Αγαπητέ Θεέ

Χρόνος ανάγνωσης 5 ΄

Επιμέλεια στήλης: Μένη Κουτσοσίμου, Μεταδιδάκτωρ Ιατρικής σε θέματα Αξιολόγησης Ποιότητας Παρεχόμενων Υπηρεσιών στο χώρο της Υγείας

 

Αγαπητέ Θεέ ή Αγαπητοί μου φίλοι και φίλες,

το βιβλίο του Έρικ Σμιτ έφτασε στα χέρια μου από μία εκπαιδευόμενή μου, νυν φίλη, στο πλαίσιο ενός σεμιναρίου για τη σχέση θεραπευτή θεραπευόμενου, ως δώρο, κοντά σε κάποια Χριστούγεννα, πολύ καιρό πριν… θυμάμαι.

Προσφάτως, πάλι κοντά στα Χριστούγεννα, είχα την τύχη σ’ ένα σύντομο ταξίδι μου, να παρακολουθήσω τη μεταφορά του έργου σε θεατρική παράσταση,.

Και πριν από λίγες μέρες ήρθε η μαρτυρία μιας μητέρας που μοιράστηκε όλη την περιπέτεια της υγείας του παιδιού της, φέρνοντας μέσα στο νοσοκομείο, στον ένα χρόνο της χημειοθεραπείας του, μία νέα ζωή.

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι από την αρχή: βουτιά από ψηλά, αυτές είναι οι λέξεις που συνοδεύουν την προσέγγιση αυτού του αναγνώσματος. Η ιστορία είναι απλή, όπως απλή είναι και η ζωή, το δύσκολο όμως είναι να βουτήξεις στα βαθιά. Πρόκειται για μία νουβέλα που απαρτίζεται από γράμματα που απευθύνονται στο Θεό. Αποστολέας, ο Όσκαρ, 10 χρονών. Πάσχει από λευχαιμία. Παιδικά γράμματα, ειλικρινή και αθώα. Ιδού η αλήθεια. Είσαι έτοιμος να ξαναδείς τον κόσμο με τα μάτια εκείνα, να ανακαλύψεις τις ξεχασμένες σου αλήθειες ξεχασμένες από τη διαρκή πορεία προς την ενηλικίωση; Ειλικρινά πιστεύεις ότι έχεις αλλάξει στο διάβα σου, πως τα χρόνια που μετράς σε πότισαν με δόσεις σοφίας και άλλοθι για τη ζωή που επέλεξες να ζεις; Κι όμως, αν το σκεφτείς, δεν έχει αλλάξει κάτι. Έχεις σκληρύνει, αμύνεσαι, έχεις απογοητευτεί, έχεις κάνει λάθη, έχεις φάει τα μούτρα σου, μα συνεχώς χτίζεις. Και χτίζοντας, χτίζοντας, χτίζοντας καταφέρνεις να κλειστείς μέσα στο ίδιο σου το λαγούμι, ωσάν ιππότης… με τη σιδερένια σου πανοπλία, που έχει κολλήσει πάνω σου, έχεις γίνει ένα με αυτήν. Χάνεις το χρόνο σου, αναλώνεσαι σε ηλίθια ανούσια πράγματα, έχεις ξεχάσει να ανακαλύπτεις ξανά τον κόσμο, ξανά τον εαυτό σου. Έχεις ξεχάσει να χτίζεις τη ζωή σου έτσι όπως ονειρευόσουν. Χρησιμοποιείς τα ‘υλικά’ σου λάθος.

Η ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων, παρούσα αλλά και απούσα συγχρόνως, φορτίζει την καθημερινότητα της σύντομης συνύπαρξης των δύο αυτών ανθρώπων, με μια μεταφυσική δύναμη ρουτίνας. Αυτή είναι και η ομορφιά της ζωής μας. Να κοιτάμε κάθε μέρα τον κόσμο, μέσα στην καθημερινότητα, σαν να είναι η πρώτη φορά.

Απόσπασμα από το βιβλίο:

‘Αγαπητέ Θεέ,

Με λένε Όσκαρ, είμαι δέκα χρονών, έχω βάλει φωτιά στη γάτα, στο σκύλο, στο σπίτι (αν δεν κάνω λάθος έχω ψήσει και τα χρυσόψαρα), κι αυτή είναι η πρώτη φορά που σού γράφω, γιατί μέχρι σήμερα, λόγω του σχολείου, δεν είχα χρόνο.

Σού το λέω ευθύς εξαρχής: σιχαίνομαι να γράφω. Για να γράψω, πρέπει πραγματικά να είμαι αναγκασμένος να το κάνω· γιατί το γράψιμο είναι γιρλάντα και στολίδι και μεταξωτή κορδέλα. Τι άλλο είναι το γράψιμο από ένα ωραιοποιημένο ψέμα; Το γράψιμο είναι για τους μεγάλους.

Θες να σ’ το αποδείξω; Ξανακοιτά λίγο πιο πάνω και δες πώς αρχίζω το γράμμα μου! «Με λένε Όσκαρ, είμαι δέκα χρονών, έχω βάλει φωτιά στη γάτα, στο σκύλο, στο σπίτι (αν δεν κάνω λάθος έχω ψήσει και τα χρυσόψαρα), κι αυτή είναι η πρώτη φορά που σού γράφω, γιατί μέχρι σήμερα, λόγω του σχολείου, δεν είχα χρόνο». Ε, δε θα μπορούσα να γράψω: «Με φωνάζουν Γλόμπο, δε δείχνω παραπάνω από επτά, μένω στο νοσοκομείο λόγω του καρκίνου μου, και δεν σού ’χω απευθύνει ποτέ το λόγο γιατί δεν πιστεύω ότι υπάρχεις»;

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα ’θελα να βρεις χρόνο να μου κάνεις και δυο-τρεις χάρες.

Εξηγούμαι:

Το νοσοκομείο, δε λέω, είναι ένα μέρος παρά πολύ συμπαθητικό, γεμάτο ευχάριστους μεγάλους που μιλάνε δυνατά, γεμάτο παιχνίδια και ροζ κυρίες που τους αρέσει να διασκεδάζουν με τα παιδιά, γεμάτο φίλους που είναι πάντα εκεί όταν τους θέλεις, όπως ο Μπέικον, ο Αϊνστάιν ή ο Ποπ Κορν. Για να μη σ’ τα πολυλογώ, το νοσοκομείο είναι μια χαρά για έναν άρρωστο που το διασκεδάζει.

Εγώ, όμως, δεν το διασκεδάζω πια. Από τότε που μου έκαναν τη μεταμόσχευση, το καταλαβαίνω: δεν το διασκεδάζω πια. Κάθε πρωί που μ’ εξετάζει ο γιατρός Ντίσελντορφ, δεν το αντέχω πια, τον απογοητεύω. Με κοιτάζει αμίλητος, σαν να ’χα κάνει καμιά αταξία. Κι όμως, ήμουν τόσο συνεργάσιμος στην εγχείρηση! Καθόμουν φρόνιμος, τους άφησα να με κοιμίσουν, πόνεσα και δε φώναξα, πήρα όλα μου τα φάρμακα. Είναι κάτι μέρες, όμως, που έτσι μου έρχεται να του φωνάξω κατάμουτρα, να του πω ότι μπορεί να φταίει κι αυτός ο ίδιος, ο γιατρός Ντίσελντορφ με τα μαύρα φρύδια, να φταίει αυτός που απέτυχε η εγχείρηση. Μα παίρνει εκείνο το δυστυχισμένο ύφος του, και δε μου πάει να τον βρίσω. Όσο πιο πολύ σωπαίνει ο γιατρός Ντίσελντορφ μ’ εκείνο το λυπημένο βλέμμα, τόσο πιο ένοχος αισθάνομαι. Έχω καταλάβει ότι έγινα ένας κακός άρρωστος, ένας άρρωστος που δε θέλει να πιστέψει ότι η ιατρική κάνει θαύματα.

Η σκέψη ενός γιατρού είναι μεταδοτική. Τώρα, όλοι στον όροφο —νοσοκόμες, βοηθοί, καθαρίστριες— με κοιτάζουν με το ίδιο βλέμμα. Έχουν θλιμμένο ύφος όταν είμαι σε καλή διάθεση· γελάνε με το ζόρι όταν λέω κάποιο αστείο. Είν’ αλήθεια: δε διασκεδάζουμε πια όπως πριν.

Μόνο η θεία Ροζ δεν. έχει αλλάξει. Κι ούτε νομίζω ότι μπορεί ν’ αλλάξει πια: είναι πολύ γριά. Τη θεία Ροζ, Θεέ, δεν έχω ανάγκη να σού τη συστήσω· πρέπει να ’ναι καλή σου φίλη, μια που η ίδια μου είπε να σού γράψω. Το πρόβλημα είναι ότι μόνο εγώ τη φωνάζω θεία Ροζ. Γι’ αυτό, πρέπει να κάνεις έναν κόπο για να καταλάβεις για ποιαν σού μιλάω: είναι η πιο ηλικιωμένη απ’ όλες τις κυρίες με τις ροζ μπλούζες που έρχονται απ’ έξω για να περάσουν λίγο χρόνο με τα άρρωστα παιδιά.

Το «Αγαπητέ Θεέ» δεν είναι βιβλίο διασκεδαστικό, αντιθέτως, περιέχει οδύνη και θλίψη καθώς πρόκειται για επιστολές που στέλνει ένα άρρωστο παιδί στο Θεό. Είναι, όμως, μεγάλη η συγκίνηση που προσφέρουν αυτά τα γράμματα, κι ακόμα είναι η αίσθηση της συμμετοχής, η συμπάθεια που κατακλύζουν τον αναγνώστη και η γνώση ότι έξω από τον εαυτό μας υπάρχει και ο Αλλος, ο συνάνθρωπος που πονά και απελπίζεται, αλλά δεν δυστροπεί, παρά υπομένει ηρωικά και, γράφοντας στο Θεό, προσπαθεί να διατηρήσει την περηφάνια και τη νηφαλιότητά του’

Πνευματικό τέκνο του George Bernard Shaw και του Sacha Guitry, ο Éric-Emmanuel Schmitt (1960), είναι ο μεγαλύτερος θεατρικός συγγραφέας της τελευταίας δεκαετίας. Έργα του έχουν ανέβει στις σκηνές τριάντα τουλάχιστον χωρών, από την Ιαπωνία και την Ισπανία, μέχρι την Γερμανία και τις ΗΠΑ. Εκτός από θέατρο έχει συγγράψει μυθιστορήματα και δοκίμια. Στα ελληνικά κυκλοφορούν: Ο κύριος Ιμπραήμ και τα άνθη του Κορανίου (opera), και το κατά Πιλάτον Ευαγγέλιο (Περίπλους). Έχει τιμηθεί με το «Μεγάλο Βραβείο Θεάτρου» για το σύνολο του έργου του. Αλσατικής καταγωγής, γιος ενός μποξέρ και μιας πρωταθλήτριας του στίβου, αυτοχαρακτηρίζεται «τεμπέλης», αλλά και «ρέμπελος», «αριστερός», «έτοιμος πάντα να διαφωνήσει», «αρνητής των έτοιμων ιδεών» και, συχνά, «βίαιος».

Αντί Επιλόγου

Αγαπητέ Θεέ…

Σ’ ευχαριστώ που μου γνώρισες τον Όσκαρ.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:
Συγγραφέας: Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις: Οpera
Έτος έκδοσης: 2007
Αριθμός σελίδων: 96
Αρχική τιμή:  7 €