλου
στον Γιάννη Πανταζόπουλο*

Δύο τρένα συγκρούονται στην περιοχή των Τεμπών. Δεκάδες θάνατοι νέων, κυρίως, ανθρώπων. Ύστερα, σκηνές που δεν μπορείς εύκολα να τα περιγράψεις με λόγια.

Τραγικές ανθρώπινες ιστορίες και αμέτρητα αναπάντητα «γιατί» για τις αιτίες ενός φρικτού δυστυχήματος. Ένα κύμα θλίψης και οδύνης που καταγράφεται όχι μόνο στο διαδίκτυο αλλά και στους δρόμους. Σιωπηλές διαμαρτυρίες με τους παριστάμενους να πετούν μαύρα μπαλόνια μπροστά από τη Βουλή και να ανάβουν κεριά στη μνήμη των παιδιών που χάθηκαν άδικα.

Τα όρια της αντοχής, η συναισθηματική εξάντληση και μια χώρα βυθισμένη στο πένθος. Πώς μπορείς να συμφιλιωθείς με την ιδέα της καταστροφής και του θανάτου; Με ποιους τρόπους βρίσκεις τις λέξεις για να μιλήσεις για μια τέτοια τραγωδία. Πώς μπορούμε να διαχειριστούμε το συλλογικό τραύμα;

Πώς νιώθετε με αυτό που ζούμε;

Τις τελευταίες μέρες το μυαλό μου, μαζί με όλου του κόσμου, είναι καθηλωμένο στη συμφορά των Τεμπών. Συμμετέχουμε όλοι μας, έστω μέσα από την ιδιότητα του τηλεθεατή, σε ένα συλλογικό, οδυνηρό τραύμα.

Έχουμε ένα μερίδιο συμμετοχής στο σύνδρομο ενός μετατραυματικού στρες που ταλανίζει τους επιζήσαντες αυτής της καταστροφής. Απελπισμένα λόγια ακούγονται παντού «έχω χάσει τον ύπνο μου, βλέπω εφιάλτες, μυρίζω καμένο». Όσο περισσότερες λεπτομέρειες μαθαίνεις για τις συνθήκες του δυστυχήματος και τις ευθύνες εκείνων που θα μπορούσαν να το έχουν αποτρέψει, τόσο το αίσθημα μιας ιερόσυλης αδικίας φουντώνει μέσα σου. Μια οργισμένη μελαγχολία σε πλημμυρίζει.

Τι θα λέγατε σ’ έναν γονιό που χάνει το παιδί του και δεν έχει τη δυνατότητα ούτε καν να το θάψει;

Να μιλήσεις, να συμπαρασταθείς. Μα είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που τα λόγια χάνουν το σθένος τους. Η όποια συμπαράσταση ενδέχεται να προβάλει ως μια ανεπίτρεπτη εισβολή σε έναν ιερό ιδιωτικό χώρο. Το οξύ πένθος μεταμορφώνει σε κλάσματα δευτερολέπτου το οικείο σε ανοίκειο. Σαν μια άγνωστη χώρα ο εαυτός σου σε αποσβολώνει με άγνωστες περιοχές που έκρυβε μέσα του. Μένεις κι εσύ ο ίδιος έκθαμβος από τις αντιδράσεις σου.

Θυμάμαι μια μητέρα που είχε αναπάντεχα χάσει σε ένα τροχαίο δυστύχημα την κόρη της. Ήθελε να μιλάει συνέχεια γι’ αυτό. Βρισκόταν σε μια σχεδόν μανιακή εγρήγορση, είχε μια ακατανίκητη ανάγκη να μιλάει, να εκφράζεται, να μοιράζεται. Είχε και η ίδια εκπλαγεί απ’ τις αντιδράσεις της, απ’ την προθυμία της να δημοσιοποιεί τον πόνο της μπροστά στις κάμερες.

Κι, όμως, δεν είναι ν’ απορείς. Εκείνη τη στιγμή έχεις ανάγκη να εκφορτώσεις ένα κατακλυσμιαίο άγχος που πάει να σε καταβροχθίσει. Η οδύνη της απώλειας σε πνίγει, μιλώντας τη μεταφέρεις έξω από σένα, είναι μια μορφή αμυντικής προστασίας.

Γιατί κάποιοι άνθρωποι δέχονται να γίνουν βορρά στα κανάλια; Γιατί εξομολογούνται τον πόνο τους στο γυαλί;

Τα media μεταμορφώνουν σε θέαμα τον ιδιωτικό πόνο. Θα πω, όμως, ότι ενδέχεται κι εσύ ο ίδιος να θέλεις να διαχειριστείς την οδύνη που σε διακατέχει μιλώντας ακατάπαυστα για το τραυματικό γεγονός ξανά και ξανά. Το βλέπουμε αυτό και είναι τόσο κατανοητό. Όσο κατανοητή είναι η ανατριχίλα που θα νιώσει κάποιος άλλος μόνο με την ιδέα ότι θα μιλήσει μπροστά σε ένα μικρόφωνο ή σε μια κάμερα για το βίωμά του.

Βλέπω, και μου είναι απόλυτα σεβαστό και κατανοητό το γεγονός, γονείς να μιλούν για την απώλεια του παιδιού τους. Να μοιράζονται στα κανάλια την οδύνη τους. Όπως απόλυτα κατανοητό και προφανώς σεβαστό είναι το γεγονός ότι υπάρχουν πενθούντες γονείς που δεν θα δούμε ποτέ το πρόσωπό τους στην οθόνη. Οι πολλαπλές εκφάνσεις του πένθους αξιώνουν έναν απόλυτο, από τη δική μας μεριά, σεβασμό.

Γιατί άλλοι επιλέγουν τη σιωπή όμως; Και δεν θέλουν κανέναν για συνομιλητή ή αρνούνται κάθε βοήθεια;

Υπάρχει το αίτημα της σιωπής, ναι. Στην άλλη όχθη στέκεται το αίτημα της σιωπής. Αυτή η βουβή σιωπή. Η σιωπή της κατάθλιψης. Εσωτερικεύεις τον πόνο σου. Αρνείσαι σθεναρά να υποκύψεις στο δέλεαρ του μοιράσματος. Ανθίστασαι σε κάθε μορφή απάλυνσης και άμβλυνσης της οδύνης σου. Είναι σαν να αντλείς δύναμη απ’ αυτή την περίκλειστη αυτάρκεια.

«Είναι τόσο συντριπτικό αυτό που ζω, μόνος μου θα το περάσω», ακούμε. Το να μιλάς, το να επικοινωνείς είναι σαν να εξαγοράζεις σε τιμή ευκαιρίας τον πόνο σου. «Δεν το καταδέχεσαι», λένε.

Στην πραγματικότητα είναι κάπως σαν να επιτίθεσαι με έναν άγριο και βάναυσο τρόπο σε σένα, σαν να σε τιμωρείς.

«Ο πόνος που μοιράζεται γίνεται μισός», υποστηρίζουν. Εσύ όμως δεν θες να κατευνάσεις τον πόνο. Θες να τον κρατήσεις ως έχει. Μειώνοντας  τον πόνο είναι σαν να εγκαταλείπεις τον απόντα. Στην άλλη όχθη παραμονεύει η κατάθλιψη. Ο καταθλιπτικός αποσυνδέεται από τον άλλον, από τον συνομιλητή του, αποσυνδέεται από τη ζωή. Η ομιλία γίνεται περιττή. Ο δεσμός της γλώσσας κόβεται κι έχουμε τη γνώριμη σιωπή, τα κλάματα και τα δάκρυα και τις σιωπές που αντικαθιστούν τη σχέση.

Σ’ αυτό το σημείο, μπορεί να μας βοηθήσει η ψυχοθεραπεία;

Αν βρίσκεσαι σε μια θεραπευτική σχέση, ο θεραπευτής, μέσα από ένα τρίτο αυτί, έχει την ικανότητα να ξεπεράσει την πλασματική επιφάνεια της ανασταλμένης ομιλίας και να αφουγκραστεί τον ψίθυρο, τον αναστεναγμό, τον τρόπο που έχει ο πόνος να μιλάει, να αρθρώνει τον δικό του λόγο ακόμα κι όταν δεν ακούγεται ομιλία.

Όπως ένα μωρό στην αρχή της ζωής του επικοινωνεί με τη μαμά του σε ένα προ-λεκτικο στάδιο επικοινωνίας, με ένα βλέμμα, με έναν άναρθρο ήχο, έτσι και ο θεραπευτής μπορεί να επικοινωνήσει με τον σιωπηλό τραυματισμένο θεραπευόμενό του και να ακούσει τα λόγια της σιωπής του, να αφουγκραστεί τον αρχαϊκό του πόνο. Και τότε ακόμα και η σιωπή μπορεί να είναι λυτρωτική όπως και η ίδια η ψυχοθεραπευτική σχέση.

Η αίσθηση του αβοήθητου, η βία της ενοχής που μπορεί να νιώθει ο επιζήσας της καταστροφής έχει τη δυνατότητα να αμβλύνεται. Είναι, όμως, τόσο άχαρο να δίνουμε εδώ ερμηνείες. Ο άλλος έχει χάσει το παιδί του, τη ζωή του την ίδια, όποιος κι αν είναι ο τρόπος που διαλέγει να το χειριστεί, ο περίγυρός του οφείλει να το σεβαστεί.

Ποιο είναι το καταφύγιό μας απέναντι στον θάνατο; Στο παρελθόν έχετε πει ότι πιστεύετε στην ιαματική λειτουργία της οδύνης.

Έχω συχνά μιλήσει για την ιαματική, λυτρωτική λειτουργία της τέχνης. Στην πραγματικότητα, όμως, νιώθω την ανάγκη σήμερα να πω ότι η δημιουργία δεν υπερβαίνει τον θάνατο αλλά συνομιλεί μαζί του. Κατά κάποιον τρόπο, η τέχνη, η γραφή είναι η συνείδηση της δυστυχίας μας και όχι η θεραπεία της. Σκοπός της τέχνης δεν είναι να γιατρεύει αλλά να αφυπνίζει τη σκέψη και το συναίσθημά μας, είναι το σφυρί που θρυμματίζει την παγωμένη μέσα μας θάλασσα, όπως θα έλεγε ο Κάφκα.

Το ασύλληπτο αυτής της τραγωδίας απειλεί με πάγωμα τη σκέψη και την καρδιά μας. Τα παγωμένο παραμονεύει στην ιστορία των Τεμπών. Ο μύθος της Νιόβης έρχεται στο προσκήνιο. Όταν είδε και τα δώδεκα παιδιά της νεκρά πέτρωσε από τον πόνο, πέτρωσε και ο θρήνος της και τελικά έγινε πέτρα απ’ όπου μέρα νύχτα αναβλύζουν τα δάκρυά της. Κάθε ιστορία απώλειας είναι μοναδική.

Έχω όμως την αίσθηση ότι παραδείγματα ανθρώπων που έζησαν αντίστοιχες συντριπτικές απώλειες θα μπορούσαν ίσως να αποτελέσουν ένα είδος συντροφικού οδηγού σε όσους είναι βυθισμένοι σε ένα αδιανόητο πένθος.

Υπάρχει μια ιστορία που θυμάστε πολύ έντονα;

Θα αναφερθώ στην ιστορία της φίλης μου της Λένας Παμπούκη, η οποία μας είχε εμπιστευτεί την ιστορία της στην πρώτη μας εκπομπή «Το μαγικό των ανθρώπων» (ΕΡΤ 2, σε σκηνοθεσία Πέννυς Παναγιωτοπούλου) και τώρα η ίδια μου έδωσε την άδεια να σας τη μεταφέρω. Η Λένα μας, παιδική μου φίλη και συμμαθήτριά μου, απέκτησε δυο παιδιά, τον Νικόλα και την Ειρήνη. Η Ειρήνη «έφυγε» από τη ζωή από καρδιακή ανεπάρκεια σε ηλικία μόλις 6 μηνών. Αργότερα, σε αεροπορικό δυστύχημα, έχασε τον γιο της, Νικόλα. Ήταν είκοσι τεσσάρων ετών.

Η παιδική μου φίλη με πολύ μόχθο, πόνο και οδύνη διάλεξε να ζήσει. Διάλεξε να ζήσει, όχι για να λησμονήσει, όχι για να απωθήσει, αλλά για να εντάξει μέσα στο σύμπαν της ζωής ό,τι είχε για πάντα χαθεί. Διάλεξε να εναρμονίσει την απώλεια με τη φύση, με τα ζωντανά, τη θάλασσα, τα ζώα, τις μυρωδιές, τους ήχους και τα τραγούδια των μικρών παιδιών. Με άλλα λόγια, διάλεξε να εντάξει την απώλεια μέσα στη διαδικασία της ζωής.

Σε ένα ποίημά της έγραψε: «Δακτυλικά αποτυπώματα παντού, Μαρτυρία για το πέρασμα από αυτή τη ζωή». Μάθημα θανάτου; Μάθημα ζωής; Μαθήματα θανάτου που μας μιλάνε για τη ζωή. Για το μόνο, δηλαδή, που έχουμε. Για τη ζωή που θα άξιζε να την αγαπάμε τόσο γενναιόδωρα, τόσο ανεπιφύλακτα, χωρίς υπολογισμούς και επιλεκτικότητα, έτσι ώστε τον θάνατο να τον συμπεριλαμβάνουμε κι αυτόν στο διηνεκές. Τολμώ να πω ότι μόνο έτσι μπορούμε, ίσως, να απελευθερώσουμε τον θάνατο από τις παραμορφώσεις του.

«Θέλω να ζήσω», μου είχε πει η Λένα, «αν πεθάνω εγώ θα πεθάνουν μαζί, οριστικά, και τα πεθαμένα παιδιά μου». Έτσι κάπως μπορώ να φαντάζομαι, έτσι κάπως επιτρέπω στον εαυτό μου να φαντάζεται τα χαμένα παιδιά των Τεμπών.

 

* Πηγή: lifo.gr