Γράφει η Κατερίνα Τζωρτζακάκη *
Όταν ήμουν μικρός, η μητέρα μου κάθε Σάββατο με έβαζε στο αυτοκίνητο και με έπαιρνε μαζί της στη λαϊκή αγορά που γινόταν σε μια κοντινή συνοικία της πόλης μας. Εγώ ένιωθα άσχημα ανάμεσα σε όλον αυτόν τον κόσμο με τις γεμάτες σακούλες και τα καροτσάκια και φοβόμουν πως θα με ποδοπατούσαν. Κρατούσα το χέρι της σφιχτά και την παρακαλούσα να επιστρέψουμε στο σπίτι. Εκείνη ήθελε να γυρίσει πολλές φορές τη λαϊκή για να βρει τα καλύτερα φρούτα και τα καλύτερα λαχανικά και κάποια στιγμή χρειαζόταν το χέρι της ελεύθερο. Οπότε με πήγαινε στο αυτοκίνητο, με κλείδωνε μέσα και μου έλεγε να περιμένω φρόνιμος μέχρι να κάνει έναν τελευταίο γύρο με την ησυχία της. Μου άρεσε που δεν ήμουν πια ανάμεσα στον κόσμο αλλά έτσι ολομόναχος που έμενα στο αυτοκίνητο φοβόμουν πως η μητέρα μου κάτι θα πάθαινε και δεν θα γύριζε ποτέ και πως ποτέ κανείς από όλους αυτούς τους αγνώστους με τις σακούλες και τα καροτσάκια δεν θα φρόντιζε να γυρίσω στο σπίτι. Αυτό μου ήρθε στο μυαλό, όταν η γυναίκα μου πριν λίγες ημέρες μου είπε ότι «έχω ανασφάλεια» αλλά δεν μοιράστηκα αυτήν την ανάμνηση μαζί της γιατί θα ακουγόταν άσχετη και συνηθίζει να λέει ότι αποφεύγω να επικοινωνήσω μαζί της, όταν διακόπτω τις συζητήσεις μας με θέματα άσχετα. Τώρα όμως το θυμήθηκα πάλι και θέλω λίγο επ’ αυτού να σκεφτώ και να αναλογιστώ αν και ξέρω ότι δύσκολο είναι να βγάλεις συμπεράσματα από τέτοιους στοχασμούς.
Είναι εύκολο να καταλάβω γιατί ένα παιδί νιώθει τόσο συχνά ανασφάλεια. Εξαρτάται διαρκώς από άλλους και είναι ανήμπορο να επιβιώσει μόνο του σε έναν κόσμο που δεν κατανοεί. Όμως εγώ έχω πια μεγαλώσει, καταλαβαίνω όσο μπορώ τον παράλογο κόσμο μας και μια χαρά επιβιώνω σε αυτόν αν και οι καιροί είναι δύσκολοι και η επιβίωση δεν είναι πια δεδομένη για κανέναν. Είμαι ένας νέος άντρας, φιλόλογος στο επάγγελμα, δουλεύω σε ένα λύκειο κοντά στο σπίτι, αγαπώ τη δουλειά μου και τη χαίρομαι και έχω έναν γάμο ευτυχισμένο με μια όμορφη και έξυπνη γυναίκα, γιατρό στο επάγγελμα. Έχουμε καλές σχέσεις με τους γονείς μας, πολλούς φίλους, μια ζωή απλή και όμορφη. Γιατί τα λέω αυτά; Η αλήθεια είναι πως ξεχνώ λίγο από πού ξεκίνησα, α ναι, ήθελα να πω πως δεν έχω λόγο να νιώθω ανασφάλεια. Δεν είμαι πια παιδί και τα καταφέρνω μια χαρά στις ευθύνες της ενήλικης ζωής. Όμως εκείνη έτσι θεώρησε πριν λίγες μέρες, έπειτα από μια βραδιά που περάσαμε με την παρέα της από το πανεπιστήμιο που αποτελείται από ειδικευόμενους γιατρούς.
«Νομίζω πως έχεις ανασφάλεια», μου είπε συγκεκριμένα στο αυτοκίνητο, όταν επιστρέφαμε.
«Γιατί;» τη ρώτησα.
«Όταν είμαστε μαζί με τους φίλους μου, δεν μιλάς ποτέ.»
Είναι αλήθεια, σκέφτηκα και ήθελα να της πω ότι αυτό συνέβαινε επειδή βαριόμουν. Συνήθιζαν να μιλάνε για τους ασθενείς τους και πέραν του ότι ήταν ένα θέμα που δεν με ενδιέφερε, με εξόργιζαν κιόλας. Δεν θα ήθελα να μιλάνε έτσι για μένα οι γιατροί οι οποίοι κατά καιρούς έχουν δει τα μάτια μου, την πλάτη μου ή κανένα σημείο πιο απόκρυφο ή μου έχουν πάρει αίμα.
«Αν μιλήσω, θα τους πω ότι υπάρχει και το ιατρικό απόρρητο. Και θα θυμίσω ότι στον Ιπποκράτη δεν ορκίστηκαν να κουτσομπολεύουν. Νομίζω ότι δεν θα ήθελες κάτι τέτοιο», της είπα κοφτά.
«Ναι, το κάνουν αυτό, μου είπε κάπως σκεφτική. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μας.»
«Εκεί είναι το θέμα μας, απάντησα. Δεν έχω να πω κάτι πάνω σε αυτά που λένε.»
«Να πεις κάτι πάνω σε αυτά που αφορούν εσένα.»
«Δεν είναι μεγάλοι λάτρεις της ποίησης, οι περισσότεροι τουλάχιστον.»
«Δεν είπα να τους απαγγείλεις τα ποιήματά σου. Μπορείς να πεις περιστατικά που συμβαίνουν στο σχολείο. Το πόσο εμπνέεις κάποια παιδιά και τα καθοδηγείς, είναι τόσο σημαντικό αυτό. Αυτά που λες στις άλλες μας παρέες.», επέμενε εκνευριστικά.
«Δεν νομίζω ότι τους απασχολούν.»
«Το θέμα δεν είναι τι κάνουν εκείνοι αλλά τι κάνεις εσύ. Όταν είμαστε με αυτήν την παρέα μαζεύεσαι σε μια γωνία, μασουλάς συνεχώς και δεν ανοίγεις ποτέ το στόμα σου για να μιλήσεις.»
«Νομίζω πως απάντησα γιατί.»
«Η αιτία είναι ότι έχεις ανασφάλεια.»
Εκεί θυμήθηκα τις αναμνήσεις από τη λαϊκή αγορά, δεν τις μοιράστηκα, άνοιξα το ραδιόφωνο και λίγο μετά φτάσαμε και πέσαμε αμέσως για ύπνο γιατί ήταν αρκετά αργά. Όμως εμένα αυτή η συζήτηση τριβελίζει στο μυαλό μου και μάλιστα χθες το βράδυ σκέφτηκα το εξής.
Μπορεί όντως να έχω ανασφάλεια ανάμεσα σε αυτούς τους γιατρούς και λίγο να τους ζηλεύω. Δεν ήθελα ποτέ να γίνω γιατρός και σίγουρα αν το προσπαθούσα στο πρώτο έτος των σπουδών θα λιποθυμούσα και θα εγκατέλειπα το εγχείρημα. Και ίσως υπερβάλλω όταν λέω ότι κουτσομπολεύουν διαρκώς. Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι που αγαπούν τους ανθρώπους, τους αρέσει να βοηθούν ή ας πούμε να σώζουν και αν μη τι άλλο έχουν κοπιάσει πολύ για να μάθουν τόσα απίστευτα πράγματα, όπως πόσα οστά έχει το ανθρώπινο σώμα ή πώς λειτουργούν τα νεφρά ή το τι κάνει κάθε φάρμακο και πώς με άλλα αλληλεπιδρά. Ίσως αυτό το δέος με κάνει να βλέπω εκείνους τρομακτικά μεγάλους δίπλα μου κι εμένα τρομακτικά μικρό μπροστά τους.
Ήμουν μοναχοπαίδι και δεν είχα αδέρφια για να τα ζηλεύω και να τα ανταγωνίζομαι. Η μητέρα μου φρόντιζε επιμελώς να με συγκρίνει με όλα τα παιδιά των φιλενάδων της και ναι, εγώ τότε ένιωθα να υστερώ σε όλα. Όμως, τι νόημα έχει να κολλάει κανείς σε λάθη των γονιών του που έγιναν αθέλητα και να βασίζει όλη του την ύπαρξη και τη ζωή του πάνω τους; Σίγουρα δεν έχει αλλά εγώ τώρα θυμήθηκα ότι στο σχολείο ζήλευα και τον σημαιοφόρο και τον καλύτερο αθλητή της τάξης. Από τη θέση του καθηγητή τώρα βλέπω ότι όσα παιδιά είναι πρώτα δυσκολεύονται να κατανοήσουν τι πολύτιμο μπορούν να προσφέρουν το λάθος και η αποτυχία κι αυτό τα κάνει να βλέπουν τη ζωή σαν μονόδρομο. Δεν θέλω να γίνω πλούσιος, διάσημος ή επιτυχημένος και ο εαυτός μου μού αρέσει, όμως αναρωτιέμαι γιατί σε αυτήν την παρέα των νεαρών γιατρών νιώθω να χάνομαι και καταλήγω πάντα να κάθομαι σε μια γωνιά και μόνο να μασουλάω, όπως τόσο εύστοχα παρατήρησε η γυναίκα μου.
Ζούμε σε μια κοινωνία που θεοποιεί το χρήμα, την επιτυχία και την κοινωνική αναγνώριση, μπλα μπλα μπλα, όπως θα έγραφαν και οι μαθητές μου σε έκθεση για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Και ναι, οι γιατροί θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Εγώ πάλι από την εφηβεία μου γράφω ποιήματα μάλλον αρκετά λυρικά για άντρα και αγαπώ τους καταραμένους λογοτέχνες, που έζησαν δυστυχισμένοι και πάμφτωχοι και αναγνωρίστηκαν από τον θάνατό τους πολύ αργότερα. Αυτή η δόξα, όμως, δεν ξέρω αν μοιάζει σε τίποτα με τη δόξα ενός εν ζωή αναγνωρισμένου, γιατί όταν έχεις γίνει τροφή για τα σκουλήκια δεν σε απασχολεί και πολύ η διασημότητα των έργων σου ή το σε πόσες γλώσσες μεταφράστηκαν. Όπως και να΄ χει εγώ δεν περιμένω να δοξαστώ ως ποιητής ούτε εν ζωή, ούτε μετά θάνατον, οπότε αυτό δεν με αφορά. Το θέμα είναι, για να μην πολυλογώ, ότι οι γιατροί μου δημιουργούν δέος γιατί νιώθω ότι είναι πιο σημαντικοί από μένα επειδή νομίζω πως η δουλειά τους είναι πιο σημαντική από τη δική μου.
Ωστόσο, τι νόημα έχει να συγκρίνεσαι και υπάρχει τελικά ζυγαριά που να ζυγίζει την αξία των ανθρώπων; Αυτό θα έλεγα σε κάποιο μαθητή μου αν μου εμπιστευόταν τέτοιους προβληματισμούς. Εκεί καταλήγω, λοιπόν.
Το ξέρω ότι με αυτούς τους συλλογισμούς δεν κατάφερα και πολλά. Όταν ξαναβρεθώ ανάμεσα στους γιατρούς, είναι πιθανό πάλι να με εκνευρίσουν και να τους βλέπω απειλητικούς κι έτοιμους να με ποδοπατήσουν, όπως τον κόσμο τότε στη λαϊκή αγορά με τις σακούλες και τα καροτσάκια. Και αποκλεισμένος στη γωνίτσα μου φοβισμένος και αμίλητος θα περιμένω να μπούμε στο αυτοκίνητο και να φύγουμε μακριά για να βρω πάλι τον εαυτό μου και τη χαμένη μου αυτοπεποίθηση.
Ναι, το ξέρω ότι είναι πιθανό να ξαναγίνουν όλα αυτά. Αλλά είναι ωραίο να συναντάς τον εαυτό σου πού και πού και τι σου συμβαίνει να καταλαβαίνεις.
_______________________________________________________
* Η Κατερίνα Τζωρτζακάκη γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Εκπαιδεύτηκε στη συμβουλευτική και στην ψυχοθεραπεία. Ασχολείται επαγγελματικά με τον υποτιτλισμό. Από τις εκδόσεις Βασιλείου κυκλοφορούν τα βιβλία της «Ο Χορός στη Σκακιέρα» και «Παράλληλα Σύμπαντα».
Στο ιστολόγιό της «Ιστορίες» http://ktistories.blogspot.gr δημοσιεύει διηγήματα της.