«Ο Θεός του ροκ μαζί σου!» Να φάω τηγανητό χελιδόνι αυτό άκουσα. Είχε μόλις τελειώσει η Θεία Λειτουργία. Να ‘ταν παράκρουση, από κείνες των λωλών πριν τους κουκουλώσουν; Κουμπώθηκα. Ιερομόναχος άνθρωπος στην καρδιά του Αγίου Όρους και Ροκ; Δεν έδενε.
Ψυλλιάζεται όμως την έκπληξη και σκύβει. Μου το ξανασφυρίζει μέσα από τα γένια απαράλλαχτο: «Ο θεός του Ροκ μαζί σου αδελφέ» και μου χώνει στο χέρι αντίδωρο. Τόσα χρόνια νηστεία και προσευχή θα του δόθηκε θεία χάριτι τηλεπάθεια, σκέφτηκα. Διείδε που ήμουν άπιστος Θωμάς, αλλά και παλιός ροκάς από τους λίγους. Θα ‘ξερε και για το κατάστημά μου των μουσικών οργάνων, γιατί απορημένος κάνω να φύγω και με τραβάει απ’ το μανίκι: «Θα περάσω μια μέρα απ’ το μαγαζί σου, να με περιμένεις. Kι αδελφέ…», συνεχίζει σχεδόν απνευστί, «εν όλη τη ψυχή σου ευλαβού τον Κύριον και τους ιερείς αυτού θαύμαζε».
Απρίλης του ‘98, αρωματοπνίχτης. Με το Γιώργη τον καψουρο-τραγουδιστή, ζήσαμε κείνο το μήνα τρεις μέρες εξωκοσμικές στη Μονή Μεγίστης Λαύρας. Ψάχναμε ο καθένας τη δικιά του λύτρωση. Εγώ από βίδα ότι τα πάντα εδώ πληρώνονται ζητούσα γραμμή, κι αυτός ερωτοχτυπημένος απαλλαγή από τα βέλη του έρωτα. Δεν έπαψαν ποτέ να τον καταδιώκουν. Κι ας τα ξόρκιζε μερόνυχτα στα σκυλάδικα.
Χύθηκε πολύ νερό από τότε. Μέχρι που χθες γλιστράει στο κατάστημα κείνο το αερικό με το ράσο, και μ’ αναμοχλεύει. Στην αρχή νόμισα πως μπήκε γι’ αγιασμό, μα το καλαντάρι χτυπιόταν στον τοίχο πως δεν ήταν των Θεοφανίων κι είπα μάλλον για εισφορά. Έκτιζαν τότε, μ’ εντολή της Μητρόπολης, ναό δίπλα ακριβώς απ’ το δημόσιο γηροκομείο, για να ‘χει κι η δικιά μας ενορία ένα πάγιο έσοδο. Ας είναι κι από κηδείες. Κοψοχρονιά τότες, τα μόνα που κρατούσαν τιμή ήταν τα φαστφουντάδικα και οι κηδείες. Ειδικά τα κηδευτικά είχαν ανέβει σε τέτοια απίστευτα ύψη, που σκεφτόσουν πολύ ν’ αποδημήσεις. Θα ‘χαν μείνει ρέστοι από λεφτά, υποψιάστηκα, γι’ αυτό και στέλνανε πατέρες να εισπράξουν. Ήταν πιο πιστευτοί, ενέπνεαν.
Έμπαιναν στο κατάστημα διάφοροι. Είχα πάρε δώσε με κάθε καρυδιάς καρύδι, από μαθητές και δασκάλους μέχρι νταβατζήδες κι ιδιοκτήτες καμπαρέ. Παπά όμως ποτέ. Κι ενώ τον περιμένω πίσω απ’ τον πάγκο, έχοντας ήδη κτισμένο το χαμόγελο που πουλά, αυτός μ’ αγνοεί και προχωρά κατευθείαν στα όργανα.
Αρχίζει να τα περιεργάζεται ένα-ένα σαν επαγγελματίας μουσικός, κάνοντας αρχή-αρχή απ’ τα πνευστά. Αγκαλιάζει την γκρανκάσα, ίδια όπως αγκαλιάζεις μωρό που κλαίει, μα δεν την παίζει, περνάει στην παχουλή τούμπα: Την παίρνει στα χέρια, κάθεται στο σκαμνί, την κλείνει καλά ανάμεσα στα γόνατα κι ακουμπάει το στόμα στην κουπίτσα του περιστομίου. Την ξεφωνίζει ένα με δυο φορές κι όλα γύρω ξυπνάνε, τρέμουν ομαδικά σαν σεισμός. Ξεκολλάει τα χείλη, αφουγκράζεται για λίγο το γλυκό θάνατο των κραδασμών και παίρνει στα χέρια το τρομπόνι. Το χαϊδεύει, το γυαλίζει με τους αγκώνες κι αφού του σκουπίσει το στόμιο το φέρνει στα χείλη. Παίρνει βαθιά ανάσα, φουσκώνει τα μάγουλα και μετά, μ’ όλη του τη δύναμη, εκπνέει φιλί ζωής στο λαρύγγι του οργάνου που στριγκλίζει σαν ελέφαντας αγουροξυπνημένος.
Φτάνει μετά στις κιθάρες: Παίρνει στα χέρια πρώτα-πρώτα την κλασική, και μετά προσέχω που κολλάει πιο πολύ στην ηλεκτρική, τη Στρατοκάστερ. Την κοιτάζει αμίλητος και μοιάζει να της εξηγεί ή και να ζητά συγχώρεση για κάτι που την πλήγωσε άθελά του. Ρυθμίζει όμως τα ποτενσιόμετρα κι αρχίζει να τη χαϊδεύει, στην αρχή απαλά απαλά, μα ύστερα τη γρατζουνάει, της γδέρνει τις χορδές με μανία και την ταλαιπωρεί, την εκνευρίζει αφάνταστα, το νιώθω στις διαμαρτυρίες της που μου τρυπάνε τα τύμπανα. Απότομα την παρατάει. Σαν αμαρτωλός φαίνεται να μετανιώνει. Δείχνει να ασέλγησε.
Περνάει ένα χέρι και τ’ άλλα έγχορδα, κατευθύνεται στο βάθος δεξιά, εκεί όπου έχω παρκάρει τα ντραμς κι απότομα φρενάρει. Ανασκουμπώνεται. Συμμαζεύει με το δεξί το ράσο, το τραβάει πάνω απ’ τα γόνατα, κι αναπηδώντας ψηλά σαν ζαρκάδι αιωρείται ελάχιστα στο κενό και μετά πέφτει στην περιστρεφόμενη καρεκλίτσα, όπου ισορροπεί χωρίς ν’ ακουμπάει πουθενά! Βάζει αμέσως μετά το χέρι κάτω απ’ το ράσο κι εμφανίζει τις δυο μπαγκέτες με τα βυζάκια στις άκρες, που ‘χουν όλοι οι ντράμερς. Ρίχνει δυο με τρεις ομοβροντίες στα τάμπουρα, κλοτσά ταυτόχρονα κι απανωτά την μπότα, και βαρώντας τα χάλκινα πιατίνια τ’ αναγκάζει να τσιρίξουν όλα μαζί σαν βραχνές κάργιες. Καθησυχάζει τα πουλιά, ακουμπώντας τα τρυφερά με τα ξύλινα πλήκτρα μέχρι που σιωπούν, κι αμέσως πετάγεται κάτω.
Έρχεται κατά πάνω μου το ίδιο σβέλτα σαν πετεινάρι. Πλησιάζει κι αναδύονται απ’ το παρελθόν κείνα τα γλαρά κι αιωνίως υγρά μάτια με τη γαμψή μύτη από κάτω. Πιο κοντά κι αργοσαλεύουν μέσα μου Απρίλης κι Άγιο Όρος, Θεία Κοινωνία κι Απόλυση, αντίδωρο και Ροκ. Είναι και το βάδισμα αλά Ντάστιν Χόφμαν κι είμαι σίγουρος: O Ευτύχιος είναι! Το μουσικό αυτί απ’ το Λύκειο, που ανταλλάσσαμε δίσκους και πορνοπεριοδικά στο διάλειμμα. Στην πραγματικότητα είχα να τον δω πάνω από δέκα χρόνια.
Νέος φέρελπις, με λαμπρόν μέλλον, φεύγει για σπουδές στην Αθήνα, αλλά φευ! Με πρεζάκηδες και χεβιμεταλάδες καταλήγει πρεζόνι, μέχρι που μια μέρα το τηλέφωνο χτυπά μουσκεμένο: O Ευτύχιος στην εντατική. Μισοπνιγμένο τον βρήκαν ν’ αφρίζει, το μανίκι ανεβασμένο, τη σύριγγα στη φλέβα και στο πικ-απ να ουρλιάζουν οι Ντιπ Περπλ στο Xάιγουεη Σταρ.
Στο τσακ όμως τη σκαπουλάρει, τον στέλλουν στην Ελβετία, αποτοξινώνεται και μας ξανάρχεται. Πίσω στις ρίζες του, εδώ που αρχίζουν όλα για όλους, στη γειτονιά. Στεγνός κατάστεγνος έκανε μπαμ η απαλλαγή του, αλλά το Ροκ, Ροκ. Το Ροκ για εκείνον ήταν δεύτερη φύση, ηχητικό οξυγόνο, θεός κι αφιόνι μαζί. Για να δεις, πιο μικρός σαν ήθελε να γίνει πιστευτός για κάτι ακραίο ή και απίθανο, ορκιζόταν στο θεό του Ροκ: Ανασήκωνε για λίγο τ’ ακουστικά του Γουόκμαν, σου ‘λεγε: «Μη σώσω και ποσώσω, ο θεός του Ροκ φωτιά να ρίξει να με κάψει αν λέω ψέματα» και τα ξανάβαζε πίσω στ’ αυτιά.
Η μουσική αυτή εξακολουθούσε να του στουπώνει, και μετά την Ελβετία ακόμη, κύριος οίδε πόσες διαρροές στην άβυσσό της ψυχής του. Μα ενώ μαϊμούδιζε θαυμαστά στην κιθάρα τις κορόνες των μετρ – ειδικά κείνου του Τζίμι Πέιτζ των Λεντ Ζέππελιν – μην ακούσει ξανά νότα από Ντιπ Περπλ. Ούτε σ’ αφίσα!
Λίγους μόνο μήνες μετά την επιστροφή του, οι γονείς αναθέτουν σε γνωστό πνευματικό της ενορίας να τον πάρει από κοντά. Οδηγείται έτσι αγάλι, αγάλι στους κόσμους της επιθυμίας και της ελπίδας. Εγκαταλείπει τη ματαιότητα του ρεαλισμού και της λογικής. Καταπιάνεται με συναξάρια, ευαγγέλια κι εξιστορήσεις θαυμάτων από πρώτο χέρι και λάου-λάου γαληνεύει, αποκτά ύφος αλέ-πασέ, ταιριάζει μ’ όλους και όλα.
Ώρες-ώρες, σαν ψιλομπούχτιζε με τους αγίους, ερχόταν και καταδώ. Μέναμε τότε στη Βίκτορος Ουγκώ κοντά στο σφαιριστήριο του Διομήδη. Τα παιδιά παρατούσαν αμέσως τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και ξέροντας την απέχθειά του για τους Ντιπ Περπλ, τον άρχιζαν την καζούρα. Του ζητούσαν, δήθεν, τίποτα νέα απ’ το συγκρότημα κι αυτός φούντωνε. Κοκκίνιζε, μα συγκρατιόταν. Ίδιος ο Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος μπροστά στις ορδές των θηλυκών πειρασμών. «Ρε παιδιά, να το ξέρετε», τους έλεγε, «εγώ ροκάς γεννήθηκα, ροκάς θενά πεθάνω, μόνο τους Ντιπ Περπλ μη μου θυμίζετε, γιατί παθαίνω, ξυπνάει κείνη η σύριγγα και μου τυλίγει το μανίκι, σας παρακαλώ, ήμαρτον!»
Τον επόμενο χρόνο χάθηκε. Λέγανε ότι «αναχώρησε» για το Άγιο Όρος, όπου περιεβλήθη το μοναχιστικό σχήμα, αφήνοντας πίσω εμάς τους αμαρτωλούς, ν’ αντιπαλεύουμε τους χίλιους-δυο μεταμορφωμένους Βελζεβούληδες της πόλης.
Μου συστήθηκε: «Πάτερ Εφραίμ, κατά κόσμον Ευτύχιος». Σαν είδε που τον θυμήθηκα έλαμψε! ‘Ιδια όπως και τότε που τρελαινόταν κάθε που ‘βλεπε καινούριο δίσκο των Πινκ Φλόιντ. Τον τράταρα χυμό. Δεν το δέχτηκε κι ανάβοντας ευθύς τσιγάρο, μου ζητάει καφέ: «Απ’ τον καπνό δεν ξεμπέρδεψα ακόμη», μου λέει, «αλλά πού θα πάει θα τον κόψω, να το δεις. Θυμάσαι τότε με τα ναρκωτικά, ε; Έτσι και με δαύτον, θα του κλοτσήσω τ’ αρχίδια, τον καταραμένο».
Και σε κάτι άλλο παρέμεινε πιστός: Στο Γουόκμαν! Το ανασύρει ευλαβικά σαν φυλαχτό από χειροποίητη θήκη που ‘χει στη μέση, και μου το δείχνει με περηφάνια μαζί με τ’ ακουστικά κεφαλής: «Εκεί, όταν καμιά φόρα με πλακώνουν νοσταλγία και μοναξιά ή κι ακόμη όταν αισθάνομαι πονηρά πνεύματα να εισβάλλουν στο κελί, το βάζω στη διαπασών, φοράω τ’ ακουστικά σφικτά και τότε δεν ακούω διαβόλου φωνή, μα ούτε κι ανθρώπου. Ακούω Ροκ και μόνο Ροκ. Όταν η μουσική τελειώνει, βγάζω τ’ ακουστικά κι η γύρω μου η σιωπή μου λέει πως είμαι πια ασφαλής και δε φοβάμαι κανένα».
Ξαφνικά συννεφιάζει. Κάτι θέλει να πει. Ανοίγει το στόμα και το ξανακλείνει, το ξανανοίγει, το ξανακλείνει, το ξανανοίγει, το ξανακλείνει. Δεν αντέχει άλλο: «Ξέρεις…ο ηγούμενος της μονής, κείνο το ξόανο, έμαθε για το Γουόκμαν και του σφηνώθηκε ιδέα πως άμα παίζεις τις κασέτες ανάποδα ακούς μηνύματα σατανικά. Να ‘χα μόνο μια ηλεκτρική κιθάρα…».
Μου εξηγεί πως έχει και κόλπο να μη ξετρελαίνει τους υποψήφιους αγίους: Θα μπόλιαζε την κιθάρα με ειδικό πρόγραμμα σιγαστήρα, που λειτουργεί και με κοινές μπαταρίες. Του το χάρισε Εγγλέζος ηλεκτρονικός που βρέθηκε πέρσι στο μοναστήρι κυνηγημένος από κακό διαζύγιο. Ροκάς κι αυτός φανατικός, έφτιαξε ο Ροκόβιος τσιπ με λογισμικό τρελό, που σ’ αφήνει να γλυκαίνεσαι τις κλαίουσες χορδές με ειδικά ακουστικά, ενώ γύρω οι άλλοι τραβάνε τα μαλλιά τους που σε βλέπουν να κουνιέσαι κι αυτοί δεν ακούνε γρυ!
Στο βωμό των παλιών ανταλλαγών του διαλείμματος του χαρίζω τη Στρατ κιθάρα, και συγκινημένος πέφτει στην αγκαλιά μου. Μένουμε εκεί χαμένοι ο ένας στον κόρφο του άλλου για δύο λεπτά. Το ράσο, που με μισοσκεπάζει, αποπνέει μια υποψία πίστης, μα μετά ξεκολλάει από πάνω μου όπως κακιά σκέψη και με τα πόδια του Ντάστιν Χόφμαν πετάγεται έξω στο δρόμο. Με την κιθάρα κάτω απ’ το ράσο εξαφανίζεται. Δεν τον ξανάδα.
Προχτές που πέρασε απ’ το μαγαζί ο Γιώργης, μου διηγήθηκε ιστορία αλλόκοτη για φιγούρα μοναχού που σκιάζονται οι επισκέπτες της Μονής Μεγίστης Λαύρας τα σούρουπα. Ακροπερπατάει, λένε, στ’ αγγρίφια της ακτής κι ακροβατώντας ζηλευτά στους βράχους, παίζει μ’ εξαιρετική κατάρτιση κιθάρα ηλεκτρική. Το πιο παράξενο όμως είναι που, ενώ φιγουράρει τέλεια το παίξιμο, κανείς δεν ακούει τίποτα! Μάλλον θα πρόκειται για φάντασμα.
Έτσι μου ‘πε ο Γιώργης ο καψούρης, που ξαναπήγε στο Άγιο Όρος χωρίς εμένα, μια τελευταία προσπάθεια, μπας κι απαλλαγεί απ’ τους δαίμονες του έρωτα. Καλλιτέχνης αισθηματίας αυτός, πιστεύει πολύ σε ψυχές και φαντάσματα.
_____________________________________________________________________________________
* Ο Aνδρέας Μαλόρης γεννήθηκε στην Aχέλεια Πάφου της Κύπρου το 1955, και σπούδασε Iατρική στη Θεσσαλονίκη και στο Γιοχάννεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής. Εργάζεται ως γιατρός στη Λεμεσό. Δημοσίευσε: Τα τριάντα ποιήματα (1983) και τις συλλογές διηγημάτων Τα μπαλόνια άφαντα (Βιβλιοεκδοτική «Κινύρας», Λευκωσία, 1997) και Τίποτα, τίποτα (ἐκδ. Άρμίδα, Λευκωσία, 2003).