Ο μύθος είναι πάρα πολύ παλιός. Χάνεται στα βάθη των αιώνων, ανάμεσα σε βουνά και πεδιάδες της Ανατολικής Ευρώπης.
Εκεί που έκανε την παρθενική του εμφάνιση ο πρώτος Δράκουλας.
Φυσικά είπαμε, είναι μύθος.
Τα βαμπίρ των ψυχών όμως, είναι υπαρκτά. Ζουν ανάμεσά μας. Δίπλα μας.
Υπάρχουν γύρω μας.
Πολλές φορές κοιμόμαστε και μαζί τους. Τα αγκαλιάζουμε, τα αγαπάμε. Τους δινόμαστε. Απλώς, δεν το γνωρίζουμε.
Ίσως ούτε και οι ίδιοι.
Αυτοί βέβαια, έχουν το ελαφρυντικό της άγνοιας.
Εκείνοι που γνωρίζουν πώς να ρουφούν την ενέργεια σου, είναι οι πραγματικά αδίστακτοι βρικόλακες.
Μη γελάτε. Υπάρχουν εκατοντάδες μελέτες γι αυτό το θέμα.
Από περιέργεια μπήκα στο διαδίκτυο κι έψαξα καλύτερα. Και ήρθαν μπροστά μου κάποια πρόσωπα με τέτοια χαρακτηριστικά.
Τι έκανε στην ουσία ένας βρικόλακας;
Για να ζήσει, όντας νεκρός, έπρεπε να τραφεί με αίμα. Ανθρώπινο. Κατά προτίμηση νεαρής ηλικίας, φρέσκο. Στην ανάγκη όμως, δεν του έμενε αδιάφορο και κάποιο κορμί πιο σιτεμένο. Γυρόφερνε τις νύχτες, αφού το φως της ημέρας δεν του επέτρεπε να «ζει».
Οι βρικόλακες του σήμερα, έχω την πεποίθηση πως είναι όντως νεκροί άνθρωποι.
Είναι όντα που όσες φορές κι αν προσπαθήσουν να δουν το είδωλό τους σε καθρέφτη, βλέπουν κενό. Μια άδεια ψυχή στον καθρέφτη της ζωής, δεν έχει είδωλο.
Οι ανίδεοι το κάνουν από ανάγκη. Ασυναίσθητα. Ενστικτωδώς. Αποζητούν τη συντροφιά σου, την καταπίνουν, αναγεννιούνται και όταν αποσύρονται νοιώθεις απλώς άδειος, κενός, μουδιασμένος.
Υπάρχουν όμως και τα βαμπίρ με συνείδηση. Με στόχο. Με σχεδιασμό.
Και άντε να καταλάβεις πως η δική τους ανάγκη να βρίσκονται δίπλα σου, να σε αγγίζουν ή όχι, να αρπάζουν το γέλιο σου, αποτελεί την ίδια τους τη ζωή.
Όταν μάλιστα εισβάλουν στον κόσμο σου και εγκατασταθούν εκεί, κάνουν πύργο τους το δικό σου χώρο. Για δέκα λεπτά. Μια ώρα. Ένα βράδυ. Νύχτες ολόκληρες. Ή μια ολόκληρη ζωή.
Με μια αγκαλιά. Ένα κλεμμένο χάδι. Για να μπορούν να συνεχίσουν να αναπνέουν με χαμόγελο.
Δύσμοιρα πλάσματα που ανακαλύπτουν υπάρξεις γεμάτες προσδοκία για ζωή. Και ρουφούν. Απομυζούν. Νεκρώνουν.
Άδειες ζωές που γεμίζουν αίμα απ’ τη δική σου.
Πολλές φορές, εμφανίζονται ανά διαστήματα. Κάνουν τα πάντα. Ακόμα και τα πιο ακραία πράγματα. Αρκεί να σ’ ακουμπήσουν. Να ανασάνουν απ’ την ανάσα σου. Να αρμέξουν όση λευκότητα έχει απομείνει στην αύρα σου. Να λάμψουν οι ίδιοι. Μικρές ή μεγάλες άσπρες πινελιές, σε μαύρο φόντο.
Κοιμούνται ευτυχισμένοι στο νεκροκρέβατο τους, αφού άρπαξαν ό,τι ζωντανό έχεις μέσα σου.
Και όταν φεύγουν από κοντά σου, νοιώθεις να λυγίζουν τα πόδια σου. Να χάνεται ο κόσμος σου.
Μπαίνεις αργά-αργά στην πλάνη, πως η απουσία τους φταίει γι αυτά σου τα συναισθήματα. Και η λύπη γίνεται συνήθεια.
Ο πόνος, κομμάτι της καθημερινότητας σου. Αρρωσταίνεις και πιστεύεις πως το φάρμακο σου είναι η παρουσία τους.
Μόλις το αντιλαμβάνονται, έχουν ήδη κερδίσει.
Όταν η θετική σου ενέργεια έχει θερμοκρασία υπό του μηδενός και είσαι άνθρωπος που αναζητά, που σέβεται τον εαυτό του ώστε να μην τον αφήνει να υποφέρει, θα βρεις την άκρη του νήματος.
Κι όταν την ανακαλύψεις, γιατί θα την ανακαλύψεις, το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να τους στερήσεις την παρουσία σου.
Ακόμα χειρότερα, το βλέμμα σου.
Βάζεις το βασικό συστατικό του σκόρδου σε υγρή μορφή, σε όλες σου τις φλέβες και απλώς σκοτώνεις…ένα νεκρό.
Καμία τύψη. Απόγνωση μέχρι να συνέλθεις. Λύτρωση όταν το καταφέρεις. Μάτια ορθάνοιχτα, μη ξαναγίνεις θύμα.
Και μην ξεγελαστείς. Δεν κυκλοφορούν μόνο νύχτα.
Ενίοτε και μέρα μεσημέρι.
____________________________________
Γεννήθηκα καλοκαίρι. Γράφτηκα στο μητρώο αρρένων, αλλά το Άννα μου πήγαινε καλύτερα. Το διεκδίκησα, το κέρδισα. Δεν σπούδασα σε Ανώτατη Σχολή, δεν πρόλαβα. Διάβασα όμως. Άκουσα. Αφουγκράστηκα. Σε όποιο ναρκοπέδιο κι αν έπεσα, αυτό απασφαλίστηκε απ’ την αγάπη της μάνας μου. Ναι, διάλεξα δύσκολο δρόμο. Αλλά βρήκα όμορφα μονοπάτια που τα περπατάω περήφανη, πάντα σε ψηλοτάκουνα. Το πρώτο μου βιβλίο “Γιατί δεν έχω σαν το δικό σου, μαμά;” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.
Το “Δεσμοί Αίματος – Δυο φορές γυναίκα” πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Eye Doll.