Γράφει η Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου*
Η μαμά λέει ότι πρέπει ν’ αρχίσω να χτίζω το ‘εγώ’ μου, την ‘ταυτότητά’ μου και οι λέξεις της πέφτουν η μια πάνω στην άλλη προσεκτικά, αλλά με κρότο, σαν τουβλάκια λέγκο. Τώρα που μένω μόνος μου πρέπει, λέει, να κάνω ένα φάκελο με όλα τα χαρτιά μου, Αστυνομική ταυτότητα, Απολυτήριο Λυκείου, Βεβαίωση ΑΜΚΑ, Βεβαίωση ΑΦΜ, Δίπλωμα Οδήγησης, Βιβλιάριο Υγείας, ακόμα και τ’ αποτελέμσατα όλων των ιατρικών εξετάσεων που έχω κάνει μέχρι τώρα κι αργότερα, όταν αποφοιτήσω με το καλό, το Πτυχίο Οικονομικών της ΑΣΟΕΕ. Σ’ αυτό το φάκελο θα είναι κλεισμένο το ‘εγώ’ μου, που θα παχαίνει και θα παχαίνει με τον καιρό, αλλά και που θα με διαχωρίζει απ’ τα άλλα ‘εγώ’ γύρω μου, θα με κάνει ‘μοναδικό’ και θα αποδεικνύει εμπράκτως και σαφώς την ύπαρξή μου μέσα στην κοινωνία, όπως αυτή θα επισφραγίζεται απ’ τα υπογεγραμμένα, επίσημα αυτά έγγραφα.
Εμένα μου ακούγεται σα να προσπαθεί να με κάνει ‘μια απ’ τα ίδια’, ένα απλό κομμάτι, ένα τουβλάκι μιας συνολικής κατασκευής λέγκο, που κάποιος ή κάποιοι το κινούν, του βρίσκουν θέση, του αλλάζουν θέση, το διαλύουν σε κομμάτια όποτε θέλουν και όποτε θέλουν πάλι, το συναρμολογούν με την ίδια ή διαφορετική διάταξη. Όλα τα τουβλάκια πανομοιότυπα, άντε ν’ αλλάξει λίγο το σχήμα ή το χρώμα, άντε να ‘χει λίγο πιο ανεβασμένο αιματοκρίτη, π.χ. κάποιος ή μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στο απολυτήριο Λυκείου, που αυτό δεν αποτελεί και πάντα αντικειμενικό κριτήριο της ευφυίας ή των ικανοτήτων τους. Κάποιες φορές αυτό εξαρτάται κι απ’ το πόσο καλά ξέρουν οι γονείς τους να ‘προσεγγίζουν’ τους καθηγητές και να τους ‘ανταμοίβουν’ για το ιερό τους λειτούργημα, με τα κατάλληλα υλικά ή προφορικά (γεμάτα κοσμητικά επίθετα) μέσα που στοχεύουν στα υψηλόφρονα αισθήματα και την ανάγκη τους για κολακεία και αυτοεκτίμηση. Αυτό είναι γνωστό και εμφανές και, παραδόξως, κοινώς αποδεκτό ή απλώς κοινώς επιδεχόμενο παράβλεψης. Όλοι βλέπουμε τα τουβλάκια ν’ αλλάζουν θέση και μικρότερα να μετακινούνται σε υψηλότερες θέσεις και μεγαλύτερα, πολλάκις, να βρίσκονται στη βάση της κατασκευής, που δικαιολογείται και νομοτελειακά.
Όταν λέω στη μαμά τις απόψεις μου κι ότι δεν θέλω να φτιάξω το ‘εγώ’ μου μέσα σ’ αυτή την κοινωνία ηλιθίων, όπου αναξιοκρατία κι αδικία επικρατεί, αυτή μου λέει ότι θέλω δε θέλω θα πρέπει να ενσωματωθώ κι εγώ, να ειδικευτώ, να επιβιώσω, να συνεργαστώ, να υποταχτώ κι όλα αυτά τα ρήματα που λήγουν σ’ αυτό το ωμέγα που περιμένει ξαπλωμένο κι αδειανό. Εγώ της λέω ότι προτιμάω να κάθομαι σπίτι και να τρέφομαι με κονσέρβες, παρά να συνεργάζομαι με ανοήτους κι αυτή λέει, «Ναι, αλλά ποιος θα τις αγοράζει τις κονσέρβες αυτές κι ως πότε; Ο πατέρας σου θα πάρει μια μίζερη σύνταξη σύντομα και τότε…». Μετά σηκώνει το ένα φρύδι της κι αλλάζει ύφος. «Και είναι ζωή αυτή βρε παιδί μου για έναν πανέξυπνο νέο σαν και σένα; Αν νοιώθεις ότι υπερέχεις, βγες στον κόσμο να το αποδείξεις και πού ξέρεις, μπορεί να γίνεις πρότυπο, παράδειγμα προς μίμηση και ν’ αλλάξεις, να σχεδιάσεις εσύ όπως θες το εργασιακό ή φιλικό ή κι ερωτικό σου περιβάλλον, τον κόσμο ολόκληρο».
Την κοιτάζω καλά καλά, μια στα μάτια, μια στο στόμα, να δω αν με κοροιδεύει ή αν το εννοεί, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο κι αποφασίζω ότι δεν με νοιάζει κιόλας.
«Αυτό απαιτεί σκληρή, ασταμάτητη δουλειά, μαμά και δεν έχω καμία διάθεση να είμαι εγώ αυτός που θα σώσει τον κόσμο. ‘Ασε που δεν μπορεί κανείς να ξέρει πού μπορείς να καταλήξεις τελικά. Κι ο Χριστός ο ίδιος που επιχείρησε να το κάνει, κατέληξε καρφωμένος στο σταυρό στα τριάντα του. Γι’ αυτό, όχι ευχαριστώ», λέω. «Ας αναλάβει άλλος το έργο αυτό». Και κλείνομαι στο δωμάτιό μου και παίζω minecraft, δημιουργώ τον δικό μου κόσμο με πολύ μικρότερη προσπάθεια, αλλά ευελιξία και στρατηγική παρ’ όλα αυτά, που πραγματικά με κάνει να θαυμάζω τον εαυτό μου.
Η μαμά επιμένει να πάμε να δούμε αυτή τη σπουδαία, όπως την αποκαλεί, ψυχολόγο στη Βασιλίσσης Σοφίας. Κοκαλώνω όταν το πρωτακούω.
«Με θεωρείς τρελό;» της λέω κι αυτή με μάτια και στόμα ορθάνοιχτα, αλλά και με χέρια απλωμένα λες και είναι έτοιμη να τινάξει κάποιο τραπεζομάντιλο απ’ τα ψίχουλα, λέει,
«Ψυχολόγος είναι, όχι ψυχίατρος. Ο ψυχολόγος είναι κάτι σα σύμβουλος. Όλοι πάνε τώρα πια. Να μιλήσετε λίγο, ν’ αναλύσει τα πράγματα, να τα ταξινομήσει, να τα προβάλλει καλύτερα σαν τρίτο, πιο αποστασιοποιημένο πρόσωπο που είναι και να σε βοηθήσει ν’ αντιληφθείς πράγματα που μόνος σου αλλιώς δεν θα μπορούσες».
«Να με βάλει κι αυτή σε φάκελλο, δηλαδή, να με ‘ταυτοποιήσει’. Γιατί ψάχνεσαι, μαμά; Είμαι κι εγώ ένα ακόμα τουβλάκι, μόνο που το καλούπι στράβωσε στο ψήσιμο και χάλασε και δεν εφάπτεται, δεν κολλάει με τ’ άλλα. Ε, και τι έγινε; Δεν θα λείψω σε κανέναν».
«Γι’ αυτό θέλω να μιλήσουμε…»
«Ω, καλά καλά». Υποκύπτω για να γλιτώσω τη γκρίνια της και να της αποδείξω ότι εγώ έχω δίκιο.
Το γραφείο της ψυχολόγου είναι γεμάτο μονόχρωμα έπιπλα με πολλές γωνίες, παραλληλόγραμμος γκρι καναπές, τετράγωνη, μπεζ πολυθρόνα, παραλληλόγραμμο, καφέ γραφείο και τετράγωνο βάζο για τα λουλούδια – απορώ πού το βρήκε – ακόμα και το κεφάλι της γιατρου είναι παράξενα μεγάλο και τετράγωνο, μαλλιά σε αυστηρό καρέ και ολόισια κομένη λες με χάρακα αφέλεια και αυτή είναι όλη χωμένη σ’ ένα φαρδύ, μαύρο ταγιέρ. Οι τοίχοι καλυμμένοι σχεδόν με πίνακες αφηρημένης τέχνης. Εδώ κι αν έχει παραλληλόγραμμα. Τους κοιτάζω και προσπαθώ να καταλάβω τί θέλουν να επικοινωνήσουν. Η γιατρός με παρακολουθεί καθώς εγώ παρατηρώ τις αλλοπρόσαλλες μορφές στους πίνακες, υπογεγραμμένοι οι περισσότεροι από κάποιον Asger Jorn και Willem de Kooning.
«Σας ενδιαφέρι η τέχνη, κύριε Πατρόκλου;» λέει επιτηδευμένα μειλίχια και μου δίνει την εντύπωση ότι απευθύνεται σε κάποιον ηλικιωμένο κύριο που κάθεται ακριβώς πίσω μου, παρ’ όλο που είμαστε μόνοι στο κρύο δωμάτιο.
«Ναι, γιατί όχι;» λέω χωρίς να την κοιτάξω. Παρατηρώ αυτό το ‘Smating’ του Willem de Kooning. Όλων των ειδών τα σχήματα και χρώματα αγκαλιασμένα το ένα με τ’ άλλο, σχηματίζουν ένα σύνολο από δεν ξέρω κι εγώ τι.
«Τι βλέπετε σ’ αυτόν τον πίνακα, κύριε Πατρόκλου;»
«Μμ.. Διάφορα σχήματα ανακατεμένα, αλλά και μάτια ανθρώπων που πνίγονται μέσα σ’ αυτό το συνονθύλευμα σχημάτων και μας κοιτάζουν τρομαγμένα και ξαφνιασμένα».
«Γιατί νομίζετε;»
«Ξέρω γω. Ψάχνουν ίσως να βρουν το ‘εγώ’ τους που πνίγεται απ’ το σύνολο, τη ‘μοναδικότητά τους’ που χάνεται σ’ αυτό το χωνευτήρι». Α, θα τ’ ακούσει κι αυτή.
«Έτσι νομίζετε ε; Δεν βρίσκετε το σύνολο αρμονικό; Δε δένει σαν αυτόνομη, λειτουργική ύπαρξη;»
«Εγώ δε βλέπω κάποιο αρμονικό δέσιμο, κυρία. Με πνίγει, εδώ πνίγει τα ίδια του τα κομμάτα, τα κατατρώει. Δεν είναι εμφανές;» Την κοιτάζω σα να αμφισβητώ τις ικανότητές της να αναλύει έργα τέχνης.
«Μάλιστα. Τι λέτε τότε γι’ αυτόν τον πίνακα του Asger Jorn;» Μου δείχνει τον πίνακα με κάτι ανθρωπάκια με δυστυχισμένες φάτσες και μεγάλες μύτες και στο κέντρο ένα ανθρωπάκι, σα χαμένο παπάκι μοιάζει, που οι γύρω του φαίνονται να προσπαθούν αγωνιωδώς να το καθοδηγήσουν, σα να περιμένουν κάτι απ’ αυτό, αλλά κι αυτά τα ίδια όμως να μην είναι σίγουρα για το τι ακριβώς αναμένουν ή αν πραγματικά το επιθυμούν τελικά.
«Τι συναισθήματα σας προκαλεί ουτός ο πίνακας;»
«Δυστυχία και καταπίεση», της λέω και τότε μου δείχνει έναν άλλο πίνακα της Jean Dubuffet με παράξενα, σα λιωμένα κουτιά μ’ ανθρώπους μέσα και στη μέση ένας δρόμος όπου άνθρωποι με καπέλα περπατάνε ο ένας πίσω απ’ τον άλλο. Πολλά σχήματα και χρώματα σ’ ένα σύνολο που μου θυμίζει χαλί που ξέβαψε.
«Βλέπετε παρ’ όλη την ιδιομορφία των σχημάτων εδώ, στο δρόμο προχωρούν άνθρωποι, υπάρχει δραστηριότητα, ζωή».
«Δεν μ’ αρέσει που όλοι μοιάζουν τόσο. Όλοι φορούν καπέλα».
«Όλοι έχουν κάτι να προσφέρουν στο σύνολο, κάτι δικό τους, κάποιες δεξιότητες, ταλέντα, γι’ αυτό ίσως…»
«Και μετά θα μπουν κι αυτοί σε κουτιά;»
«Ίσως. Ίσως τα κουτιά να συμβολίζουν την ιδιωτικότητά τους, την ταυτότητα του καθενός».
«Μοιάζουν σαν να είναι τιμωρημένα γιατί δεν μπορούν να προσφέρουν, να βγουν στο δρόμο κι αυτοί. Δεν είναι λειτουργικά μέλη του συστήματος».
«Τιμωρημένοι; Από ποιούς;»
«Απ’ το σύστημα. Περιθωριοποιημένοι».
«Πολλές φορές περιθωριοποιούνται από μόνοι τους οι άνθρωποι. Το επιβάλλουν οι ίδιοι στον εαυτό τους».
«Γιατί;»
Αντί γι’ απάντηση μου δείχνει έναν πίνακα που μοιάζει μ’ ινώδη ιστό αράχνης, που από κάτω του έχει τα θύματά του, παγιδευμένα, του De Koooning κι αυτός. Πολλά σχήματα και χρώματα αγκαλιασμένα κι ένας άσπρος ιστός που διαπερνά τα πάντα, τα συνδέει, τα κρατάει δεμένα.
«Τι λέτε γι’ αυτόν; Αλληλοσυμπληρώνονται», λέει. «Έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον, ενώνονται για να λειτουργήσουν καλύτερα. Είναι η φύση μας. Η ισχύς εν τη ενώση».
«Εγώ τα βλέπω σαν παγιδευμένα όλα», λέω και την κοιτάζω σταθερά στα μάτια ξεφυσώντας. Δεν είμαι υποχρεωμένος να δω αυτά που βλέπει αυτή, σώνει και καλά. Αν μπορούν να σταθούν και μόνα τους, σε τι εξυπηρετεί ο ιστός; Για να τα επίβλέπει και να τα χειραγωγεί;
Στο δρόμο για το σπίτι, στο ταξί, με ρωτάει η μαμά μου,
«Πώς ήταν;»
«Σα μάθημα ζωγραφικής».
«Τι κατάλαβες; Τι αποκόμισες;»
«Ότι πρέπει επειγόντως ν’ αλλάξει πίνακες και διακόσμηση».
Η μαμά μου σουφρώνει τα χείλη της. Οι κόρες της κυλάνε πίσω απ’ τα βλέφαρά της.
«Ξέρω γω…Ότι πρέπει να βρω και ν’ αγοράσω το κατάλληλο καπέλο και να βγω απ’ το κουτί μου γιατί έχει ξεβάψει και λιώνει καθημερινά, χάνει το σχήμα του και αν ο ιστός απόδυναμώσει δεν θα μπορεί πια να με κρατήσει και θα χρειαστεί να βγω στο δρόμο. Ως τότε, πρέπει να ‘χω βρει το κατάλληλο καπέλο».
Η επόμενη κουβέντα της μάνας μου, που με κοιτάζει μ’ ορθάνοιχτα μάτια και στόμα είναι ότι πρέπει να συμβουλευτούμε έναν ψυχίατρο και γρήγορα μάλιστα. «Δεν είναι τίποτα. Όλοι πάνε τώρα», λέει.
«Είμαι σίγουρος», λέω.
Όπως κοιτάζω τα μάτια της μάνας μου είναι σαν να βλέπω τα μάτια στον πίνακα Smating του DeKooning και προσπαθώ να θυμηθώ τι στ’ αλήθεια να σημαίνει η λέξη smating. Νομίζω κάτι σαν ‘γίνομαι επιθυμητός, αποδεκτός, ταιριαστός, συνευρίσκομαι με την αδερφή ψυχή μου’ ή κάτι τέτοιο.. Κι αυτό που βλέπεις σ’ αυτά τα μάτια είναι μια απελπιστική επιθυμία, μια απέραντη ανάγκη και φόβο για την επίτευξη όλων αυτών των στόχων, που φαντάζουν τόσο ουτοπικοί όμως, και το χειρότερο είναι ότι όταν κοιτάζω τον καθρέφτη του οδηγού, αυτό αρχίζω να βλέπω να εισχωρεί σιγά σιγά και στα δικά μου μάτια. Αυτό και τα τουβλάκια-ταυτότητες καθώς ελίσσονται, αναμειγνύονται, συγχωνεύονται, τόσο γρήγορα και με τόσo άγχος, όλα δεμένα με το ίδιο πλέγμα-ιστό που όσο το παρατηρώ, τόσο μου μοιάζει με εκκρίσεις, περιττώματα, αποτέλεσμα των δικών τους φόβων, ένας τρόπος άμυνας ίσως, κι αναρωτιέμαι μήπως τελικά αυτός ο ιστός δεν είναι κάποιο εξωτερικό εργαλείο χειραγώγησης, αλλά κάποιο δικό τους, εσώτερο δημιούργημα, ο φόβος για την ίδια τους τη φύση που ενώ θέλει να κρατήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της , πρέπει παράλληλα και να λειτουργήσει σ’ ένα πειθαρχημένο σύνολο, και μου ‘ρχεται στο μυαλό κάτι που διάβασα για τη φυσική μπογιά που παράγουν κάποια σαλιγκάρια που, μη μπορώντας ν’ απορροφήσουν τα διαφορετικά χρώματα στις τροφές τους, τα ξερνάνε και μεταμορφώνουν με τις βλέννες τους τα πάντα σε μια μεγάλη, ομοιόμορφη μουτζούρα, και δεν ξέρω τι με τρομάζει περισσότερο τελικά, ο φόβος μου μήπως δεν μπορέσω να αφομοιωθώ κι εγώ ή ο φόβος για το αντίθετο.
______________________________________________________________________
Η Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα ήσυχο, ορεινό χωριό του Ξηρομέρου και τώρα ζει στην Αθήνα με το σύζυγό και τα δυο της παιδιά. Κατέχει πτυχίο στην Λογοτεχνία [BA (Hons) Literature] και μεταπτυχιακό στην Διημιουργική γραφή [MA in Creative Writing] απ’ το Lancaster University. Οι ιστορίες της έχουν δημοσιευτεί σε online και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά σε Ελλάδα και εξωτερικό.