Γράφει ο Δημήτρης Χριστόπουλος *
ΚΑΘΟΜΑΙ ΑΣΑΛΕΥΤΗ, σφηνωμένη στον ανατολικό μακρόστενο τοίχο, μεταξύ κουζίνας και υπνοδωματίου, με θέα το παράθυρο, για να ’χω την ψευδαίσθηση πως ελέγχω τη μοίρα μου. Μόλις ο ήλιος στρέψει τον προβολέα του κατά πάνω μου, αρχίζω και καθρεφτίζω την αδυσώπητη δόξα μου στα μάτια των περαστικών λες και είμαι ρετρό φωτογραφία σε κορνίζα, διεκδικώντας κ’ εγώ λίγο μερτικό από το φως της μέρας. Κι έτσι πιεσμένη ανάμεσα στους πειθήνιους συγγενείς – τους χρυσοποίκιλτους καθρέφτες, τα κάδρα, την εταζέρα, τις πολυθρόνες, τον μπουφέ, την κρεμάστρα με τα παλτά στον σκοτεινό διάδρομο – δεν μπορώ ούτε την πλάτη μου να ξύσω, όταν καταμεσήμερο ο πυρωμένος τοίχος παίρνει φωτιά, ούτε το χέρι να σηκώσω αντήλιο και να διώξω τον ιστό που μια υφάντρα μοιρολατρία μέρα νύχτα πλέκει στις γωνιές μου. Σιωπώ σαν να ’μαι έξω από την ιστορία, σ’ έναν όλο δικό μου ανέγγιχτο χρόνο. Κάποτε ένα χέρι ανοίγει το παράθυρο απέναντι, χιμάει το φως, νιφάδες σκόνης πασπαλίζουν την επικράτειά μου, τρόπαια μιας νιότης χαμένης.
Ως ύπαρξη πρωτεϊκή, πάνω μου σφίγγουν τα χέρια τους θωπευτικά άντρες και γυναίκες, άνθρωποι που εκτιμούν την αξία μου – τεχνίτες, βιβλιοφάγοι, οινοποιοί – συχνά με γάντια στα χέρια, να μην αφήσουν αποτυπώματα αναίδειας. Με θεωρούν πολύτιμη και με προσέχουν. Παράπονο δεν έχω. Λίγο το ’χεις, λέω στον εαυτό μου, να αποκτάς αξία μετά θάνατον. Εύκολη πάντως δεν μπορείς να με πεις. Ακριβοθώρητη, ίσως, απρόσιτη και σίγουρα εκλεκτική επένδυσις, γιατί είμαι η πρώτη που δοκιμάζω τα καλύτερα κρασιά του κόσμου και τα σπανιότερα βιβλία. Είδος υπό εξαφάνιση, μα από βασιλική γενιά.
Στα νιάτα μου, όταν περνούσε ακόμα η μπογιά μου, είχα σουξέ μεγάλο και με προσκυνούσαν σαν καθεδρικό ναό όλα τα λεβεντόπαιδα του χωριού. Τέτοια κορμοστασιά, έλεγαν, δεν βρίσκεις πουθενά. Άνασσα του δρυμού, με είχε ανακηρύξει ένας αλαφροΐσκιωτος που ζούσε στα μέρη μας εκείνα τα παλιά τα χρόνια και ήξερε τη χημεία της χλωροφύλλης, για να μου δείξει την αγάπη και την αφοσίωσή του.
Ώσπου μια μέρα, ανύποπτη, με το πρώτο φως ήρθαν τα πάνω κάτω και φόβος κρυφός φώλιασε στα φυλλοκάρδια μου. Ο αγοραίος αρχάγγελος κατέβηκε, έριξε τη βαριά σκιά του, με ξερίζωσε και πήρε την προγραμμένη μου ψυχή. Βλέπεις, αφού έγινα υπεραιωνόβια, είχε φτάσει και για μένα το πλήρωμα του χρόνου για την αέναη μεταμόρφωση. Τα ριζοδόντια μου πέσαν ένα ένα, τα νεφρά μου πέτρωσαν, το κορμί μου ζάρωσε. Ήγγικεν η ώρα να γίνω μετά θάνατον χρήσιμη, ώστε να αποκτήσω – λένε οι νόμοι των σοφών – υπεραξία. Στο βασίλειο των θνητών, βλέπεις, κι ο θάνατος κερδώος είναι. Καλύτερα νεκρός παρά ζωντανός.
Ένα πρωί ξεμαλλιασμένη και αχτένιστη άρον άρον με σύρανε σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο όπου αντηχούσε ο αέρας από τον ήχο των πριονιών, της πλάνης και των σφυριών, με σκίσανε -είπανε οι χειρουργοί – σύμφωνα με τα νερά μου κι έπειτα μεταποιημένη, άσεμνα με ταριχεύσανε σε σχήμα συμπαγές.
Τέλος πάντων, αυτά έχει ο χρόνος ο πανδαμάτωρ. Αν και για να ’μαι ειλικρινής, είναι στιγμές που θα’ θελα να ’μουν ένα λεχούδι κούτσουρο που καίγεται στο τζάκι και ζεσταίνει με την πύρινη γλώσσα του τους ξωμάχους που τουρτουρίζουν απ’ το κρύο – και πού ξέρεις, μπορεί και να λαμπάδιαζε και κανένα ομορφόπαιδο για χάρη μου, και τότε, τ’ ορκίζομαι, σποδός θα γινόμουν στα πόδια του – παρά να ζω φυλακισμένη σε τέσσερις τοίχους το θαύμα της καθημερινής μου αθανασίας. Τι αξία έχει στ’ αλήθεια η έσχατη αιωνιότητα χωρίς να μπορείς ν’ ανθίζεις;
Στα ισόβια γεράματα εντοιχισμένη σε δώδεκα τετραγωνικά, μόνη μου παρηγοριά ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, που έχει κάτι απ’ το παλιό το άρωμά μου, και τα βιβλία. Ναι, τα βιβλία… τ’ αφήνω να αναπαύουν γενναιόδωρα τις ράχες τους στο αποδεκατισμένο μου κορμί και σαν βάλσαμο να λυτρώνουν τη λεηλατημένη μου ψυχή οι λέξεις τους.
Μα πιο πολύ μ’ αρέσει, όταν βραδιάζει, ένα απόκερο ακουμπισμένο πάνω μου π’ αφήνει να γλιστρά ανεπαισθήτως μέσα μου η βαριά φωνή του κυρ-Αλέξανδρου, ίδιος ψαλμός σε ρημοκλήσι· αφού πρώτα βγάλει από την έξω τσέπη του τριμμένου στους αγκώνες πανωφοριού του, ένα κομπολόι φτιαγμένο από ξύλο βελανιδιάς, και από τη μέσα ένα φλασκί γεμάτο κρασί για να βρέξει μια σταλιά τα χείλη του, επαναλαμβάνει εμμονικά την ιστορία της γιαγιάς μου, της βασιλικής δρυός, του Μεγάλου Δέντρου. Την ακούτε; «Είπε να μου φεισθούν, να μη με κόψουν… δια να μη κάμω ακουσίως κακόν. Δεν είμ’ εγώ νύμφη αθάνατος· θα ζήσω όσον αυτό το δένδρον…» Χους ειμί και εις χουν απελεύσομαι, το στήθος μου ουρλιάζει, νερό έσομαι για τους διψασμένους, ψωμί για τους πεινασμένους, αγέρας φουσκοδέντρης για τους φυλακισμένους, ρούχο για τους γυμνούς, σπίτι για τους άστεγους, εγώ το χώμα και σεις οι ρίζες π’ απλώνουν.
________________________________________________________________________________________
*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος σπούδασε φιλολογία και εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. Πρώτο βιβλίο του «Δημόσιες ιστορίες» (διηγήματα, ἐκδ. Πηγή, 2013). Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Fractal.