Ο μαύρος σκύλος

Χρόνος ανάγνωσης 3 ΄

Γράφει η Ελένη Φουρνάρου

Ο Μάκης σκεφτόταν στο ρυθμό που περπατούσε: αργά, αφηρημένα, χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση και με μια μικρή κλίση προς τα δεξιά. Πού και πού έκανε πως κλοτσούσε καμιά πέτρα ή σφύριζε στα πουλιά. Όταν κουραζόταν, εντόπιζε κάποιο συνοικιακό καφενείο με λίγο κόσμο, χωρίς μουσική, και καθόταν να πιει τον καφέ του.

Αυτά σχεδόν κάθε πρωί, τέσσερα χρόνια τώρα. Από όταν πήρε την αναπηρική σύνταξη και έφυγε από το Σώμα. Οι συνάδελφοι τον πείραζαν – ποιος τη χάρη σου, ρε μεγάλε, τριανταπέντε χρονών κι αράζεις. Τριαντατεσσάρων, για την ακρίβεια.

Αυτό το πρωί ξύπνησε με έντονη την ανάμνηση του χθεσινοβραδινού ονείρου. Περπατούσε, λέει, σε ένα φαρδύ πεζοδρόμιο και είδε να έρχεται καταπάνω του ένας μεγάλος μαύρος σκύλος. Όχι απειλητικά, δεν φοβήθηκε. Ερχόταν απλώς κατά πάνω του, αργά. Μόλις τον έφτασε σηκώθηκε όρθιος κι ακούμπησε το μπροστινά του πόδια στους ώμους του Μάκη. Έπειτα του χαμογέλασε λίγο πικρά, κανονικά σαν άνθρωπος, και κόλλησε τα χείλη του στα δικά του.

Κάτι γυναίκες που βάδιζαν παράλληλα έβαλαν τις παλάμες στα στόματα. Πω πω, τι θα κάνει τώρα! Ο Μάκης τα είχε χαμένα. Λίγη αηδία, οικεία, όμως, και καλοδεχούμενη ήταν το μοναδικό του συναίσθημα. Πώς θα γλιτώσω, σκέφτηκε;

Τώρα θα δείτε πώς θα γλιτώσει! Η κοπέλα που είπε αυτά τα λόγια χαμογέλασε, καβάλησε ένα παλιό μπλε παπί κι άρχισε να κόβει βόλτες στην πρασιά. Μάρσαρε και γκάζωνε, ύστερα φρέναρε κι όλο χαμογελούσε. Μόλις την πήρε χαμπάρι ο σκύλος παράτησε και το Μάκη και την ανθρωπόμορφή του εμφάνιση. Ξανάπεσε, λέει, στα τέσσερα, κούνησε την ουρά, έβγαλε τη γλώσσα έξω, άρχισε να κυνηγάει το μηχανάκι κι ο Μάκης ξύπνησε απορημένος που τη γλίτωσε τόσο εύκολα.

Δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό του αυτό το όνειρο. Είδε ένα καφενείο παράμερο κι αποφάσισε να καθίσει. Δυο-τρεις αντροπαρέες απλωμένες στα λιγοστά τραπέζια και η τηλεόραση στη διαπασών. Όλοι περίμεναν να δουν την πορεία. Πότε πέρασαν τέσσερα χρόνια, είπε κάποιος κι ο Μάκης ευχήθηκε να είχε μείνει σπίτι σήμερα.

Δεν μπορούσε, όμως, να μένει σπίτι τα πρωινά. Ένιωθε να κλείνουν οι τοίχοι, να σφαλίζουν τα παράθυρα, να κατεβαίνει το ταβάνι  στο πάτωμα. Έτσι, έβγαινε και γύριζε όσο πιο αργά μπορούσε. Μαγείρευε κάτι στοιχειώδες και έπιανε τον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση. Παραδόξως, το βράδυ του φαινόταν ευκολότερο να αντέξει. Σαν να του έκρυβε το σκοτάδι τα πράγματα. Κατά τις δώδεκα, έπαιρνε ένα χάπι και πήγαινε να κοιμηθεί.

Ο ψυχίατρος που τον παρακολουθούσε του πρότεινε σιγά-σιγά να τα κόψει, να συμφιλιωθεί με την κατάθλιψη που δεν τον άφηνε να ανασάνει. Αλλά ο Μάκης δεν μπορούσε, τουλάχιστον όχι ακόμα.

Οι άντρες γύρω του περίμεναν τη στιγμή που θα ξεκινούσε η πορεία συζητώντας τα επετειακά: πως ο νεαρός Νάσος Δημητρίου ήταν ο αναμφισβήτητος αρχηγός του κινήματος, ωραίος, λεβέντης, οι κάμερες τον κυνηγούσαν όπου πήγαινε μετά από κείνη την πρώτη συνέντευξη που είχε χαλάσει κόσμο, τα όμορφα μάτια της τηλεοπτικής δημοσιογράφου είχαν δακρύσει όταν εκείνος φώναξε με υψωμένη τη γροθιά του: “Δεν είμαι εγώ απόψε εδώ, είμαστε εμείς, είστε εσείς. Απόψε σ’ αυτήν την πλατεία είμαστε όλοι!”. Οι γυναίκες και οι κόρες τους άκουγαν “Νάσος Δημητρίου” κι έλιωναν, “οι μισές ήταν γυναίκες στους δρόμους τότε, ρε”, έλεγαν οι άντρες και κουνούσαν τα κεφάλια με νόημα.  Γυναίκα δεν ήταν κι αυτή που κούτσανε τον μπάτσο που τον χτύπησε, συμφωνούσαν όλοι. Μια δασκάλα, μεσήλικη, άρπαξε από την άσφαλτο έναν πυροσβεστήρα ξεχασμένο και του σμπαράλιασε το γόνατο. “Καλά του έκανε του πούστη, που να αγιάσει το χέρι της!”

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα τα ίδια άκουγε ο Μάκης. Κι όμως συνέχιζε να βγαίνει, να κάθεται σε κάποιο καφενείο, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, και να περιμένει να ξαναζήσει από την τηλεόραση τον εφιάλτη του. Ειδικοί, επαναστάτες, ψυχολόγοι, αργόσχολοι κάθε λογής ανέλυαν και ψείριζαν το “γεγονός”. Πώς και γιατί και με ποια αφορμή. Κι έπειτα για τη διανοητική του κατάσταση, την ψυχολογική, τα παιδικά του τραύματα, την κατάχρηση εξουσίας.

Μέχρι τη στιγμή που όλα τα κανάλια συνδέονταν απευθείας με τα Προπύλαια όπου η μάνα του Νάσου Δημητρίου σήκωνε το χέρι κι έδινε το σύνθημα να ξεκινήσουν. Αυτή μπροστά να σπρώχνει το αναπηρικό καροτσάκι με το λεβέντη μοναχογιό της αγνώριστο, ανάπηρο, σχεδόν φυτό, με σάλια να του τρέχουνε στο σαγόνι και μια κόκκινη σημαία γκροτέσκα στερεωμένη τάχα μου στο αριστερό του χέρι. Και πίσω της χιλιάδες κόσμου, δεκάδες, εκατοντάδες χιλιάδες να περπατάνε σιωπηλοί μη χαλαλίζοντας ούτε μια λέξη για το κτήνος που σακάτεψε τον ήρωά τους.

Ο Μάκης σηκώθηκε, άφησε ένα δίευρο στο τραπέζι κι πήγε κουτσαίνοντας κάπως εμφανέστερα προς την πόρτα. Την άνοιξε κι ο ήλιος τον χτύπησε κατάμουτρα. Φόρεσε τα μαύρα γυαλιά του κι αναστέναξε παραιτημένος. Μακάρι να περνούσε τώρα η κοπέλα με το παπί, σκέφτηκε. Και πήρε το δρόμο για το σπίτι.

 

_____________________________________________

Η Ελένη Φουρνάρου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Δημοσιογραφία και Διοίκηση Επιχειρήσεων. Το πρώτο μυθιστόρημά της, Το Πλήρωμα του Χρόνου και ο Μήτσος, κυκλοφόρησε από την Εμπειρία Εκδοτική. (Β’ έκδοση, εξαντλημένο). Μπορείτε να το διαβάσετε ελεύθερα ΕΔΩ. Το ερχόμενο φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει το δεύτερο βιβλίο της και ετοιμάζεται το τρίτο.