
Από τη Δήμητρα Διδαγγέλου, Δημοσιογράφο – Ψυχολόγο, MSc Ψυχολογία & Μ.Μ.Ε.
Γνωρίζατε ότι η ενασχόληση των αρχαίων Ελλήνων με τη χροιά της μουσικής ίσως ήταν η πρώτη μελέτη της συναισθησίας; Μπορεί το φαινόμενο της νευρολογικής ανάμειξης των αισθήσεων, γνωστό ως συναισθησία (βλ. Εισαγωγή στη Συναισθησία, Μέρος Ι), να έχει προκαλέσει το έντονο ενδιαφέρον των ερευνητών σχετικά πρόσφατα, όμως οι πρώτες ρίζες του μας πηγαίνουν πολύ πίσω στον χρόνο.
Αρχαιότητα
Το ενδιαφέρον σχετικά με την ακουστική συναισθησία, δηλαδή η αντιστοίχηση ήχων με χρώματα, ανάγεται στην ελληνική αρχαιότητα, όταν οι φιλόσοφοι εξερευνούσαν το χρώμα της μουσικής, τη λεγόμενη σήμερα «χροιά», την οποία θεωρούσαν ως μια φυσική ποιότητα η οποία μπορούσε να προσδιοριστεί ποσοτικά. (Gage J.)
Πυθαγόρας
Ο Πυθαγόρας (6ος αιώνας π.Χ.) είχε αναφερθεί σε μία πιθανή ενιαία ύπαρξη των αισθήσεων. (Κουτσουράκη Ε., Αναστασιάδης Ι., Μπαλογιάννης Σ.Ι.)
Σύμφωνα με τη θεώρηση του ίδιου το 530 π.Χ. η συναισθησία φαίνεται να έχει τη μορφή μιας ιδανικής αντίληψης. Ο Πυθαγόρας και οι οπαδοί του δημιούργησαν μαθηματικούς νόμους για τους μουσικούς τόνους. Οι εξισώσεις που τυποποίησαν για να εξηγήσουν την σχέση που έχουν οι νότες και οι κλίμακες τους οδήγησαν να πιστέψουν πως οτιδήποτε στη φύση (που μπορεί να γίνει αντιληπτό απ’ τι αισθήσεις) ήταν φτιαγμένο από δονήσεις και πως η μαθηματική φόρμουλα που μπορούσε να ανακαλυφθεί θα εξηγούσε την σχέση μεταξύ όλων των υπαρχόντων πραγμάτων. (Steinfe S.)
Οι Πυθαγόρειοι ανακάλυψαν μια μέθοδο «θεραπείας» μέσα από τις δονήσεις της μουσικής, η οποία πίστευαν ότι μπορούσε να φέρει την ανθρωπότητα σε αρμονία με τις δονήσεις των ουράνιων σφαιρών. Η συναισθητική κατάσταση την οποία περιγράφει ο Δρ. Cytowic θα μπορούσε να είναι ισοδύναμη με μια πυθαγόρεια κατάσταση Ζεν. (Steinfe S.)
Ο William Moritz στο δοκίμιό του «Abstract Film and Color Music» εξηγεί: «Το να συγχωνεύει κανείς στις αισθήσεις του φαινομενικά ξεχωριστά αισθητηριακά δεδομένα συνιστά το φαινόμενο της συναισθησίας, κάτι που οι Πυθαγόρειοι εκλάμβαναν ως το μεγαλύτερο φιλοσοφικό δώρο και πνευματικό επίτευγμα, επειδή τελικά συμφιλιώνει τον καθημερινό φανταστικό κόσμο με τον αυθεντικό κόσμο των συμπαντικών, αέναων, αφηρημένων ιδεών.» (Moritz W.)
Αριστοτέλης
Ο Αριστοτέλης επίσης (4ος αιώνας π.Χ) παρατηρούσε «ένα είδος παραλληλισμού ανάμεσα σε οξείς και βαρείς ήχους με κάτι οξύ και αμβλύ στην αίσθηση της αφής και εξηγούσε ότι το «οξύς» και «βαρύς» σ’ αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να εκλαμβάνεται ως «μεταφορές που μεταβιβάστηκαν από την σωστή τους θέση, την αφή». (Αριστοτέλης, αναφ. στο Smith A.)
17ος αιώνας
Ο John Locke (1632-1704) στο έργο του «Essay concerning human understanding» αναφέρει την ιστορία ενός τυφλού ο οποίος μια μέρα αισθάνθηκε «προδομένος» όταν έμαθε τι σήμαινε το «άλικο», ότι ήταν χρώμα κι όχι κάτι σαν τον ήχο της τρομπέτας. (Locke J.)
Ο φυσικός Isaac Newton είχε προσπαθήσει να λύσει το πρόβλημα θεωρώντας ότι οι μουσικοί και οι χρωματικοί τόνοι έχουν κοινές συχνότητες. (Peacock Κ.)
18ος αιώνας
Το 1789, ο Erasmus Darwin, Άγγλος γιατρός, φιλόσοφος και φυσιοδίφης, ο παππούς του Charles Darwin ανέφερε τα ακόλουθα στο δεύτερο μέρος του «Βοτανικού Κήπου»: “Καθώς η ευχαρίστηση που αντλούμε από τις αισθήσεις από τις μελωδικές νότες (…) πρέπει να προέρχεται από το άκουσμα κάποιων ήχων τους οποίους ακούμε πιο εύκολα απ’ ό,τι άλλους, πιο καθαρά ή πιο ευχάριστα. Και καθώς υπάρχει μια συμφωνία ανάμεσα στις αναλογίες των βασικών χρωμάτων και των βασικών ήχων, αν μπορούμε να το αποκαλέσουμε έτσι (…) οι ίδιοι κανόνες πρέπει να ελέγχουν και τις δύο αισθήσεις.”
Υπάρχουν περιστάσεις κατά τις οποίες συνυπάρχουν η μουσική και η ζωγραφική: ισχυρίζονται το δικαίωμα να δανείζονται μεταφορές η μία από την άλλη, όταν οι μουσικοί μιλούν για λαμπρότητα των ήχων και για το φως και το σχήμα ενός κονσέρτου, ενώ οι ζωγράφοι για την αρμονία των χρωμάτων και τον τόνο μιας εικόνας. Έτσι δεν ήταν και τόσο παράλογο, όπως θα φανταζόμασταν, όταν ένας τυφλός ρώτησε, αν το άλικο χρώμα ήταν όπως ο ήχος μια τρομπέτας. (Darwin, αναφ. στο Jewanski 1999:510.)
Ως απάντηση στον Locke, ο Leibniz στο «New Essays on Human Understanding», το οποίο γράφτηκε το 1704, αλλά δεν εκδόθηκε μέχρι το 1764, ανέφερε ότι είναι πολύ πιθανό ο Locke να εννοούσε τον μαθηματικό και επιστήμονα Nicholas Saunderson, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, του οποίου το κύρος έκανε τις δηλώσεις του αξιοπρόσεκτες.
O Newton ανέφερε τη συναισθησία το 1704, παρατηρώντας μια παράλληλη σχέση μεταξύ των χρωμάτων στο φάσμα του φωτός και τις νότες μιας μουσικής κλίμακας. Η έκδοση του βιβλίου του «Opticks» το 1704 κέντρισε τη φαντασία των μουσικών κι εφευρετών.
Το 1710 ο Άγγλος οφθαλμολόγος Thomas Woodhouse ανέφερε την περίπτωση ενός τυφλού ανθρώπου, ο οποίος προσελάμβανε χρώματα ως απόκριση στους ήχους. (Marks L.E.)
Ο Γάλλος ιερωμένος Louis Bertrand Castel, ο οποίος είχε επισημάνει την σχέση των χρωμάτων με τη μουσική, το 1735 έφτιαξε το πρώτο όργανο χρωμάτων (color organ) στον κόσμο. Αυτό ήταν ένα αρπίχορδο μουσικό όργανο που είχε κολλημένες χρωματιστές ταινίες σε κάθε πλήκτρο. Όπως πατούσε κανείς τα διάφορα πλήκτρα μια δέσμη φωτός ακτινοβολούσε από την ανάλογη ταινία και προβαλλόταν το χρώμα σε μια οθόνη. (Wierzbicki J.)

Το 1789 ο Erasmus Darwin έφτιαξε μια παρόμοια συσκευή που χρησιμοποιούσε λάμπες λαδιού και χρωματιστό γυαλί, αντί για κεριά και ταινίες. Το 1844 έγινε ακόμη ένα από τον D.D. Jameson. Το 1877 υπήρξε ακόμη ένα όργανο που εξέπεμπε φως, κατασκευασμένο από τον Αμερικανό συνθέτη Bainbridge Bishop. (Wierzbicki J.)
19ος αιώνας
Μια ακόμη αναφορά σχετικά με το ζήτημα της συναισθησίας ήρθε από τον Tobias Ludwig Sachs, το 1812, ο οποίος ανέφερε τα χρωματιστά του φωνήεντα ως μέρος της διδακτορικής του διατριβής στο θέμα του αλβινισμού. (Marks L.E.)
Σύμφωνα με τους Jörg Jewanski, Sean A. Day και Jamie Ward η πρώτη περίπτωση καταγεγραμμένης συναισθησίας είναι του Tobias Ludwig Sachs, του οποίου η διδακτορική διατριβή τοποθέτησε το ζήτημα σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο. Στη διατριβή του για τον αλβινισμό, η οποία περιλάμβανε και κάποιες σελίδες για τη συναισθησία, εκδόθηκε στα Λατινικά το 1812 και σε γερμανική μετάφραση το 1824. (Jewanski J., Day A.S., Ward J.)
Το 1883 ο Frances Galton – ο οποίος ήταν ξάδερφος του Δαρβίνου- παρατήρησε ότι η συναισθησία ήταν συχνή στα παιδιά. Επίσης, ήταν ο πρώτος που διαπίστωσε ότι είναι ένα φαινόμενο που συνήθως υπάρχει μέσα σε οικογένειες, κάτι το οποίο αργότερα αποδείχτηκε ότι ήταν σωστό. (Galton F.)
Η επιστημονική κοινότητα κατά καιρούς χρησιμοποίησε διάφορους χαρακτηρισμούς για τη συναισθησία – από «παραίσθηση» ως «διασταύρωση των συνδέσεων στον εγκέφαλο» μέχρι κάποιες φορές ως μέρος της σχιζοφρένειας.
Αν και οι νευρολόγοι δεν έχουν πολύ καιρό που έχουν αρχίσει ν’ ασχολούνται με το θέμα της συναισθησίας, η συναισθησία προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στην επιστημονική και καλλιτεχνική κοινότητα για αρκετό καιρό, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Εκείνη την εποχή ήταν που «το γεγονός ότι η Συναισθησία είναι ένα προϊόν του εγκεφάλου (όπως όλες οι αισθήσεις), παρά προϊόν φαντασίας, “ριζώθηκε” με την αλλαγή του αιώνα». (Cytowic R.)
Ο Henry David Thoreau επεσήμανε σ’ ένα γράμμα του προς τον Ralph Waldo Emerson ότι το 1848 ένα παιδί που ήξερε του είπε «αν δεν χρησιμοποιούσα “χρωματιστές λέξεις”. Είπε ότι μπορούσε να πει το χρώμα που είχαν πάρα πολλές λέξεις και διασκέδαζε μ’ αυτό τ’ άλλα παιδιά στο σχολείο». (Sanborn F.B.)
Το 1871 ο πατέρας της ψυχοφυσικής, Gustav Fechner ανέφερε μια πρώτη εμπειρική μελέτη χρωματιστών γραμμάτων σε 73 συναισθητικούς. (Fechner Th., Campen C. van)
Αυτή η έρευνα, μαζί με του Galton αποτελούσαν τα πρώτα δειλά βήματα της εξερεύνησης του θέματος στην επιστημονική κοινότητα. Από εκεί κι έπειτα η έρευνα για την συναισθησία άρχισε να αναπτύσσεται με γοργό ρυθμό σε Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία και Ηνωμένες Πολιτείες, παράλληλα με την αναγνώριση της ψυχολογίας ως επιστημονικό πεδίο.
Τη δεκαετία του 1920 ζητήθηκε από τον Alexander R. Luria να εξετάσει τον ρεπόρτερ μιας εφημερίδας της Μόσχας, τον Solomon -Veniaminovich Shereshevsky. Αυτήν ήταν και η πρώτη ολοκληρωμένη περιγραφή ενός συναισθητικού ατόμου η οποία έμεινε γνωστή ως η περίπτωση του S. Ο τελευταίος είχε αξιοσημείωτη μνήμη, η οποία προερχόταν από το γεγονός ότι κάθε εξωτερικό ερέθισμα του προκαλούσε ζωηρότατες εικόνες. (Κουτσουράκη Ε., Αναστασιάδης Ι., Μπαλογιάννης Σ.Ι.)
Τον ίδιο αιώνα όμως, καθώς έγινε η έκρηξη στη λογοτεχνία, ενισχύθηκε και το ενδιαφέρον για την κατανόηση του φαινομένου της συναισθησίας. Ενδιαφέρον είναι για παράδειγμα ότι ο Scriabin συνέθεσε το 1911 τον περίφημο «Προμηθέα», μια δουλειά που είχε ενσωματώσει τόσο τη μουσική όσο και το φως, επιτυγχάνοντας μ’ αυτό τον τρόπο ένα συναισθητικό φαινόμενο.
Μέχρι το 1926, ο Mahling παρέθεσε 533 δημοσιευμένες εργασίες που σχετίζονταν με την συναισθησία χρωμάτων – ακοής. (Marks L.E.)
Γύρω στα 1930 η έρευνα γύρω απ’ τη συναισθησία εξασθένησε εξαιτίας των δυσκολιών στη μέτρηση των υποκειμενικών και εσωτερικών εμπειριών και επίσης εξαιτίας της ανόδου του μπιχεβιορισμού στην ψυχολογία. Ο Mark αναφέρει 44 εργασίες για την συναισθησία ακοής – χρώματος από το 1900 ως το 1940, ενώ τα επόμενα χρόνια από το 1940 ως το 1975, δημοσιεύτηκαν μόνο 12 εργασίες. (Marks L.E.)
Η πιο παλιά έρευνα που αναφέρεται στη συναισθησία, εκτός από τη δουλειά του Galton, έγινε το 1942 και υπήρξε πολύ μικρή μέχρι που πέρασαν δύο δεκαετίες, οπότε και εντατικοποιήθηκε η έρευνα για τον εγκέφαλο. (Jensen A.)
Η πρώτη αναφορά είχε ως επίκεντρο την τέταρτη πιο κοινή μορφή συναισθησίας, η οποία περιλαμβάνει χρώματα που προκύπτουν από ήχους. Περιλάμβανε μια σειρά από τεστ που οι ερευνητές υπέβαλαν στα υποκείμενά τους και τα αποτελέσματα ήταν περισσότερο στο πλαίσιο των παραδοσιακών ψυχολογικών αρχών παρά των νευρολογικών. (Karwoski T. F., Odbert, H. S.& Osgood, C. E.)
Ακόμη ένα ενδιαφέρον γεγονός συνέβη το 1944, όταν έγινε μια προσπάθεια να διδαχτεί η χρωματική ακοή σε κάποια άτομα που δεν είχαν από φυσικού τους αυτή την ικανότητα.
Το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας για τη συναισθησία έχει αρχίσει να εξαπλώνεται. Ο Cretien van Campen έκανε τη γραφική παράσταση των δημοσιεύσεων την περίοδο 1780 – 2000 και παρατήρησε μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τη συναισθησία από το 1980. (Dann K.T.)
Κατά τη δεκαετία του ’80, όταν έγινε η γνωστική επανάσταση ξεκίνησε η συζήτηση για τις εσωτερικές καταστάσεις και με την άνθιση της έρευνας της συνείδησης, οι επιστήμονες ξεκίνησαν ακόμη μία φορά ν’ ασχολούνται ζωηρά με το συναρπαστικό φαινόμενο της συναισθησίας. Με πρωτοστάτες τους Lawerence E. Marks και Richard Cytowic στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Simon Baron – Cohen και Jeffrey Gray στην Αγγλία, η έρευνα πάνω στη συναισθησία άρχισε να εξερευνά την πραγματικότητα, τη συνέπεια και τη συχνότητα των συναισθητικών εμπειριών.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 υπήρξε μια «συναισθησιακή αναγέννηση», η οποία άρχισε με το βιβλίο του Richard Cytowic «The Man Who Tasted Shapes» και τότε είναι που έγιναν κάποιες καινοτόμες έρευνες από μερικούς σημαντικούς επιστήμονες. (Jensen A.)
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’90 οι ερευνητές άρχισαν να στρέφουν την προσοχή τους προς τη μορφή της συναισθησίας grapheme – color, μιας από τις πιο κοινές μορφές και εύκολης ως προς τη μελέτη.
Το 2006, η διεθνής επιστημονική εφημερίδα «Cortex» δημοσίευσε ένα ειδικό τεύχος αφιερωμένο στη συναισθησία, αποτελούμενο από 26 άρθρα ξεχωριστών περιπτώσεων στις οποίες είχε μελετηθεί η νευρολογική βάση της συναισθησίας.
Η συναισθησία έχει γίνει θέμα αρκετών επιστημονικών βιβλίων και νουβελών κι ένα πρόσφατο φιλμ έχει περιλάβει χαρακτήρες οι οποίοι βιώνουν το φαινόμενο της συναισθησίας.
Οι συναισθητικοί και η ερευνητές της συναισθησίας έχουν συναντηθεί για να ιδρύσουν διάφορες κοινότητες αφιερωμένες στην έρευνα και την εκπαίδευση σχετικά με τη συναισθησία, τις συνέπειες και χρήσεις της. Το 1995 ιδρύθηκε ο Αμερικάνικος Σύλλογος Συναισθησίας (American Synesthesia Association) και έχει καθιερώσει ετήσιες συναντήσεις από το 2001. Στην Αγγλία, ο σύνδεσμος συναισθησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UK Synaesthesia Association) προέκυψε από παρόμοια επιθυμία να φέρει σε επαφή τους συναισθητικούς με ανθρώπους που τους μελετούν κι επίσης διοργανώνει συνέδρια. Ομοίως, από το 1993 ο Sean A. Day διαχειρίζεται τη «λίστα της συναισθησίας», μια λίστα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για συναισθητικούς κι ερευνητές σ’ όλο τον κόσμο. Με την αυξανόμενη επιστημονική γνώση και τη δημοσιοποίησή της, έχει αυξηθεί παγκοσμίως και η ενημέρωση γι’ αυτό το θέμα. (Day S.A., Rich A.N., Bradshaw J.L. & Mattingley J.B)
Διαβάστε επίσης:
Το χρώμα του αύριο
Βιβλιογραφία:
Κουτσουράκη, Ε., Αναστασιάδης, Ι., Μπαλογιάννης, Σ.Ι. (2008), Το φαινόμενο της συναισθησίας. Μια ανασκόπηση, Εγκέφαλος. (τόμος 45) Νο 1.
Campen, C. van (2007). The Hidden Sense. Synesthesia in Art and Science. Cambridge: MIT Press.
Cytowic, R.E. (1993). The Man Who Tasted Shapes: A Bizarre Medical Mystery Offers Revolutionary Insights into Reasoning, Emotion, and Consciousness. New York: Putnam.
Dann, K. T. (1998). Bright Colors Falsely Seen: Synaesthesia and the Search for Transcendent Knowledge. Yale University Press.
Day, S.A. (2005). Some Demographic and Socio-cultural Aspects of Synesthesia. in L. Robertson & N. Sagiv (Eds.) Synesthesia: Perspectives from Cognitive Neuroscience. Oxford:Oxford University Press. 11-33.
Fechner, Th. (1871) Vorschule der Aesthetik. Leipzig: Breitkopf und Hartel.
Gage, J. (1993), Colour and Culture. Practice and Meaning from Antiquity to Abstraction. London:Thames & Hudson.
Galton, F. (1883). Inquiries into Human Faculty and its Development. London:Dent & Sons.
Jensen, Α. (2007). Synesthesia. Lethbridge Undergraduate Research Journal. Volume 2 Number 1.
Jewanski, J. (1999). Ist C = Rot?: Eine Kultur- und Wissenschaftsgeschichte zum Problem der wechselseitigen Bezeihung zwischen Ton und Farbe. Von Aristoteles bis Goethe. Berliner Musik Studien, Band 17. Sinzig: Studio.
Jewanski, J., Day, A.S., Ward, J., (2009). The First Case on Synesthesia in History, Reported by Georg Tobias Ludwig Sachs in 1812, Journal of the History of the neurosciences. Volume 18, Issue 3, July, 293 – 303.
Karwoski, T. F., Odbert, H. S., & Osgood, C. E. (1942). Studies in synaesthetic thinking: II. The role of form in visual responses to music. Journal of General Psychology. vol. 26, 199-222.
Locke, J. (1689). An Essay Concerning Human Understanding. Book III, Chapter IV, section 11
Luria., A. (2001). The mind of a mneumonist. 10th printing, Harvard University press.
Marks, L.E. (1975). On colored-hearing synesthesia: Cross-modal translations of sensory dimensions, Psychological Bulletin. 82 (3): 303-331.
Mellers, W. (1962) (1969), Man and His Music. Vol 4, Νew York: Schocken.
Moritz, W. (1986). “Abstract Film and Color Music”, The Spiritual In Art: Abstract Painting 1890-1985. New York: Abbeville, 296-311.
Peacock, K. (1988). “Instruments to Perform Color-Music: Two Centuries of Technological Experimentation,” Leonardo 21. No. 4, 397-406.
Rich, A.N., Bradshaw, J.L. & Mattingley, J.B. (2005). A systematic, large scale study of synaesthesia: Implications for the role of early experience in lexical-colour associations. Cognition. 98(1):53-84.
Samuel, C., Messiaen, Ol. (1994). Music and Color.Conversations with Claude Samuel, trans. by E. Thomas Glasow. Portland, OR: Amadeus Press, p. 41
Sanborn, F.B. The Writings of Henry David Thoreau. Vol. VI: Familiar Letters, part II, 150.
Smith, J.A. (1908) (1952). Aristotle De Anima, II, 420 a and b, quotes from The Works of Aristotle Translated into English, ed. W.D. Ross. 12 vols, Oxford, vol. 3
Web
Steinfe, S., The synesthetic cinema, http://s.steinfe.net/content/portfolio/writing_and_interviews/The_Synesthetic_Cinema.pdf