Τα προβλήματα ψυχικής υγείας αν και ήταν πάντα εκεί, συνυφασμένα με την ανθρώπινη ύπαρξη αποτελούσαν απόκρυφο μυστικό καλυμμένο με ντροπή και ενοχές για τα άτομα που τα αντιμετώπιζαν αλλά και για τους γύρω τους. Επομένως, ήταν πολύ δύσκολο να ζητήσει κανείς βοήθεια ιδιωτικά και σχεδόν αδιανόητο να το κάνει δημόσια, καθώς έτσι θα έπρεπε να αποδεχτεί πρώτα ότι έχει ένα τέτοιο πρόβλημα και στη συνέχεια να βρει το θάρρος να αντιμετωπίσει την ντροπή και τις ενοχές. Αυτή η παγιωμένη κατάσταση πολλών ετών ξεκίνησε μόλις πρόσφατα να αλλάζει. Ιδιαίτερα μέσα στην πανδημία που εμφάνισε ή όξυνε προβλήματα ψυχικής υγείας λόγω του εγκλεισμού και της απώλειας της ανθρώπινης επαφής που είναι ζωογόνος για τον άνθρωπο, διάσημοι παγκοσμίως ξεκίνησαν να μιλούν. Και αυτό έδωσε θάρρος και σε άλλους να ξεκινήσουν να μιλούν. Μικρά, διστακτικά βήματα που αποτελούν, ωστόσο, μια αρχή.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του παγκοσμίου φήμης μοντέλου Μπέλα Χαντίντ που δεν δίστασε να ανεβάσει φωτογραφίες χωρίς ίχνος μακιγιάζ αλλά με δάκρυα στα μάτια της να εξομολογηθεί ότι δίνει καθημερινή μάχη με την κατάθλιψη και το άγχος. «Η κατάθλιψη είναι η καθημερινότητά μου. Κάθε μέρα, κάθε νύχτα. Κάποιες φορές χρειάζεσαι να σου πουν ότι δεν είσαι μόνη», έγραψε το διάσημο μοντέλο σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης δίνοντας το μήνυμα ότι ακόμα και ανάμεσα στις λαμπερές πασαρέλες και τα φανταχτερά ρούχα η ψυχή είναι πιθανό να πονάει και να αισθάνεται μοναξιά.
Ακόμα ένα παράδειγμα είναι της τραγουδίστριας Ντέμι Λοβάτο που έχει μιλήσει ανοιχτά για την ψυχοθεραπεία που κάνει προκειμένου να ξεπεράσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. «Όπως όλοι γνωρίζετε η θεραπεία άλλαξε τη ζωή μου. Θα ήθελα να αναγνωρίσω το πόσα περνάμε όλοι μας αυτή τη στιγμή. Και αν αγωνίζεστε θα ήθελα να ξέρετε ότι σας βλέπω, σας ακούω και ότι δεν το περνάτε μόνοι σας», έγραψε σε ανάρτησή της σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης.
Μεγάλη δημοσιότητα είχε πάρει και η περίπτωση του μοντέλου Κρίσι Τάιγκεν που έχασε το μωρό που κυοφορούσε και μοιράστηκε με τους ακολούθους της όλο τον πόνο που βίωσε η ίδια και ο σύζυγός της αλλά και την κατάθλιψη που αντιμετώπισε στη συνέχεια αν και δέχτηκε ιδιαίτερα έντονη κριτική κυρίως σε σχέση με τα κίνητρα που την ώθησαν σε κάτι τέτοιο.
«Όταν ένας φαινομενικά επιτυχημένος ανθρώπος δηλώσει δημόσια ότι και εγώ δυσκολεύτηκα και εγώ ζήτησα βοήθεια και κυρίως έγινα καλά έχει τεράστια σημασία. Γιατί μια ακόμα δυσκολία είναι ότι ο ψυχικά ασθενής φοβάται ότι θα παραμείνει πάντα έτσι. Δε θα γίνει ποτέ καλά. Έχω ανθρώπους που μου λένε θα προτιμούσα να είχα διάγνωση καρκίνου που ξέρω ακριβώς τι είναι, δεν χρειάζεται να απολογηθώ, παρά κατάθλιψη. Πρέπει να σπάσει το στίγμα της ψυχικής νόσου και βεβαίως να μην γίνεται ταύτιση της ψυχικής νόσου με το έγκλημα. Δεν μπορεί κάθε φορά που υπάρχει κάποια δολοφονία να ταυτίζεται με κάποια ψυχιατρική διαταραχή. Η ψυχοπαθολογία είναι πολύ συγκεκριμένη επιστήμη αρκεί να τη γνωρίζεις. Και ίσως ένα ακόμα μεγάλο λάθος στον τομέα της ψυχικής υγείας είναι ότι εμείς οι ίδιοι οι ειδικοί δεν της έχουμε δώσει τον σεβασμό που χρειάζεται για να την προστατέψουμε. Δεν μπορεί άνθρωποι χωρίς κλινική εμπειρία, χωρίς χρόνια σπουδές πάνω στο αντικείμενο να δηλώνουν ειδικοί, να δίνουν οδηγίες και συμβουλές, να αναλαμβάνουν ανθρώπινες ψυχές και ζωές. Το ίδιο το επάγγελμα χρειάζεται προστασία», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και διδάκτωρ της Ιατρικής σχολής Αθηνών, Δρ. Άννα Κανδαράκη.
Το ακόμα πολύ σημαντικό που προσφέρουν αυτές οι αναρτήσεις είναι η ορατότητα, που δίνει την αίσθηση στους ψυχικά ασθενείς ότι δεν είναι μόνοι τους, δεν βιώνουν κάτι που δεν βιώνει κανείς άλλος, δεν αντιμετωπίζουν κάτι που δεν έχει αντιμετωπίσει ποτέ κανείς. Αυτό, επισημαίνουν ο ειδικοί, σπάει το κοινωνικό ταμπού γύρω από το θέμα.
«Το πιο δύσκολο στην ψυχική υγεία είναι ότι το τραύμα είναι αόρατο. Δεν φαίνεται τίποτα ούτε με γυμνό μάτι ούτε με το πιο σύγχρονο μηχάνημα. Τα τραύματα στην ψυχή τα καταλαβαίνεις μόνο εσύ και τις περισσότερες φορές ή πρέπει να τα κρύψεις ή νιώθεις ενοχές και αμφισβήτηση από τους γύρω σου. Εάν είναι ιδέα σου, εάν υπερβάλλεις, εάν φταις εσύ και δεν προσπαθείς αρκετά. Το “αόρατο ψυχικό τραύμα” έχει μια ακόμα δυσκολία. Η αιτία στην ψυχική δυσκολία, όπως και η αντιμετώπιση, δεν είναι απλή. Συχνά οι ενοχές πίσω από τη διάγνωση απλώνονται παντού. Έρχονται γονείς που φοβούνται ότι θα κριθούν ένοχοι και έρχονται οχυρωμένοι να αμυνθούν. Η αντιμετώπιση από την άλλη είναι εξίσου περίπλοκη. Δεν γίνεται σε μια συνάντηση, δεν πιάνουν οι παυσίπονες ενέσεις ούτε οι χειρουργικές επεμβάσεις. Θέλει χρόνο, θέλει συνειδητοποίηση, θέλει ανάληψη ευθύνης και πίστη σε σένα πρώτα απ’ όλα. Ότι μπορείς», επισημαίνει η κ. Κανδαράκη και προσθέτει: «Ακόμα συναντώ ανθρώπους που έρχονται κρυφά από τον σύντροφο ή από τον γονιό τους. Που ντρέπονται και νιώθουν άσχημα που έρχονται αλλά το ελπιδοφόρο είναι ότι έρχονται, ότι τολμούν και ζητούν βοήθεια. Είναι καλύτερα τα πράγματα, αλλά έχουμε ακόμα πολύ δρόμο για την απενοχοποίηση της ψυχικής υγείας».
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η άρση του κοινωνικού στίγματος του ανθρώπου που ζητά βοήθεια για τις ψυχικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει είναι ένα σημαντικό βήμα προόδου μιας πολιτισμένης και ευημερούσας κοινωνίας και ότι αποτελεί θέμα εκπαίδευσης που ξεκινά από μικρή ηλικία.
«Συχνά έρχονται άνθρωποι που μου μεταφέρουν την αγωνία τους για κάποιο άλλο αγαπημένο τους πρόσωπο που δεν έρχεται εκείνο να ζητήσει βοήθεια. Που “αφού δεν έρχεται εκείνος ήρθα εγώ γι’ αυτόν” αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς, βοήθεια μέσω τρίτων δεν γίνεται. Η θεραπεία της ψυχικής υγείας θέλει υπευθυνότητα, ότι εσύ θες να βοηθηθείς, εσύ θες να αλλάξεις. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη απόφαση κυρίως γιατί μεγαλώνουμε με την πεποίθηση να αγωνιούμε και να φροντίζουμε άλλους, αλλά όχι τον εαυτό μας. Αυτό θα ήταν σημαντικό να άλλαζε στο μεγάλωμα των παιδιών μας. Φροντίζω σημαίνει φροντίζω για την αυτονομία του άλλου», τονίζει η κ. Κανδαράκη.
Σημαντικό εμπόδιο στην αναζήτηση βοήθειας για κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας εκτός από το κοινωνικό στίγμα είναι και το οικονομικό ζήτημα. Oι θεραπείες αυτές είναι συνήθως αρκετά ακριβές, καθώς δεν υπάρχει για την ψυχική υγεία αντίστοιχη ενίσχυση όπως για την σωματική υγεία.
«Ακριβώς επειδή η θεραπεία της ψυχικής δυσκολίας θέλει χρόνο, γι’ αυτό γίνεται και πολυδάπανη. Ναι, υπάρχουν δομές που παρέχεται ψυχική βοήθεια δωρεάν ή με πολύ χαμηλό κόστος ειδικά σε περιπτώσεις που η σοβαρότητα το επιτάσσει όταν ο ασθενής γίνεται δυσλειτουργικός και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην καθημερινότητά του. Από την άλλη είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι πρώτα εμείς θα πρέπει να βάλουμε σε προτεραιότητα τη ψυχική μας υγεία. Συχνά συναντώ ανθρώπους που διστάζουν να “επενδύσουν” στη φροντίδα της ψυχής τους, το θεωρούν πολυτέλεια ενώ αντίστοιχα μπορεί να ξοδεύουν μεγάλα ποσά για την εξωτερική τους εικόνα. Αντίθετα, βλέπω ανθρώπους με περιορισμένα έσοδα να βρίσκουν τον τρόπο, να το θέτουν ως προτεραιότητα και να καταφέρνουν να κάνουν συστηματική δουλειά με τον εαυτό τους γιατί εκείνοι πρώτα το έχουν βάλει στις σημαντικές προτεραιότητές τους. Η “επένδυση” χρόνου, ενέργειας και χρημάτων, είναι μια ακόμα ένδειξη ότι όντως θέλω να βοηθηθώ και ότι όντως αξιολογώ σοβαρά αυτή τη διαδικασία. Υπάρχουν βεβαίως περιπτώσεις που όντως το άτομο θέλει αλλά δεν μπορεί να ανταπεξέλθει οικονομικά. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα έπρεπε να υπάρχει πιο συστηματική και οργανωμένη ενίσχυση από τον κρατικό μηχανισμό και για την ψυχική υγεία», καταλήγει η κ. Κανδαράκη.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ