
Από την Ελπίδα Μαρκοπούλου, Ψυχολόγο, D.E.A.
Η ταινία “Μαύρη Αφροδίτη” γυρισμένη το 2011 από τον Γαλλοτυνήσιο σκηνοθέτη Abdellatif Kechiche αφηγείται την ιστορία της Sharah Baartman, μιας Νοατιοαφρικανής γυναίκας η οποία έγινε δημόσιο θέαμα στην Ευρώπη του 19ου αιώνα. Το φιλμ εξιστορεί μέσα από μακροσκελείς σκηνές τη βασανιστική ζωή της κατά το διάστημα 1810- 1815 όπου εκτίθεται σε λαϊκά θεάματα σε Λονδίνο και Παρίσι, γίνεται αντικείμενο μελέτης των επιστημόνων στη Βασιλική Ακαδημία Ιατρικής του Παρισιού και στο Μουσείο του Ανθρώπου και τελικά, πεθαίνει μόνη στο δρόμο. Η ταινία αποτελεί αφετηρία για προβληματισμό σχετικά με τη νοηματοδότηση που αποκτά το σώμα όταν αποκλίνει από τα κοινωνικά κανονιστικά πρότυπα.
Η παρουσίαση της Baartman ως τερατώδες σώμα εντάσσεται στη συνήθη κατά το 19ο αιώνα πρακτική της δημόσιας έκθεσης ανθρώπων με ιδιαίτερα σώματα. Οι εκθέσεις παράξενων ανθρώπων (freak shows) αποτελούσαν θεάματα που ουσιαστικά, οπτικοποιούσαν τη δυσμορφία και καλούσαν τους θεατές να κατανοήσουν τις σωματικές ιδιαιτερότητες των ανθρώπων με βάση το σύστημα αναπαραστάσεων που διέθεταν σχετικά με την εμφάνιση και την ικανότητα[1]. Εφόσον κανένα σωματικό χαρακτηριστικό δεν είναι τερατώδες από μόνο του, θα λέγαμε πως οι εκθέσεις τεράτων προσκαλούσαν το κοινό σε έναν οπτικό κανιβαλισμό των σωμάτων που απέκλιναν από τη νόρμα. Η παρουσίασή τους επί σκηνής ήταν κυρίως αυτό που τους μεταμόρφωνε σε τέρατα, καθώς υπήρχε σχεδόν πάντοτε ένας παρουσιαστής (showman) που αφηγούνταν κάποια ιστορία (συνήθως φανταστική) σχετικά με τη ζωή τους. Το περιεχόμενο της παρουσίασης ήταν καθοριστικό ώστε να αντιληφθεί το κοινό τα άτομα αυτά ως τέρατα[2].
Αφροδίτη των Οτεντότων
“Είναι απίστευτη, είναι φαινόμενο! Δεν είναι αρκούδα, ούτε ελέφαντας, ούτε ακροβάτης, δε βγάζει φωτιές- είναι ένα ανθρώπινο πλάσμα. Παρόλα αυτά είναι εξαιρετικά διαφορετική. Είναι φαινόμενο της Αφρικανικής Ηπείρου, είναι η Αφροδίτη των Οτεντότων !”
Όλη η παράσταση έχει στόχο να την παρουσιάσει ως άγριο πλάσμα που υπακούει στα θηριώδη ένστικτά του, την επιθετικότητα και τη σεξουαλικότητα. Οι θεατές καλούνται να παρατηρήσουν τις φυσικές ιδιαιτερότητες που φέρει το σώμα της Baartman και με τον τρόπο αυτό έρχονται αντιμέτωποι με τις καθιερωμένες κατηγορίες με τις οποίες νοηματοδοτούν το φυσικό κόσμο[3]. Η αφήγηση προκαλεί σύγχυση στο κοινό το οποίο δε μπορεί να αποφασίσει αν αυτό που βλέπει επί σκηνής ανήκει στο ανθρώπινο είδος ή όχι. Το σώμα της επομένως, θέτει ερωτήματα σχετικά με το οντολογικό όριο που χωρίζει τον άνθρωπο από το ζώο[4] και η συνολική παρουσία της επί σκηνής προκαλεί τους θεατές να εξερευνήσουν τη διαφορά ανάμεσα στο πολιτισμένο και το πρωτόγονο.
Το όνομα της Sharah Baartman δε θα αναφερθεί ποτέ κατά τη διάρκεια της παράστασης και αυτό έχει σημασία γιατί δεν ενδιαφέρει να γνωρίσουν έναν άνθρωπο με κάποιο όνομα, αλλά να γίνουν θεατές ενός σώματος που δε συμμορφώνεται με τα πολιτισμικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Ο Lacan, στο δεύτερο σεμινάριο του, παρατηρεί ότι η ονοματοθεσία αποτελεί μια συμφωνία με την οποία δύο υποκείμενα συμφωνούν ταυτόχρονα να αναγνωρίζουν το ίδιο αντικείμενο[5]: “Η μόνιμη εμφάνιση στο πέρασμα του χρόνου” την οποία έχει το ανθρώπινο υποκείμενο, “μπορεί να αναγνωριστεί αυστηρά και μόνον με τη μεσολάβηση του ονόματος“[6]. Η λέξη που ονομάζει συνεπώς, αναγνωρίζει, συνιστά ένα κοινωνικό σύμφωνο και παρέχει στο άτομο υπόσταση. Παρακολουθώντας το κινηματογραφικό έργο αντιλαμβανόμαστε ότι το όνομα της Baartman απουσιάζει κατά την παράσταση, διασφαλίζεται έτσι η μη αναγνώριση της ως άτομο. Το όνομα, σύμφωνα με τους Kripke και Lacan, είναι αναφορικό και η ταυτότητα στην οποία αναφέρεται δεν μπορεί να υποκατασταθεί από κανένα σύνολο περιγραφών[7]. Η απουσία ονόματος ουσιαστικά, επιτυγχάνει τη μη υποκειμενοποιήση της Baartman.
Το σώμα – έμφυλο και φυλετικοποιημένο σώμα – είναι το κατεξοχήν πεδίο ορισμού του ανθρώπινου και εγκαθίδρυσης των όρων απονομής της ανθρώπινης και πολιτικής ιδιότητας αλλά και το ύστατο πεδίο ανθρωπιστικής επιβεβαίωσης της κοινής ανθρώπινης ιδιότητας[8]. Παρακολουθώντας την ταινία “Μαύρη Αφροδίτη” αναλογιζόμαστε πως η Sharah Baartman, ως μαύρη γυναίκα, αντικείμενο έκθεσης, ιατρική- επιστημονική περίπτωση, πόρνη, καθ’ όλη δηλαδή τη διάρκεια της ζωής της αλλά και ως νεκρό σώμα στερήθηκε την ανθρώπινη ιδιότητα. Σύμφωνα με την Butler τα σώματα “υλοποιούνται” αλλά και “έχουν σημασία / νόημα/ σημαίνουσα υπόσταση” μόνο μέσα σε ένα πλαίσιο κοινωνικά, ιστορικά, και πολιτισμικά διανοητών και εμπεδωμένων συμβάσεων[9]. Η εμπέδωση των σωμάτων της Baartman και άλλων μαύρων γυναικών ως μη- ανθρώπινα συνιστούσε την αναγκαία συνθήκη που χρησιμοποιήθηκε για να νομιμοποιηθούν η δουλεία και η σεξουαλική κακοποίηση τους από λευκούς άνδρες αλλά και για να συντηρηθούν οι φυλετικές τυπολογίες των βιολογικών θεωριών του 19ου αιώνα για την ανθρώπινη διαφορά. Μέσα στο λογο- θετικό πλαίσιο της εποχής, αν οι λευκές γυναίκες δεν ήταν εντελώς άνθρωποι από νομική και συμβολική άποψη, οι σκλάβες δεν ήταν καθόλου άνθρωποι[10].
Τερατώδης ύπαρξη, πρωτόγονη, μαύρη, υπερσεξουαλική – όλες αυτές οι ιδιότητες που αποδίδονται στη Baartman την τοποθετούν εκτός του ανθρώπινου ενώ την ίδια στιγμή επικυρώνουν την ανθρώπινη ιδιότητα στους άλλους. Η ιδιαιτερότητα του τέρατος έγκειται στο ότι ενοικεί μια ενδιάμεση ζώνη μεταξύ οικειότητας και ξενότητας, είναι ταυτόχρονα Ίδιος και Άλλος[11]. Η Baartman γίνεται αντιληπτή ως μια μορφή που κατ’ αρχάς δεν είναι αντιθετικής φύσης, συνιστά όμως, μια “άλλη” μορφή ύπαρξης, είναι φορέας αρνητικότητας, αλλά επίσης, φορέας μιας ετερότητας που διαφεύγει ασταμάτητα από το ίδιο και το ταυτόσημο.
Η σύγχυση γύρω από το σώμα της προκαλεί την ανάγκη να διερευνηθεί ώστε να ταξινομηθεί. Έτσι, το λόγο παίρνει η επιστήμη για να αποφανθεί αν το σώμα της είναι σημαντικό, χρειάζεται δηλαδή να αρθρωθεί ο επιστημονικός λόγος ώστε να διασφαλιστεί η καθαρότητα του κοινωνικού σώματος από τη μιαρότητα του σώματός της. Στη μορφή της συμπυκνώνεται η τερατωδία, η κατωτερότητα και η αχαλίνωτη σεξουαλικότητα, ιδιότητες επαρκείς για να τη θέσουν εκτός της αυθεντικής ανθρωπινότητας, να την καταστήσουν ένα αποκείμενο. «Αποκείμενο» (abject) αποκαλεί η Kristeva αυτό που εκπίπτει ή αποβάλλεται από την κοινωνική ορθολογικότητα του συμβολικού συστήματος, η μιαρή ύλη που εκδιώκεται με τρόμο και αποστροφή από το σώμα ως ριζική και εκφυλισμένη ετερότητα, παγιώνοντας έτσι έναν ασφαλή, σταθερό και ακέραιο εαυτό[12].
H Baartman ως αποκείμενο είναι μια τρομαχτική και μολυσματική ύλη εκτός τόπου που αποκηρύσσεται και απομακρύνεται με βδελυγμία έξω από τα σύνορα της συμβολικής τάξης[13], γιατί αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στις κοινωνικές προσδοκίες περί κανονικότητας και πολιτισμικά διανοητού. Έτσι, το σώμα της μετατρέπεται σε ένα πεδίο παρατήρησης και άσκησης εξουσιών καθώς απειλεί την κοινωνική δομή και διαπερνά τα σύνορα της συμβολικής τάξης. Ανάμεσα στη δημόσια θέα των λαϊκών πανηγυριών και κάτω από το αδιάκριτο βλέμμα της επιστήμης το σώμα της Baartman αποτυγχάνει να υλοποιηθεί ως βιώσιμο και διανοητό καθώς δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και τα κελεύσματα της καθιερωμένης κανονικότητας[14].
[1] Garland- Thomson, R. Making Freaks, Visual Rhetorics and the Spectacle of Julia Pastrana. Στο J. J. Cohen, G. Weiss (Ed) (2003). Thinking the limits of the Body. SUNY Press, New York, σελ 132.
[2] Pécoil, V. (2007). The freak show. Exposer l’anormalité. Les presses du réel, Dijon.
[3] Garland- Thomson, R., οπ. π., σελ 130.
[4] οπ. π., σελ. 132.
[5] Αντικείμενο στην ψυχανάλυση θεωρείται κάθε πέραν του Εγώ πραγματικό ή φανταστικό πρόσωπο, πράγμα ή και παράσταση ως το Άλλο, με το οποίο το Εγώ βρίσκεται σε μια από ψυχαναλυτική άποψη ευρύτατου φάσματος σχέση και συνομιλία.
Αναγνώστου, Λ., Βάμβαλης, Γ. (2004). Τετράγλωσσο Λεξικό της Ψυχανάλυσης. Επίκουρος: Αθήνα.
[6] Butler, J. (1993). Σώματα με σημασία. Οριοθετήσεις του “φύλου” στο λόγο. Εκκρεμές: Αθήνα., σελ 294.
[7] οπ. π., σελ 295
[8] Αθανασίου, Α. (2007). “Ζωή στο όριο. Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη βιοπολιτική”. Εκκρεμές: Αθήνα, σελ 31.
[9] Αθανασίου, Α. (2008). Εισαγωγή στο Butler, J. (1993). Σώματα με σημασία. Οριοθετήσεις του “φύλου” στο λόγο. Εκκρεμές: Αθήνα., σελ 14.
[10] Hammonds, E. Προς μια γενεαλογία της σεξουαλικότητας των μαύρων γυναικών. Στο Α. Αθανασίου, (Επιμ.) (2006). Φεμινιστική Θεωρία και πολιτισμική κριτική. Νήσος, Αθήνα, σελ 170- 171.
[11] Αθανασίου, Α. (2007). “Ζωή στο όριο. Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη βιοπολιτική”. Εκκρεμές: Αθήνα, σελ 35.
[12] Αθανασίου, Α. (2007). Αναζητώντας τη «Σημειωτική χώρα»: Ετερότητα, αποστροφή και ο τρόμος του εκ- τοπισμένου υποκειμένου. Στο “Ζωή στο όριο. Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη βιοπολιτική”. Εκκρεμές: Αθήνα, σελ 97.
[13] Αθανασίου, Α. (2007). οπ. π., σελ 128.
[14] Αθανασίου, Α. (2008). οπ. π., σελ 9.