Ούτε Χριστός ούτε Αλλάχ

Χρόνος ανάγνωσης 3 ΄

oute Xristos oute AllaxΓράφει η Αναστασία Νταλταγιάννη *

¨Μπάσταρδε¨, μου φώναξε με κακία ο Ντούσαν, που του ’ριξα τάπα στο μπάσκετ. Κι είχε ένα τέτοιο μίσος η φωνή του, που δε δεχόταν αμφισβήτηση.

Mε ζώσανε τα φίδια. Τον τελευταίο καιρό πολλοί μου πετάγανε σπόντες. ¨Μα να μη μοιάζεις με κανέναν απ’ το σόι εσύ; Βρε, μπας και σας δώσανε λάθος μωρό στο μαιευτήριο;¨

Ήτανε, φίλε, κι εκείνη η ταινία που μου ‘βαλε ψύλλους στ’ αυτιά. Τα ¨αόρατα¨ παιδιά, λέει, που γεννήθηκαν από βιασμούς στους πολέμους. Τότε στον εμφύλιο, που η Βοσνία μάτωσε.

Παράτησα τον αγώνα στη μέση. Κι ας νικάγαμε δέκα πόντους. Μια και δυο, κατευθείαν στο θυρωρείο. Η μάνα μαγείρευε μέσα. Καλύτερα. Πιάνω τον πατέρα απ’ το γιακά. Φόραγε το σκουφάκι κι είχε και το χαλάκι στο χέρι. Ξεκίναγε για το τζαμί. ¨Μολόγα¨, του λέω, ¨βουίζει ο κόσμος. Πούθε κρατάει η σκούφια μου¨;

Τα χρειάστηκε ο Muharem. Πήγε να μ’ αγριέψει. Και πάνω στον καυγά, μου το ‘σκασε το παραμύθι: ¨Δεν είσαι γιος μου, ρε. Νόθο είσαι, μούλικο, πώς το λένε. Τι τα θες και τα σκαλίζεις; Τράβα τώρα να βρεις ποιος σ’ έσπειρε¨.

Και βρέθηκα μονάχος μέσα στη νύχτα. Δεν είχα πια τόπο εκεί. Δε λέω, καλοί άνθρωποι∙ μου στάθηκαν, μ’ ορμήνευαν όσο τους έκοβε, αλλά –στην τελική- δε μου ‘ταν και τίποτα. Κι εγώ ήθελα να βρω τη ρίζα μου. Τη φύτρα μου. Τη φαμελιά μου.

Κάτι μισόλογα μπόρεσα να του πάρω. Ακούς; Zει η μάνα μου! Κι εγώ δεν είμαι μουσουλμάνος. Σέρβος, λέει, καραμπινάτος. Ίσως γι’ αυτό δε χώνεψα ποτέ το Κοράνι. Να και γιατί ο ιμάμης μου ’ριχνε τόσες ξυλιές με το χάρακα. Όλο στην αντίδραση ήμουνα. Δε χώραγα, βλέπεις, στο κουστουμάκι. Με στένευε.

Από σήμερα, να ξέρεις, αλλάζουν όλα. Πρώτος σταθμός, ένα μαγέρικο. Να κάτσω, ρε φίλε, να φχαριστηθώ μπριζόλα. Και κρασί. Ο θεός των χριστιανών, λέει, δε σε κυνηγάει από πάνω με την καραμπίνα, να σου ρίξει, άμα του την κάνεις. Κι εγώ θέλω ν’ αμαρτήσω, φίλε. Απόψε πιο πολύ από ποτέ. Ν’ αμαρτήσω χωρίς να φοβάμαι την τιμωρία. Και να μη δώσω λογαριασμό σε κανέναν. Και να μην ξανακούσω για ραμαζάνια…

Βάλε να πιω, να γίνω τύφλα. Και θα στα πω όλα. Μα στάσου να πάρω πρώτα μια ανάσα. Δεν το ‘χω χωνέψει ακόμα. Πήγα, που λες, και τη βρήκα. Το πώς, μην τα ρωτάς. Μεγάλη ιστορία. Ξέρεις ποια ήτανε, ρε, η μάνα μου; Εκείνη η ομορφούλα η σαραντάρα, η πεταχτούλα, που τη έφερνα βόλτα καιρό τώρα, και δε μου καθότανε. ¨Θα μπορούσες να ‘σαι και γιος μου¨, μου ‘χε πει μια νύχτα, όταν της έβαλα ένα χαρτονόμισμα στο χέρι. ¨Μπορεί να ‘χω ανάγκη, αλλά όχι και μ’ εσένανε…¨. Και μου το πέταξε στα μούτρα. Αυτήν, ρε φίλε, από τότε την ήθελα σαν παλαβός. Κι όσο ήξερα πως τ’ απαγόρευε και των δυονών μας η θρησκεία, τόσο έτρεχα από πίσω της σαν υπνωτισμένος.

Εκείνο το βράδυ έτρεξα να τη βρω. ¨Απόψε δε μου γλιτώνεις¨, έλεγα μέσα μου. Θα κοιμηθούμε μαζί, κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Ας καίγομαι στην κόλαση, και του Χριστού και του Αλλάχ. Το πολύ πολύ, να χάσω τα πιλάφια…¨. Είχα τέτοιο θυμό μέσα μου που μ’ απαράτησε η άσπλαχνη η μάνα μου βυζανιάρικο στο δρόμο, που ήθελα εκεί και τότε κάποιο θηλυκό να πληρώσει. Όποιο να ‘ναι.

Όρμησα σαν το ζώο και την ξάπλωσα χάμω μεσ’ στο δρόμο. Έσκουζε κείνη∙ εμένα καρφί δε μου καιγότανε. Οργή, γινάτι και πίκρα, ό,τι κουβαλούσα, όλα τα ‘βγαλα πάνω της. Μα σαν τελείωσα, δεν μπόρεσα να την παρατήσω και να φύγω, όπως είχα κανονίσει. Μουσκεμένη στα δάκρυα, μου ’πε την ιστορία της. Έτσι τη βίασε, λέει, κι ένα κάθαρμα κάποτε, ένας Σέρβος στρατιώτης. Πάνε 23 χρόνια. Και της έκανε ένα γιο. Ένα αγοράκι με πράσινα μάτια. Αλλά αυτή δεν είχε ούτε μπουκιά να του δώσει και τ’ άφησε μια νύχτα στο θυρωρείο μιας πολυκατοικίας. Το μεγάλωσε ο θυρωρός. Εκείνος, λέει, καταδικάστηκε σε απαγχονισμό. Εγκληματίας πολέμου.

Κατάλαβες τίποτα, φίλε, ή τζάμπα μιλάω;

Εδώ που τα λέμε, δεν έγινε ακριβώς έτσι το πράμα. Φυλάς μυστικό; Εκείνο το ζώο, που λες, δεν πέθανε ποτέ. Ζει και βασιλεύει, φίλε. Και ξέρεις πού; Μέσ’ στις δικές μου τις φλέβες! Έχουμε το ίδιο αίμα…

Εκεινής δεν της είπα λέξη. Σηκώθηκα κι έφυγα. Πάλι σαν το ζώο. Άλλο ένα ζώο…

Βάλε να πιω. Θρησκείες και πράσινα άλογα… Λέω να δοκιμάσω κάτι άλλο.

Ο Βούδας με δέχεται, λες;

 

(Aφιερωμένο στη Μαρία Σφήκα)

________________________________________________________________________________________

*Η Αναστασία Νταλταγιάννη μεγάλωσε και ζει στην όμορφη Ναύπακτο. Εκεί γράφει τις ιστορίες της. Σπούδασε φιλολογία στο ΑΠΘ και εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει ασχοληθεί με τη φιλολογική επιμέλεια βιβλίων διαφόρων συγγραφέων της Δυτικής Ελλάδας. Από το 2014 είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια της «Δημιουργικής Γραφής» στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.

Στο ιστολόγιό της http://tobukino.blogspot.gr/ δημοσιεύει διηγήματά της.