Ένα αυγό για βραδινό

Χρόνος ανάγνωσης 3 ΄

ena avgo gia vradinoΓράφει η Αναστασία Νταλταγιάννη*

Στη Γιούλη και στον Κώστα

Πανάθεμά το! Πού το πάρκαρα πάλι; Άνοιξε η γη και το κατάπιε; Ας πρόσεχες. Ο γιατρός σου το ‘πε καθαρά: Ένα αυγό την ημέρα. Xαμπάρι εσύ. Ας είν’ καλά το wifi.
Ετοιμάσου τώρα να κάνεις παρέα με το Alzheimer.

Κουρκούτιασες, μυαλουδάκι. Ξεχνάς τα σημαντικά και θυμάσαι τα ασήμαντα. Εκείνη, ας πούμε…

Τι μου τη θύμισες τώρα; Είχα ορκιστεί να μην ξανά αναφέρω τ’ όνομά της. Πού θα μου πας όμως; Θα σε δέσω. Έλα δω! Έτσι μπράβο! Έι, πού πας πάλι; Δεν μπορώ να σε κυνηγάω, μεσόκοπος άνθρωπος.

Κάτσε, κάτσε, να το συζητήσουμε. Τι ακριβώς θέλεις να θυμηθείς, δηλαδή; Της ψυχής σου το χόχλασμα, όταν γυρνούσες νύχτα, πτώμα απ’ τη δουλειά, και την έβρισκες τεντωμένη στον καναπέ, τα πιάτα άπλυτα, τίγκα τα σκουπίδια, ξεκοιλιασμένες κονσέρβες, λάδια παντού, άνυδρος, νηστικός, ξεθεωμένος, και να σου λέει να συγυρίσεις κιόλας; Πώς είπες; Σου λείπει το άρωμά της; Το τροφαντό της το κορμί; Το βελουδένιο δέρμα της; Κι η ανάσα της στο κρεβάτι; Να τα ξεχάσεις! Να μου κάνεις τη χάρη. Μια χαρά είσαι τώρα. Ωραιότατος εργένης. Τίποτα δε σου λείπει.

Τι να σου λείψει, μωρέ; Τα άπλυτα ρούχα; Τα ασιδέρωτα πουκάμισα; Τα ξηλωμένα κουμπιά; Ή μήπως εκείνες οι ανεκδιήγητες φίλες της, που τις κουβάλαγε εκ περιτροπής ή όλες μαζί η κοντέσσα σπίτι, στο σπίτι σου, στο σπίτι που έχτισες με τον ιδρώτα σου, για κουμκανάκια και κουσκούς, με υπηρέτη και λαντζέρη εσένα – δύο σε ένα – και σε πρόσταζε πότε να τους φέρεις καναπεδάκια, πότε να τους ανάψεις τσιγάρο και πότε να τους βάλεις μουσική; Φουκαρά μου! Δουλάκι της σ’ είχε η κυρία. Κι εσύ από πίσω, να της μαζεύεις τα φουστάνια και να ζητιανεύεις το φιλί. Δε βαριέσαι… Χίλιες φορές τα κρύα σεντόνια.

Αυτοί οι ζητιάνοι το ‘χουνε παρακάνει πια. Κάθε στενό και κάθε σοκάκι ξεπετάγεται κι από ‘να μυξιάρικο με την αναξιοπαθούσα μάνα του. Έλεος πια με την εκμετάλλευση των συναισθημάτων του κοσμάκη!

Ήθελες παντρειές, αγοράκι μου. Που σ’ είχε η μανούλα σου αρχοντόπουλο. Με τα ζυμωτά σου τα ψωμιά, με τα τηγανόψωμά σου, με τις χειροποίητες τις πίτες σου, με τα γλυκά σου τα σιροπιαστά, με τα κοκκινιστά σου, με τα μυρωδάτα τα κουλουράκια σου, με το φρέσκο το αυγουλάκι σου, με τα ολόλευκα τα πουκαμισάκια σου – όλα στην τσάκιση – και προπαντός μ’ εκείνη τη μεγάλη αγκαλιά με το βαθύ ντεκολτέ, το καταφύγιο των παιδικών σου χρόνων.

Δε θήλασες γάλα εσύ. Λατρεία θήλασες. Που κάθε, μα κάθε σαββατόβραδο η σάλα ήτανε γεμάτη – φίλοι, συγγενείς και γειτόνοι – ο μπουφές όλος λιχουδιές, κι εσύ ανέβαινες στην καρέκλα και τους έλεγες ποιήματα κι αρχαία ρητά – «πας μη Έλλην βάρβαρος», κι όλοι σε χειροκροτούσαν και σ’ είχανε για θεό. Έλληνα θεό. Απόλλωνα στο θρόνο σου, να αστράφτεις σαν τον ήλιο κι αυτοί να σε προσκυνάνε. Και πρώτη απ’ όλους εκείνη. Βασιλιάς εσύ κι εκείνη βασίλισσά σου. Πως κατάντησες, κακομοίρη μου…

Δεν έχω ξαναπεράσει από δω. Αίσχος… Τι φτωχογειτονιά είν’ αυτή; Ρούχα απλωμένα στους φράχτες. Σαράβαλα καβάλα στα πεζοδρόμια. Κάδοι ανοιχτοί. Παιδιά μισόγυμνα. Μια παραγκούπολη στη γειτονιά μου… Στο Πακιστάν ήρθα;

Πώς με είπες; Ρατσιστή; Καλά κάνω. Είμαι! Το λέω και το δηλώνω. Όταν οι παππούδες μας άφηναν τα χωριά τους και θαλασσοπνίγονταν και ταξίδευαν σαν τα ποντίκια, μήνες ολόκληρους, μέσα στ’ αμπάρια, στα σαπιοκάραβα, κι άφηναν πίσω μάνα, γυναίκα, παιδιά, και δούλευαν μέρα νύχτα, χρόνια κάτω από τη γη, ήταν καλά; Ετούτοι δω, παρακαλώ, γιατί δεν πάνε να δουλέψουν; Τι είπες; Δεν ξέρεις; Θα σου πω εγώ γιατί. Γιατί έμαθαν στο καθισιό και στο έτοιμο. Είναι βαριά η καλογερική, μάγκα μου.

Ορίστε, ορίστε. Αυτά που έλεγα: Κατουράνε μέσα στο δρόμο. Τους απολίτιστους… Είσαστε κάφροι, ρε…

Να ξεκουμπιστούνε να φύγουνε. Να πάνε στον τόπο τους. Κι εσύ, μυαλό, βούλωσ’ το. Δεν ξέρεις. Λες βλακείες.

Εμείς, αν θυμάσαι, δουλέψαμε σαν κύριοι, όπου κι αν πήγαμε. Δεν κλέβαμε το βιος των νοικοκυραίων. Φτιάξαμε δικό μας και γίναμε μόνοι μας νοικοκυραίοι.

Να πάνε στα σπίτια τους. Να καβαλάνε τα δικά τους τα πεζοδρόμια, να απλώνουνε στους δικούς τους φράχτες, να κατουράνε τις δικές τους τις αυλές, να ‘χουνε τις δικές τους τις κότες και να τρώνε τα δικά τους τ’ αυγά.

Οι κότες οι δικές μας ψοφήσανε. Και κάτι μαδημένες δε γεννάνε πια.

Το μυαλουδάκι φύρανε. Και τώρα τι θα γίνουμε εμείς χωρίς αυγά;

_____________________________________________________________________________________

*Η Αναστασία Νταλταγιάννη μεγάλωσε και ζει στην όμορφη Ναύπακτο. Εκεί γράφει τις ιστορίες της. Σπούδασε φιλολογία στο ΑΠΘ και εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει ασχοληθεί με τη φιλολογική επιμέλεια βιβλίων διαφόρων συγγραφέων της Δυτικής Ελλάδας. Από το 2014 είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια της «Δημιουργικής Γραφής» στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Στο ιστολόγιό της http://tobukino.blogspot.gr/ δημοσιεύει διηγήματά της.