Χρόνος ανάγνωσης 3 ΄

Από την Κατερίνα Γερολύμπου, Δικαστική – Εγκληματολογική Ψυχολόγο, Ψυχοθεραπεύτρια Εφήβων και Ενηλίκων

Η υιοθεσία ενός παιδιού θεωρείται ως ιδιαίτερα θετικό γεγονός, τόσο για το παιδί, επειδή διασφαλίζονται καλύτερες συνθήκες για την αναπτυξιακή του πορεία, όσο και για τους γονείς, στους οποίους δίνεται η δυνατότητα να βιώσουν το γονεϊκό ρόλο. Ωστόσο, σε κάθε υιοθεσία υπάρχει μια διάσταση που αποφεύγεται όχι μόνο να συζητηθεί, αλλά και να αντιμετωπιστεί, αυτή της απώλειας. Η απώλεια είναι μια κατάσταση που βιώνεται από κάθε εμπλεκόμενο μέλος σε μια διαδικασία υιοθεσίας (βιολογικοί γονείς- παιδί- θετοί γονείς) από διαφορετική σκοπιά κάθε φορά.

Πιο συγκεκριμένα, οι βιολογικοί γονείς βιώνουν την απώλεια του παιδιού που έφεραν στον κόσμο σε συνδυασμό με αισθήματα ανικανότητας και αποτυχίας που δεν μπορούν να το μεγαλώσουν, δημιουργώντας τους την πεποίθηση ότι δεν έχουν κανένα έλεγχο στη ζωή τους.  Από την άλλη, το παιδί βιώνει την απώλεια της βιολογικής μητέρας και του δεσμούς που είχε διαμορφώσει με τους βιολογικούς του γονείς, παππούδες/γιαγιάδες ή ακόμα και φίλους. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, τα παιδιά που ζούσαν σε τραυματικά περιβάλλοντα γι’ αυτά (π.χ. να υπήρχε κακοποίηση στο σπίτι τους), να βιώνουν την ίδια απώλεια όταν υιοθετούνται από άλλες οικογένειες (Levy, 2016a). Ο λόγος που μπορεί να βιώνεται η απώλεια και η θλίψη σε αυτές τις συνθήκες είναι επειδή στα παιδιά, μεγαλύτερη αξία έχουν χαρακτηριστικά όπως η ασφάλεια, η ανακούφιση και η οικειότητα, σε αντίθεση με τους ενήλικες που δίνουν βαρύτητα στην εκδήλωση αγάπης ή στοργής (Ward, 2006). Οι θετοί γονείς βιώνουν μια διαφορετική απώλεια που σχετίζεται με την αδυναμία τους να κάνουν δικά τους παιδιά και κατά συνέπεια να ελέγξουν το σώμα τους ή με πιθανές αποβολές ή θανάτους των βιολογικών τους παιδιών. Μάλιστα, η υιοθεσία δεν σηματοδοτεί την παύση αυτών των συναισθημάτων, τα οποία μπορεί να διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα (Levy, 2016a).

Και ενώ οι ενήλικες, τουλάχιστον είναι σε θέση να εκφράσουν την απώλεια και τη θλίψη που τη συνοδεύει και αν απαιτηθεί να αναζητήσουν βοήθεια, η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική για τα παιδιά.

Ο πιο συνηθισμένος τρόπος αντίδρασης των παιδιών στην απώλεια είναι η παλινδρόμηση σε προηγούμενα αναπτυξιακά στάδια (Levy, 2016a). Επιπλέον, τα παιδιά δεν λένε ποτέ ότι είναι θλιμμένα, αλλά το δείχνουν μέσα από διάφορες συμπεριφορές, όπως ο θυμός, η υπερκινητικότητα, αλλαγές στα επίπεδα της όρεξης, πονοκεφάλους, κ.α.) (Ward, 2006). Προκειμένου να αντιμετωπίσουν την απώλεια τα παιδιά συνήθως επιλέγουν μεταξύ δύο τρόπων, είτε να προκαλούν συμπεριφορές απόρριψης στους άλλους («Θα σε απορρίψω, πριν προλάβεις να με απορρίψεις εσύ»), είτε να είναι υπάκουα και αποτραβηγμένα («Αν σου είμαι ευχάριστος/η και είμαι έξω από τα πόδια σου, τότε μπορεί να μην με εγκαταλείψεις»). Ανεξάρτητα με το ποια στρατηγική θα υιοθετήσουν, τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά έχουν δυσκολίες στη διαχείριση του αποχωρισμού, της απόρριψης, των ενοχών, της οικειότητας, της ατομικής ταυτότητας και της εμπιστοσύνης (Levy, 2016b; Ward, 2006).

Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η αντίδραση του υιοθετημένου παιδιού στην απώλεια, επηρεάζεται από πολλούς παράγοντές (π.χ. ηλικία, προσωπικότητα, κ.α.), αλλά καθοριστική επιρροή έχουν η φύση και η ποιότητα του δεσμού που είχε διαμορφωθεί με τους βιολογικούς γονείς καθώς και το πόσο απότομος ήταν ο αποχωρισμός από τους βιολογικούς γονείς. Ιδιαίτερα, αν συντελεστεί ο αποχωρισμός μεταξύ 6 μηνών και 3 ετών φαίνεται ότι το συναισθηματικό κόστος είναι μεγαλύτερο για τα παιδιά, με αποτέλεσμα αυτά να χαρακτηρίζονται από έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους ενήλικες, έλλειψη αυτονομίας και δυσκολίες στην κοινωνική προσαρμογή (Levy, 2016a).

Το ερώτημα που γεννιέται είναι πως μπορούν οι θετοί γονείς να χειριστούν την απώλεια και τη θλίψη που μπορεί να βιώνει το υιοθετημένο παιδί τους, καθώς και ερωτήματα του τύπου «Γιατί με άφησαν; Δεν ήμουν αρκετά καλός/η για να με κρατήσουν;». Το πρώτο και καθοριστικής σημασίας βήμα είναι οι θετοί γονείς να έχουν καταφέρει να αντιμετωπίσουν τα δικά τους ζητήματα με την απώλεια και τη θλίψη. Στη συνέχεια, είναι σημαντικό να διαμορφώσουν συνθήκες ειλικρινούς και ουσιαστικής επικοινωνίας με το υιοθετημένο παιδί, καθώς το παιδί που νιώθει ότι το καταλαβαίνουν μπορεί να αναπτύξει εμπιστοσύνη και να έχει μια πιο θετική θεώρηση της ζωής. Οι θετοί γονείς μπορεί να συζητήσουν με το παιδί τις δικές τους απώλειες και το πώς ένιωσαν. Μπορούν να τους διαβάσουν παραμύθια ή ιστορίες που να αναφέρονται στην απώλεια, ώστε να δώσουν την ευκαιρία στα παιδιά να ταυτιστούν και να προβάλλουν στους ήρωες της ιστορίας τα δικά τους συναισθήματα. Επίσης, μπορούν να ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να κλαίνε, τονίζοντας το πόσο θεραπευτικό ή ανακουφιστικό είναι να εκφορτίζεται το συναίσθημα μέσω του κλάματος. Αν τα παιδιά είναι μικρά σε ηλικία, οι θετοί γονείς μπορεί να χρησιμοποιήσουν κούκλες για να δημιουργήσουν ιστορίες σχετικά με την απώλεια πάλι δίνονταν την ευκαιρία στα παιδιά να εκφραστούν με βάση το γνωστικό τους επίπεδο. Τέλος, αν νιώθουν ότι μόνοι τους δεν μπορούν να διαχειριστούν τα συναισθήματα του παιδιού τους, θα ήταν βοηθητικό να επισκεφτούν ειδικό του χώρου της ψυχικής υγείας, ώστε να τους κατευθύνει σωστά για το πώς μπορούν αποτελεσματικά να χειριστούν τα ερωτήματα και τα συναισθήματα του παιδιού τους (Levy, 2016b; Ward, 2006).

Η υιοθεσία ενός παιδιού δεν θα αλλάξει τον κόσμο. Για το παιδί που υιοθετείται όμως, αλλάζει ολόκληρος ο κόσμος, οπότε οι θετοί γονείς καλούνται να προσφέρουν όλα εκείνα τα εφόδια για να είναι ο κόσμος καλύτερος και ομορφότερος για το παιδί τους.

Βιβλιογραφία

Levy, T. (2016a). Adoption: Loss and grief, retrieved from https://www.linkedin.com/pulse/adoption-loss-grief-terry-levy-ph-d-b-c-f-e-.

Levy, T. (2016b). Factors that can affect attachments disorder severity, retrieved from https://www.evergreenpsychotherapycenter.com/factors-affect-attachment-disorder-severity/.

Ward, S.M. (2006). Grief and loss throughout the lives of adopted children, retrieved from http://attachmentcoalition.org/yahoo_site_admin/assets/docs/GriefLoss.4101645.pdf.