Προσωπεία

Χρόνος ανάγνωσης 4 ΄

prosopeiaΓράφει η Βίκυ Κλεφτογιάννη *

Πάνε χρόνια από τότε που ο άρχοντας έδωσε την εντολή. Και άλλαξε τη ζωή όλων σ’ αυτή τη μικρή πόλη, την αποκομμένη με ψηλά τείχη, στα βάθη της Ανατολής – μπορεί και της Δύσης.

Τα πρόσωπα όλων των κατοίκων κρεμάστηκαν σε ένα κεντρικό δημόσιο κτίριο, όπως θα κρεμούσε κάποιος το καπέλο του. Εκατοντάδες πρόσωπα σε εκατοντάδες καρφιά στους τοίχους μιας τεράστιας αίθουσας. Κάθε πρωί οι κάτοικοι περνούσαν απ’ το δημόσιο κτίριο, έβαζαν μια υπογραφή στο γιγαντιαίο δερματόδετο βιβλίο στην είσοδο κι ύστερα ξεκρεμούσαν το πρόσωπό τους. Διαφορετικό κάθε φορά. Ανάλογα με τις υποχρεώσεις και τη διάθεση της ημέρας. Ένας διάλεγε το πρόσωπο μιας νοικοκυράς, αν τη μέρα εκείνη έπρεπε να κάνει φασίνα, άλλος το πρόσωπο ενός κυνηγού, καθώς σκόπευε να βγει για ορτύκια, μια γυναίκα τη μια μέρα ήθελε να είναι κοριτσάκι και την άλλη ηλικιωμένη, να κάθεται στην κουνιστή της πολυθρόνα, ένα παιδί γινόταν δάσκαλος, άλλος έπαιρνε το πρόσωπο ενός δολοφόνου, αν η μέρα φαινόταν καλή για έγκλημα.

Και το σούρουπο ξαναπερνούσαν όλοι από το μεγάλο κτίριο, έβαζαν μια υπογραφή στο δερματόδετο βιβλίο και κρεμούσαν τα πρόσωπά τους, κουρασμένα από τα γεγονότα της ημέρας. Κι ύστερα γυρνούσαν στα σπίτια τους, χωρίς πρόσωπα, έσπρωχναν τις βαριές πόρτες κι έπεφταν για ύπνο, χωρίς να λένε καληνύχτα μεταξύ τους. Κι έτσι, χωρίς πρόσωπα, με τα χρόνια ξέχασαν πώς έμοιαζαν και οι ίδιοι και οι αγαπημένοι τους, αποκόπηκαν από τις μνήμες του σώματός τους, έχασαν την ταυτότητά τους. Την ύπαρξή τους τώρα πια την καθόριζαν τα κρεμασμένα στα καρφιά -σαν καπέλα- πρόσωπα.

Κι όλα κυλούσαν ομαλά στην πόλη κι ο άρχοντας ήταν ήσυχος, καθώς κανείς δεν μπορούσε να κατηγορήσει κανέναν, να σχολιάσει κανέναν, να συμπονέσει κανέναν και για τίποτα. Το εφήμερο της κατάστασης καταργούσε όλους τους νόμους – γραπτούς και άγραφους. Αυτός που την επομένη του εγκλήματος φορούσε το πρόσωπο του δικαστή, την προηγούμενη είχε διαλέξει εκείνο του δολοφόνου. Μια γυναίκα πίστεψε ότι απάτησε τον άνθρωπο που κάθε βράδυ γυρνούσε στο σπίτι τους και ξάπλωνε δίπλα της στο ίδιο κρεβάτι, όμως ο άνθρωπος αυτός εκείνη τη μέρα είχε φορέσει το πρόσωπο του εραστή της. Και γελούσαν οι άνθρωποι, κι ερωτεύονταν και πονούσαν κι απελπίζονταν και ονειρεύονταν, για μια μέρα. Με δανεικά πρόσωπα.

Και μια στο τόσο, όλο και σπανιότερα, κάποιος ευαίσθητος σαν κάτι να θυμόταν κι εκεί στη μέση της πλατείας έβγαζε το πρόσωπό του και το πετούσε στο πλακόστρωτο και το κλωτσούσε και πατούσε πάνω του κι έτρεχε εκείνος που είχε διαλέξει τη μέρα εκείνη το πρόσωπο του αστυνόμου και τον έπιανε και τον έκλεινε σ’ ένα κελί να ησυχάσει. Κι έπειτα καθάριζε το πρόσωπο από τα αίματα και το κρεμούσε ξανά σ’ ένα καρφί.

Κι έτσι θα συνέχιζε η ζωή σ’ αυτή την πόλη στα βάθη της Δύσης – μπορεί και της Ανατολής – αν ένα παιδί ένα πρωί δεν είχε διαλέξει ανάμεσα στα εκατοντάδες πρόσωπα το δικό του, εκείνο με το οποίο γεννήθηκε – συνέβαινε κι αυτό κάποιες φορές – κι αν τούτο το ταίριασμα δεν πυροδοτούσε αυτή τη μοναδική φορά, άγνωστο για ποιο λόγο, τη γενετική μνήμη κι έκανε το παιδί να νιώσει ακέραιο, σε απόλυτη συνάρτηση με τη φύση του. Μια φύση σκανταλιάρικη, που το έσπρωξε καταμεσήμερο να τρυπώσει στο παλάτι, στο υπνοδωμάτιο του άρχοντα, και καθώς εκείνος κοιμόταν να του βγάλει το πρόσωπο και να το πάρει μαζί του.

Ξύπνησε το απόγευμα ο άρχοντας, αλλά δεν ήταν ο άρχοντας, όσο κι αν το φώναζε στους αυλικούς του, που δεν τον αναγνώριζαν. Κι έβαλε να ψάξουν για το πρόσωπό του αλλά κανείς δεν το έκανε – ποιος υπακούει έναν άνθρωπο χωρίς πρόσωπο; Και περνούσαν οι μέρες και οι εβδομάδες και η πόλη δεν είχε άρχοντα. Και κουράστηκαν οι άνθρωποι κάθε μέρα να αλλάζουν πρόσωπα κι αφού νόμος χωρίς άρχοντα δεν υπάρχει, μαζεύτηκαν μια μέρα στην πλατεία κι αποφάσισαν να ψάξουν στα υπόγεια του παλατιού να βρουν τα χαμένα τους χαρτιά, τις ταυτότητές τους, να φορέσουν τα δικά τους πρόσωπα και να μην τα ξαναβγάλουν.

Έτσι έκαναν. Και η πόλη ξαναγύρισε στην παλιά της ζωή. Όλα κυλούσαν ομαλά. Για λίγο. Ο πόνος επέστρεψε και δεν ήταν πια εφήμερος – εγκλήματα, μικρά και μεγάλα, απιστίες, απογοητεύσεις, ματαιώσεις. Γελούσαν οι άνθρωποι, κι ερωτεύονταν και πονούσαν κι απελπίζονταν και ονειρεύονταν, για μια ζωή. Σε επαφή με το μέσα τους, το αληθινό, το αβάσταχτο. Κι άρχισαν να νοσταλγούν το εφήμερο και την ελαφρότητα του. Και καθώς δεν μπορούν οι άνθρωποι χωρίς κάποιον να τους διαφεντεύει, παρακαλούσαν για έναν άρχοντα να τους γλυτώσει απ’ αυτό το μαρτύριο.

Και το θαύμα έγινε. Μια μέρα, ο άρχοντάς τους – εκείνος ο παλιός – επέστρεψε και επανέφερε την εντολή και ξανακρεμάστηκαν τα πρόσωπα στα καρφιά κι άνοιξε πάλι το τεράστιο δερματόδετο βιβλίο. Και η πόλη ξαναγύρισε στην εφήμερη ζωή της. Μόνο που ο άρχοντάς της είχε, πια, καρδιά μικρού παιδιού.
________________________________________________________________________________________

* Η Βίκυ Κλεφτογιάννη γεννήθηκε στην Άσκρη Βοιωτίας. Σπούδασε Βιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και συνέχισε με μεταπτυχιακή ειδίκευση και διδακτορική διατριβή σε θέματα περιβαλλοντικής διαχείρισης. Το πρώτο της διήγημα συμπεριλήφθηκε στη συλλογή «Θεσσαλονίκη 2012, Διαγωνισμός Διηγήματος» (εκδόσεις Ιανός). Το 2015 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «14 ζωές στη Σαλονίκη» από τις Εκδόσεις Κέδρος.