Aπό τη Δήμητρα Αθανασάκου, Ψυχολόγο – Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεύτρια
Πολύ συχνά βάζουμε ταμπέλες σε πράγματα, κατηγοριοποιούμε ανθρώπους ανάλογα με κάτι που κάνουν, παραδείγματος χάρη τη μουσική που ακούν, τα ρούχα που φοράνε και ούτω καθεξής. Τι γίνεται όμως στον τομέα της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής, όπου οι ταμπέλες συνιστούν μία διάγνωση; Κατά πόσο οι διαγνώσεις είναι ακριβείς και πώς ή πότε είναι χρήσιμες; Πάντα το συγκεκριμένο θέμα πυροδοτούσε σειρά αντιδράσεων, αλλά ειδικά τον τελευταίο καιρό και με τον ερχομό του DSM-V (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders) (APA, 2013) φαίνεται να αλλάζουν κατά πολύ τα δεδομένα, μιας που πολλοί σύλλογοι, όπως ο BPS (British Psychological Society, 2011), αμφισβητούν πλέον ανοιχτά την εγκυρότητά του και προτείνουν μια αναθεώρηση του πώς εκλαμβάνεται η “ψυχική ασθένεια” και του τι θεωρείται φυσιολογικό ή μη.
Με βάση το Ιατρικό μοντέλο (Barbetti, 2001) οι ψυχικές διαταραχές προέρχονται από βιολογικές διεργασίες και είναι ασθένειες που θεραπεύονται όπως και οι σωματικές ασθένειες. Η διάγνωση γίνεται με βάση τα συμπτώματα του ασθενούς και έτσι ορίζεται και η αντίστοιχη θεραπεία. Τα πιο γνωστά εγχειρίδια για τη διάγνωση ψυχιατρικών διαταραχών είναι το DSM-V (IV-TR, μέχρι πριν ένα μήνα) και το ICD-10.
Στην Υπαρξιακή προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία όμως, αποφεύγεται η διχοτόμηση των ανθρώπων σε κανονικούς και μη, άρρωστους και υγιείς και όλα βλέπονται σαν μέρος της ύπαρξης του ατόμου.
Ο θεραπευτής δεν προσπαθεί να κάνει διάγνωση στον θεραπευόμενο, αλλά μαζί προσπαθούν να κατανοήσουν τις δυσκολίες που ο ίδιος βιώνει. Τα προβλήματα δεν προέρχονται από μέσα ή από έξω από τον άνθρωπο, αλλά εκεί που ο άνθρωπος συναντιέται με τον κόσμο, είμαστε πάντα εν-τω-κόσμω (Van Deurzen & Baker, 2005). Υπάρχει επομένως μια επικέντρωση στις προσωπικές εμπειρίες των ανθρώπων και στο πώς οι ίδιοι αντιλαμβάνονται τα προβλήματά τους, την ζωή τους, τις εμπειρίες τους. Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και άρα βιώνει διαφορετικά την όποια διάγνωση ή πρόβλημα. Επομένως, στον Υπαρξισμό δε βασίζουμε την θεραπεία πάνω στην διάγνωση, αλλά στις ανάγκες που έχει ο κάθε θεραπευόμενος. Πολλές φορές μπορεί να ακολουθηθούν πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις στην θεραπεία, ακόμα κι αν δυο άτομα έχουν την ίδια ακριβώς διάγνωση.
Κάθε σύμπτωμα, κάθε διάγνωση, εμπερικλείει ένα νόημα ως προς το πώς υπάρχει αυτό το άτομο στον κόσμο και δεν πρόκειται να κατανοήσουμε το νόημα αυτό αν ασχολούμαστε μόνο με τα συμπτώματά του. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε, να έρθουμε κοντά του, πρέπει να προσπαθήσουμε να δούμε πέρα από την ταμπέλα. Να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε την αγωνία του, το νόημα (ή την έλλειψη νοήματος) που έχει δώσει στην ζωή του, να σχετιστούμε μαζί του δηλαδή και όχι να μείνουμε σε μια προσπάθεια θεωρητικής κατανόησης του προβλήματός του.
Βλέποντας πόσο έχει αποτύχει τόσα χρόνια όλο αυτό το σύστημα των διαγνώσεων και πόσο αυτές αλλάζουν κάθε λίγα χρόνια (ενδεικτικά αναφέρω ότι παλιά ακόμα και η ομοφυλοφιλία θεωρούταν διαταραχή!), ίσως έχει έρθει η εποχή να στραφούμε σε έναν πιο ανθρωπιστικό τρόπο διαγνώσεων, σε έναν τρόπο που να ενσωματώνει τον πελάτη ως την ύστατη πηγή της ίασής του, όπως γράφει η Liz Schreiber (2011).
Υπάρχουν άπειρες διαγνώσεις, προβλήματα, φάρμακα – ας μην ξεχνάμε πόσα οικονομικά συμφέροντα φαρμακευτικών εταιριών εξυπηρετούνται – και δίνουμε πλέον ψυχοφάρμακα ακόμα και σε μικρά παιδιά, την στιγμή που δεν είμαστε σίγουροι ούτε για τα αποτελέσματά τους, αλλά ούτε καν για την ίδια τη διάγνωση. Κάποτε λέγαμε ότι κάποια παιδιά είναι ζωηρά, τώρα τα μισά παιδιά παίρνουν διάγνωση υπερκινητικότητας ή ελλειμματικής προσοχής. Είναι η νεότητα προς ίαση; Και γιατί άραγε διασπώνται τα παιδιά; Πάρα πολλές φορές παιδιά που αντιδρούν με φυσιολογικούς τρόπους σε αφύσικα περιβάλλοντα, στιγματίζονται με κάποια διάγνωση και αναγκάζονται να πάρουν φάρμακα που πιθανώς θα τα βλάψουν μελλοντικά (Robbins, 2013).
Όταν υποθέτουμε ότι υπάρχουν βιολογικές αιτίες πίσω από τις συμπεριφορές των ανθρώπων που έχουν διαγνωσθεί με κάποια διαταραχή, αρχίζουμε να μεταθέτουμε και την ευθύνη – είτε της συμπεριφοράς μας, είτε της θεραπείας – αλλού. Πολλές φορές εκλαμβάνουμε την βιολογία ως την μοίρα μας και οι προσδοκίες μας, είτε για αλλαγή, είτε για βελτίωση, μειώνονται. Ο Jason Dias (2012) αναρωτιέται, “έχω σύνδρομο Asperger επειδή αντιδρώ έτσι ή αντιδρώ έτσι επειδή έχω σύνδρομο Asperger”; Ένα εύλογο ερώτημα που μας βάζει στην καρδιά του ατέρμονα επαναληπτικού κύκλου της διάγνωσης. “Μπορεί να μην φταίω που αντιδρώ όπως αντιδρώ, αλλά από την άλλη έχω μια ευθύνη για τις αντιδράσεις μου καθώς είναι δικές μου και κανείς δεν μπορεί να τις αλλάξει, παρά μόνο εγώ”, γράφει ο Dias και δείχνει τόσο όμορφα αυτόν τον διαχωρισμό ανάμεσα στην προσωπική ευθύνη και την διάσταση που δίνουμε στη βιολογία μας.
Βιβλιογραφία:
American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Washington, DC: APA.
Barbetti, V. (2001). Classification and the Treatment of the Patient. Janus Head. Special Issue: The Legacy of R. D. Laing. Retrieved fromhttp://www.janushead.org/4-1/barbetti.cfm
British Psychological Society. (2011). Response to the American Psychiatric Association: DSM-5 Development. Retrieved fromhttp://apps.bps.org.uk/_publicationfiles/consultation-responses/DSM-5%202011%20-%20BPS%20response.pdf
Dias, J. (2012).The difference between “having” Asperger’s and “being” Asperger’s. The New Existentialists. Retrieved from:http://www.saybrook.edu/newexistentialists/posts/03-09-12
Robbins, B. D. (2013). Letting Boys Be Boys, Not ADHD Diagnoses.The New Existentialists. Retrieved from:http://www.saybrook.edu/newexistentialists/posts/04-08-13
Schreiber, L. (2011).Psychiatry and clinical psychology have failed. Here’s how we do better. The New Existentialists. Retrieved from:http://www.saybrook.edu/newexistentialists/posts/05-22-11
Van Deurzen, E. & Baker, C. (2005). Existential Perspectives on Human Issues: A Handbook for Therapeutic Practice. Hampshire: Palgrave Macmillan.