Γράφει ο Βασίλης Παλαμάρας
Το έδαφος ήταν υγρό. Οι πέτρες ήταν φυτεμένες, εδώ κι εκεί, μέσα στη λάσπη. Το σώμα του είχε μουσκέψει. Το δέρμα του, γεμάτο ζάρες απ’ την διαμπερή υγρασία, σκιζόταν εύκολα απ’ την παραμικρή, λίθινη ακμή. Η έλλειψη μιας οποιασδήποτε, πηγής θερμότητας που θα στέγνωνε εκείνο τον άθλιο τόπο, πλαισίωνε το σκοτάδι με μια τρομακτική δυσοσμία. Αυτός όμως, δεν την αντιλαμβανόταν κι ας τον είχε ποτίσει με το απαίσιο άρωμά της. Σε κάθε του κίνηση, άγγιζε με όλο του το κορμί το γλιτσιασμένο ανάγλυφο της κοπιαστικής διαδρομής του. Η μούχλα και το σκοτάδι ήταν η αφετηρία κι ο δρόμος του. Και συνέχιζε απτόητος, πιο πολύ γιατί δεν είχε άλλη επιλογή που να τον άφηνε ζωντανό στην τελική έκβασή της. Λίγα πράγματα απασχολούσαν την λογική του. Η θεωρία της σωτηρίας του, ήταν πολύ σύντομη. Τα πάντα σχεδόν, αφήνονταν στην πράξη…
Το οπτικό του πεδίο εξαντλούνταν στα είκοσι εκατοστά απ’ τα μάτια του. Η όραση, δεν ήταν ακόμη μια χρησιμοποιήσιμη αίσθηση για την άντληση κάποιου σημαντικού συμπεράσματος εκείνη τη νύχτα, που κανείς δεν ξέρει πόσο ακριβώς κράτησε.
Συνέχισε να σέρνεται, ώσπου άκουσε βήματα αρκετά μέτρα μακριά του. Δεν ήταν σίγουρος αν επρόκειτο για άνθρωπο ή για ζώο. Ήταν όμως, για κάποιο λόγο, βέβαιος πως θα ήταν ένα κακό συναπάντημα. Έχωσε το κεφάλι του στη λάσπη κι έμεινε ακίνητος κρατώντας ακόμα και την ανάσα του. Ο ήχος των βημάτων, σιγά-σιγά έσβησε αφήνοντας τον ξανά μόνο του με τη σιωπή ενός ανείδωτου τοπίου. Μια ανυπέρβλητη ανηφόρα, με ύψος πάνω από μισό μέτρο, δέσποζε μπροστά του. Με την αφή, χαρτογράφησε την διαδρομή του. Η παλάμη του σκόνταψε στην ακμή μιας πέτρας, καλά στερεωμένης στη λάσπη. Εκείνη θα γινόταν το σκαλοπάτι για να ξεπεράσει το εμπόδιο. Έπειτα από λίγο, το μέτωπό του ξεπρόβαλλε πάνω απ’ την “κορυφή”. Έβαλε πάλι μπρος τους αγκώνες του και συνέχισε να έρπει στο σκοτάδι. Λίγα, μόλις, εκατοστά παρακάτω, τραυματίστηκε για άλλη μια φορά.
Αυτή η πληγή, ήταν πιο βαθιά απ’ τις άλλες. Ένα ξέψυχο άλφα συνόδεψε το χι, στον αναστεναγμό του. Δεν μπορούσε, παρά να συνεχίσει. Χρειαζόταν μεγαλύτερο κόπο, εξ’ άλλου, για να κουλουριαστεί σα κάμπια σηκώνοντας το βάρος του κορμιού του με τα γόνατα και το κεφάλι του. Μόνο έτσι θα μπορούσε να ψηλαφίσει, με τα δυο του χέρια, το τραύμα στην κοιλιά του. Προσπάθησε να συρθεί στο πλάι, για να αποφύγει εκείνο το αιχμηρό λιθάρι που, λίγο πριν, ήταν η σανίδα της σωτηρίας του. Στάθηκε αδύνατη μια τέτοια κίνηση. Το σώμα του είχε μαγκώσει, για τα καλά, πάνω στην πέτρα. Συνέχισε ευθεία το δρόμο του, όπως συνέχισε και το εύρος της ουλής να διευρύνεται φτάνοντας έως τους μηρούς του. Οι αγκώνες του, τα μοναδικά εργαλεία ώθησής του, είχαν διογκωθεί απ’ τους σβώλους που είχαν πια ενσωματώσει πάνω στη πέτσα τους, το αίμα και το χώμα.
Δυο μόνο πράγματα δίνουν ελπίδα σε αυτόν που έρπει στο σκοτάδι. Το ένα, είναι η ικανότητά του να δένει έναν κόμπο στο λαιμό του στραγγαλίζοντας τον αέρα που χρειάζεται η κραυγή της οριστικής απόγνωσής του. Το άλλο, είναι ο ήχος του κορμιού του όταν γδέρνεται απ’ το αφιλόξενο έδαφος που αφήνει πίσω του, όσο αργά κι αν μετακινείται. Άλλωστε, ο γραμμικός χρόνος δεν υπάρχει όταν κολυμπά κανείς στο μαύρο χρώμα. Τον χρόνο και τις μονάδες του, τις εξουδετερώνει ο Κύκλος σε αυτές τις συνθήκες. Ούτε αστέρια υπάρχουν, όταν τα μάτια κοιτάζουν μόνο το δρόμο. Το μόνο διακριτό σημείο στον ορίζοντα, είναι το αναγκαίο φορτίο μιας ψυχής που κουβαλιέται μονάχα απ’ το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Δεν πονά πλέον, όσο αναλογεί στις πληγές του. Το νήμα της ζωής του, δεν είναι πια στην αρχή. Η πείρα τον έχει διδάξει να μην περιμένει και πολλά παραπάνω. Πέντε μέτρα παρακάτω, σηκώνει το βλέμμα του κι αντικρίζει ένα μικροσκοπικό φως. Θα μπορούσε να είναι η λάμψη του ήλιου στην έξοδο ενός λαγουμιού. Ίσως μια φωτιά που να ζεσταίνει κάποιους άλλους, ή ακόμα και μια λάμπα στην εξώπορτα ενός σπιτιού. Ούτε ο ίδιος καταλαβαίνει, περί τίνος πρόκειται. Το μόνο σίγουρο, είναι πως πρέπει να φτάσει εκεί. Είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Το φως, θέλει να παίξει λίγο μαζί του. Τον αναγκάζει να κάνει μια μικρή παύση, καθώς του αποκαλύπτει τη λερωμένη του αντανάκλαση στην επιφάνεια ενός μικροσκοπικού νερόλακκου. Δεν πέφτει στη παγίδα. Δεν ασχολείται καθόλου με το αξιολύπητο, ακόμα και στο ημίφως, είδωλό του. Πέφτει με τα μούτρα στη μορφή του και την πίνει. Η δίψα του σβήνει κι αφήνει τη γλώσσα του γεμάτη χώμα. Είναι έτοιμος να συνεχίσει τη πορεία του.
Το αναπάντεχο φως της ελπίδας, δεν αλλάζει σε τίποτα τον ρυθμό του που παραμένει απαράλλαχτος. Είναι προφανές πως κινούταν, ήδη, αρκετά πάνω από τα όρια του, πολύ πριν το δει. Η μόνη διαφορά, είναι οι ρωγμές που προκαλεί ένα χαμόγελο στην ξεραμένη λάσπη που καλύπτει το πρόσωπό του. Δεν θα του έφτανε ολόκληρος, ο μολυσμένος απ’ την αχαριστία, ωκεανός για να το ξεπλύνει. Μόνο η φωτιά ενός πύρινου άστρου θα μπορούσε να καθαρίσει το μέτωπό του απ’ τις ξένες ντροπές που κουβαλά. Δεν έχει όμως, κι ούτε θα αποκτήσει ποτέ, χρόνο για εκδίκηση. Η μόνη του σκέψη, είναι η ίδια η ζωή. Καμιά “υπαρξιακή μελαγχολία”, δεν μπορεί να τον αποσπάσει. Κανένα παρελθόν δεν είναι ικανό να τον σταματήσει. Μόνο ο θάνατος μπορεί να σημάνει το τέλος. Δεν διαθέτει χρόνο όμως, για να τον φοβηθεί.
Η μακρινή λάμψη, ολοένα τώρα μεγαλώνει δίνοντας ξανά μια σημασία στον χρόνο που πλέον αποκτά πίσω τη χαμένη του διάσταση. Έστω και με τη μορφή μιας αντίστροφης μέτρησης.
Άραγε πρόφτασε να το αγγίξει πριν πεθάνει; Οι απαντήσεις είναι πολλές και δεν είναι καμιά. Ποιος ήταν; Ίσως ένας ακρωτηριασμένος, στη μάχη κάποιου άλλου, λεγεωνάριος. Ίσως ένας πρόσφυγας, είτε ακόμα κι ένας προϊστορικός κυνηγός, λαβωμένος από την απρόσμενη συνάντησή του με κάποιο, επίσης πεινασμένο, θηρίο. Πάντως ήταν άνθρωπος κι όχι σκουλήκι. Η μνήμη του ήταν η μοναδική απόδειξη της ύπαρξής του. Τα μοναδικά του υπάρχοντά ήταν τα ρευστά αποστάγματα της ελευθερίας που ποτέ δεν είχε, μέσα στην απεραντοσύνη των μετρημένων κυβικών εκατοστών του κρανίου του. Ίσως και να ήταν το αιώνιο σύμβολο μιας ακλόνητης αλήθειας. Το ζωντανό μνημείο του αγνώστου που είναι αναγκασμένος να έρπει προς το κυριολεκτικό ή μεταφορικό φως με όλες του τις δυνάμεις. Το μόνο, άξιο αναφοράς, ταξίδι στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τριγύρω, πάντα οι κόκκοι του σκοταδιού υπήρχαν. Μόνο ο δρόμος φωτίζεται…
_______________________________________________________________
Ο Βασίλης Παλαμάρας γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στην “καταπράσινη” Κυψέλη και κατοικεί στα “εξωτικά και πεντακάθαρα” Εξάρχεια. Ηλεκτρονικός στις σπουδές, έχει ασκήσει κι άλλα επαγγέλματα στο πλαίσιο της “δια βίου εκπαίδευσής του”. Για αρκετά χρόνια, έως τώρα, ασχολείται συστηματικά με την κατασκευή ιστοριών και χαρακτήρων. Έχει παρακολουθήσει στο παρελθόν, σεμινάρια δημιουργικής γραφής με την Χριστίνα Οικονομίδου. Κείμενα, διηγήματα, στίχοι και ποιήματά του, έχουν δημοσιευθεί, κατά καιρούς, σε περιοδικά και ιστοσελίδες.
Περισσότερα δείγματα της συγγραφικής δουλειάς του, βρίσκονται στο προσωπικό του ιστολόγιο, toelatirio.wordpress.com.
Αρχική Άρθρα