Από τον Γιάννη Γραμματόπουλο, CPsychol, MSc, PhD, Ψυχολόγο – Ψυχοθεραπευτή
Η τουρκική τηλεοπτική παραγωγή Bir Başkadır, η οποία αναρτήθηκε στην πλατφόρμα του Netflix πριν λίγους μήνες με τον ελληνοπρεπή τίτλο Ethos, είναι μια ιστορία των σύγχρονων κοινωνικών και πολιτισμικών διαφορών και συγκρούσεων στη σημερινή Τουρκία, με έμφαση στη ζωή γυναικών από διαφορετικές πλευρές της γειτονικής χώρας: απ’ τη μια το συντηρητικό ισλάμ της επαρχίας ή των φτωχών προαστίων των μεγαλουπόλεων, απ’ την άλλη ο δυτικότροπος κοσμικός τρόπος ζωής των αστών, ο οποίος παραπαίει στη νέο-οθωμανική Τουρκία του Ερντογάν.
Είναι σίγουρα μια συναρπαστική και διαφωτιστική –για εμάς τους έξω απ’ αυτήν- απεικόνιση της σύγχρονης Τουρκίας και ιδίως των ζητημάτων που αφορούν τη γυναίκα. Ωστόσο, παρά τις μεγάλες διαφορές με τη δική μας κοινωνία, στη σειρά που η πλατφόρμα του Netflix της χάρισε τον οικείο σ’ εμάς τίτλο «ήθος», εκτυλίσσονται και κάποιες ιστορίες που δεν μας είναι εντελώς άγνωστες: εκείνες των –γυναικείων, σ’ αυτήν την περίπτωση– υποκειμένων, τα οποία υποφέρουν ψυχικά, και εκείνες των ανθρώπων –ειδικών και μη– στους οποίους απευθύνονται προκειμένου να βρουν βοήθεια ή ανακούφιση.
Απ’ τη μια, έχουμε την κεντρική πρωταγωνίστρια, την απλοϊκή και συμπαθή Μεριέμ, η οποία ανήκει σε μια συντηρητική ισλαμική οικογένεια των περιχώρων της Κωνσταντινούπολης και υποφέρει από λιποθυμίες για τις οποίες δεν μπορεί να εντοπιστεί κάποια οργανική προέλευση. Εξ ου και της προτείνεται από κάποια γνωστή της να δει μια ψυχίατρο-ψυχοθεραπεύτρια σε ένα δημόσιο νοσοκομείο.
Στην πρώτη, αμήχανη αλλά πολύ ενδιαφέρουσα συνάντηση της Μεριέμ με την ψυχοθεραπεύτρια Περί αναδύεται κάτι της ίδιας τάξης μ’ εκείνο που οδήγησε το Σίγκμουντ Φρόυντ, πάνω από έναν αιώνα νωρίτερα, να δημιουργήσει την ψυχοθεραπευτική προσέγγιση της ψυχανάλυσης. Τότε, επρόκειτο για την παρατήρηση ότι τα σώματα των νευρωτικών ασθενών του Φρόυντ που εμφάνιζαν τα λεγόμενα «υστερικά» συμπτώματα (όπως παραλυσίες, τυφλώσεις, λιποθυμίες) υπέφεραν από μια αιτία όχι βιολογικής, αλλά ψυχικής τάξης, και, πιο συγκεκριμένα, από μια αλήθεια η οποία είχε να κάνει με καταπιεσμένες, απαγορευμένες ερωτικές επιθυμίες, οι οποίες δεν τους ήταν γνωστές, δηλαδή συνειδητές. Ωστόσο κατά κάποιο τρόπο «μιλούσαν» μέσα από τα συμπτώματα.
Έτσι και στην πρώτη συνεδρία της Μεριέμ με την Περί, η οποία έχει, απ’ την άλλη, δυτική αμφίεση, λόγο και συνήθειες, αναδύεται χωρίς η ίδια η ασθενής να το θέλει, εν είδει μιας παραδρομής της γλώσσας (lapsus), ο κρυφός και από τον ίδιο τον εαυτό της έρωτάς της για τον Σινάν, έναν εργένη, ο οποίος επίσης ανήκει εξ ολοκλήρου στο δυτικό, κοσμικό τρόπο ζωής της Κωνσταντινούπολης, και του οποίου το σπίτι καθαρίζει περιστασιακά. Τρομαγμένη από την ανάδυση αυτής της κρυμμένης αλήθειας, η Μεριέμ προσπαθεί μ’ έναν άγαρμπο αλλά χαριτωμένο τρόπο να αποκρύψει ακόμα και το όνομα του άνδρα, σπεύδοντας να καλύψει τον υποκειμενικό διχασμό της ανάμεσα στο συντηρητικό, ισλαμικό τρόπο ζωής της και σ’ αυτόν του δυτικότροπου, φιλελεύθερου αστού, ο οποίος σε άλλες σκηνές βλέπουμε πως συνευρίσκεται με πολλές γυναίκες.
Ο διχασμός της Μεριέμ είναι εμφανής, όμως, και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το πρόβλημα των ανεξήγητων λιποθυμιών, ερχόμενη στην Περί για ψυχοθεραπεία. Έχει, πράγμα ασυνήθιστο για εκείνη, παραβλέψει την προσφυγή σε μια άλλη, συνήθη πηγή γνώσης και υποστήριξης για εκείνη, που δεν είναι άλλη από τον τοπικό ισλαμικό πνευματικό καθοδηγητή του χωριού, τον περίφημο χότζα. Ο χότζας οφείλει να τα ξέρει όλα και όταν η Μεριέμ παραβλέπει να τον ενημερώσει, ο Γιασίν, που είναι ο ταλαιπωρημένος από την ιστορία της γυναίκας του, αυστηρός και θρησκόληπτος αδερφός της Μεριέμ, ξεσπάει επάνω της, στα πλαίσια και της γενικευμένης αντιμετώπισής της σαν δεύτερης κατηγορίας ανθρώπου. Παρότι η Μεριέμ βλέπει σταδιακά με θετική ματιά τις ψυχοθεραπευτικές τις συνεδρίες, μιας και το σύμπτωμα της λιποθυμίας σύντομα εξαφανίζεται, δεν παύει να προβληματίζεται για τη στάση της απέναντι στο χότζα. Ωστόσο, η οικογένειά της ταλαιπωρείται και από τις δυσκολίες μιας άλλης γυναικείας μορφής.
Πρόκειται για την εμφανή ψυχική διαταραχή της νύφης της Μεριέμ, της Ρουχιγιέ, που ταλαιπωρεί τη νεαρή της οικογένεια, και είναι διαφορετικής τάξης από εκείνη της Μεριέμ. Το σώμα της Ρουχιγιέ δεν υποφέρει από την ασυνείδητη αλήθεια του έρωτα, ενώ τα συμπτώματά της είναι πολύ πιο βαριά από της κουνιάδας της. Η περίπτωσή της παρουσιάζεται σαν μια εικόνα πολύ σοβαρής κατάθλιψης με αυτοκτονικές απόπειρες. Δυστυχώς, για τη Ρουχιγιέ δεν φαίνεται να είναι διαθέσιμη η επιλογή να δει έναν ειδικό ψυχικής υγείας και η μόνη διέξοδος που φαίνεται να της επιτρέπεται είναι και πάλι εκείνη του χότζα, μέσω του συζύγου της. Ωστόσο, η θυμοσοφική ιστορία που επαναλαμβάνει ο χότζας στη Μεριέμ και τον αδελφό της, για τη διαφορά μεταξύ του αληθινού και του ψεύτικου, πλαστικού λουλουδιού δεν φαίνεται να μπορεί να προσφέρει πολλά σ’ αυτές τις γυναίκες. Παρότι προσπαθεί σ’ αυτήν την κατεύθυνση, η θρησκεία αδυνατεί να παρέχει στη Ρουχιγιέ έναν σταθεροποιητικό προσανατολισμό, ακόμα και στα πλαίσια της ιδιωτικής, οικιακής λατρείας, καθώς την βλέπουμε, μάλλον σαν μια απεικόνιση των συμπτωμάτων της ασθένειάς της, να προσεύχεται στραμμένη προς τη λάθος κατεύθυνση, αντί για τη Μέκκα, κάτι που δεν καθυστερεί να προκαλέσει ένα ακόμα ξέσπασμα θυμού του ευερέθιστου συζύγου της. Παραδόξως, στο τέλος η Ρουχιγιέ βρίσκει τη δική της λύση, που αρχικά μοιάζει παραληρητική, μέσα από ένα ταξίδι στον τόπο καταγωγής της και την αντιμετώπιση των φαντασμάτων του τραγικού παρελθόντος της, που υπάρχει ο υπαινιγμός ότι ίσως και να έχει να κάνει με την ασθένειά της.
Η Μεριέμ και η Ρουχιγιέ, δεν είναι, όμως, οι μοναδικές γυναίκες που υποφέρουν σ’ αυτήν την ενδιαφέρουσα ιστορία. Το δράμα δεν είναι μόνο απ’ την πλευρά των ασθενών που πάσχουν ψυχικά ή των γυναικών που ανήκουν στη συγκεκριμένη πολιτισμική ομάδα. Τόσο η Περί, η ψυχίατρος-ψυχοθεραπεύτρια, την οποία βλέπει η Μεριέμ, όσο και η Γκιουλμπίν, φίλη και επόπτρια της τελευταίας, έχουν τις δικές τους πηγές οδύνης ή δυσφορίας. Ενώ στην πρώτη της συνεδρία με τη μαντιλοφορεμένη Μεριέμ βλέπουμε απ’ την πλευρά της Περί μια σοβαρή, ψύχραιμη και ευσυνείδητη επαγγελματία, στη συνέχεια την παρακολουθούμε να ταλαιπωρείται περισσότερο απ’ ό,τι νομίζουμε από τη συνάντηση με την ασθενή της. Απευθύνεται, λοιπόν, όπως όφειλε να κάνει, στην επόπτριά της, όπου συζητά τη δυσκολία της με την ασθενή αυτή. Στην εποπτική συνεδρία γίνεται, ορθά, χρήση της ψυχαναλυτικής έννοιας της «αντιμεταβίβασης», δηλαδή των συναισθημάτων που ο ασθενής ξυπνά στον ψυχοθεραπευτή και τα οποία εκείνος οφείλει να γνωρίζει και να ελέγχει. Αυτά τα συναισθήματα μπορούν να είναι διαφόρων ειδών, θετικά ή αρνητικά, δεν είναι καθόλου αφύσικο να εμφανίζονται, όμως ο ψυχοθεραπευτής οφείλει να προσπαθήσει να τα αναγνωρίσει και να εντοπίσει με τι από τη δική του προσωπική ιστορία σχετίζονται, ώστε να τα αποτρέψει από το τα παρέμβουν βλαπτικά στη θεραπεία.
Η Περί κάνει το βήμα να μιλήσει για αυτά τα συναισθήματα στη Γκιουλμπίν, όπως πρέπει να κάνει ο ψυχοθεραπευτής, ωστόσο δεν προχωρά στο επόμενο βήμα που απαιτείται, και το οποίο προσπαθεί να της υποδείξει η επόπτριά της, δηλαδή στο να αναγνωρίσει πίσω από τα αρνητικά συναισθήματα που της προκαλεί η Μεριέμ τη δική της, προσωπική δυσκολία με την εικόνα της μαντίλας και το τι σημαίνει αυτή για εκείνην, παρά για την ίδια την ασθενή, η οποία δεν μοιάζει να φέρει βαρέως αυτό το ζήτημα. Φαίνεται, όντως, πως η μαντίλα της Μεριέμ είναι περισσότερο καταπιεστική για την Περί παρά για την ίδια, με τις σημασίες που κουβαλά. Αυτό γίνεται εμφανές και στον τρόπο με τον οποίο αντιδρά η Περί στη θέα μιας ακόμη μαντιλοφορεμένης γυναίκας στην αίθουσα αναμονής του γραφείου της Γκιουλμπίν, η οποία μάλιστα αποκαλύπτεται πως δεν είναι μια ακόμη ασθενής, αλλά αδερφή της επόπτριας. Δυστυχώς, η Περί φαίνεται να μένει εγκλωβισμένη στη δική της δυσκολία, αναλογιζόμενη το ενδεχόμενο να διακόψει τη θεραπεία με τη Μεριέμ. Δεν είναι, όμως, η μόνη που υποφέρει.
Η Γκιουλμπίν, με τη σειρά της, η οποία έχει κι αυτή ένα δυτικό τρόπο ζωής (ένδυση, επάγγελμα, ερωτικές σχέσεις) ανήκει σε μια κουρδική οικογένεια μαντολοφορεμένων γυναικών, η οποία διχάζεται πάνω στη θεραπευτική αντιμετώπιση ενός άλλου σώματος που υποφέρει: αυτή τη φορά πρόκειται για ένα ανδρικό σώμα, εκείνου του αδερφού της, ο οποίος είναι καθηλωμένος σε μια αναπηρική καρέκλα. Η Γκιουλμπίν, που αγαπά πολύ τον αδελφό της, προσπαθεί να πείσει τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας να προσφύγουν στη δυτική επιστημονική γνώση για τη βελτίωσή του, ωστόσο υπάρχει μεγάλη δυσκολία, άρνηση και καυγάδες που σχετίζονται και με τον κοσμικό τρόπο ζωής της Γκιουλμπίν.
Στα πλαίσια, λοιπόν, αυτού του μωσαϊκού των κοινωνικό-πολιτισμικών καταστάσεων που βιώνουν γυναίκες από διάφορες διαστάσεις της ζωής στη σύγχρονη Τουρκία, βλέπουμε και μια πολύ ευκρινή απεικόνιση των λύσεων ή των επιλογών στις οποίες μπορεί τα υποκείμενα να προσφεύγουν για τις ψυχικές και σωματικές τους δυσκολίες (η ψυχοθεραπεία, η επιστήμη, η θρησκεία, η παράδοση) αλλά και των προβλημάτων που μπορεί να δυσκολέψουν αυτές τις λύσεις.
Είναι εξαιρετικά ευφυές πως η συγκεκριμένη μυθοπλασία δεν παρουσιάζει τις δυο πλευρές «ισλαμικό εναντίον κοσμικού τρόπου ζωής» με όρους «άσπρου-μαύρου», και θα ήταν ένα μεγάλο λάθος για την προσέγγιση που επιχειρεί του ψυχισμού αλλά και της ψυχοθεραπείας εάν γινόταν κάτι τέτοιο. Για παράδειγμα, η πτωχή και μάλλον αμόρφωτη Μεριέμ δέχεται το στοίχημα της ψυχοθεραπείας, ενώ η εξαιρετικά μορφωμένη και μεγαλωμένη στο δυτικό μοντέλο ψυχίατρος δυσκολεύεται να πάει πιο βαθιά για να ανακαλύψει τι είναι εκείνο που δυσκολεύει την ίδια. Απ’ την άλλη, για τη Ρουχιγιέ και για την οικογένεια της Γκιουλμπίν δεν τίθεται καν συζήτηση για τη λύση της επιστήμης, ενώ η ίδια η Γκιουλμπίν, καίτοι και η ίδια ανήκει στο δυτικό και κοσμικό τρόπο ζωής, μπορεί να σκεφτεί ενσυναισθητικά για τις γυναίκες που φορούν μαντίλα και για το τι μπορεί να ενοχλεί την ίδια σε σχέση μ’ αυτές.
Έτσι, και στην πραγματικότητα, στα γραφεία των ψυχοθεραπευτών προσφεύγουν άνθρωποι από όλες τις πτυχές της ζωής και θα ήταν μεγάλο λάθος να περιμένει κανείς στο γραφείο του μόνο γυναίκες-«Μεριέμ» ή μόνο «Περί» (με τις ανάλογες στα καθ’ ημάς εκδοχές τους), όπως επίσης να νομίσει κανείς πως οι τρόποι που επιλέγουν οι άνθρωποι που προέρχονται από συγκεκριμένα κοινωνικά-πολιτισμικά πλαίσια είναι συγκεκριμένοι σε σχέση με άλλα. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί για τις περιπτώσεις που υποδεχόμαστε στα γραφεία, είναι σίγουρα πως πρόκειται για σώματα που υποφέρουν, υποφέρουν από αλήθεια ή αλλιώς από λόγο, όπως εκείνο της Μεριέμ ή ακόμα και της Ρουχιγιέ, και στα οποία οφείλουμε να δώσουμε την ευκαιρία να ακουστούν, χωρίς να εμποδιζόμαστε από τις δικές μας προκαταλήψεις, όπως κάνει η Περί.
Οφείλουμε και οι ίδιοι να προσφεύγουμε σε κάποιον άλλο, είτε στη θεραπεία, είτε στην εποπτεία, επιδιώκοντας να αναγνωρίσουμε πως ανάμεσα στα σώματα που υποφέρουν από το λόγο, είναι, όπως συμβαίνει στην Περί, και το δικό μας. Αυτό οφείλει να είναι το δικό μας ethos.
Πηγή: Melapus