Συνέντευξη στην Ελίζα Συναδινού*
Στο αναχρονιστικό υλικό της «Προγεννητικής Αγωγής» που προοριζόταν για κατήχηση στα σχολεία της χώρας, εκτός από τους προφανείς σεξιστικούς και ομοφοβικούς, αντιεπιστημονικούς ισχυρισμούς που έχουν πολλάκις αναλυθεί, κρύβεται ένας ακόμη κίνδυνος.
Το να καλλιεργηθεί στους έφηβους θεατές η εντύπωση πως, εάν οι γονείς τους δεν ήταν Άντρας και Γυναίκα (sic) οι οποίοι κοιτάζονταν στα μάτια με λατρεία ακούγοντας κλασσική μουσική και κάνοντας θετικές σκέψεις από τη στιγμή της σύλληψης και κατά τη διάρκεια ολόκληρης της εγκυμοσύνης, οι ίδιοι είναι καταδικασμένοι να μην έχουν τα θεμέλια για μια ζωή με «υγεία, εξυπνάδα, καλοσύνη, δημιουργικότητα, καλό χαρακτήρα, δεξιότητες, ταλέντα και ιδιοφυία».
Θα δημιουργούσαν, δηλαδή, έναν στρατό από μπερδεμένα, ανασφαλή και ευάλωτα άτομα που θα αμφισβητούσαν όλες τους τις εμπειρίες έχοντας εισπράξει αποπροσανατολιστικές και επικίνδυνες πληροφορίες για ζητήματα τόσο οργανικά όσο η ίδια τους η ψυχοσύνθεση, χωρίς να τους παρέχεται κανένα εργαλείο διαχείρισης της διαστρεβλωμένης αυτής πληροφορίας.
Πού θα απευθύνονταν για να επουλώσουν τα τραύματά τους οι έφηβοι που θα αποκόμιζαν την εντύπωση πως έχουν χάσει την παρτίδα της ζωής από την πρώτη ζαριά; Πως είναι καταδικασμένοι και ελαττωματικοί επειδή κάτι δεν πήγε καλά στη σχέση των γονιών τους ή στο περιβάλλον τους όταν ήταν έμβρυα ή βρέφη; Είχαν προβλεφθεί δομές για να συλλέξουν και να απαντήσουν στα αιτήματα που θα προέκυπταν από ένα πρόγραμμα αγωγής υγείας που εισήχθηκε στα σχολεία;
Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, ζητήσαμε από την διεθνώς αναγνωρισμένη ψυχαναλύτρια Μερόπη Μιχαλέλη, ιδρυτικό μέλος και τ. πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας για την Ψυχική Υγεία των Βρεφών, να μας εξηγήσει τα (πραγματικά) επιστημονικά δεδομένα που σχετίζονται με τις πρώτες εμπειρίες ενός ανθρώπου, τι πραγματικά επηρεάζει την ανάπτυξη ενός ατόμου και εάν μπορούν να «διορθωθούν» χαμένες ή αρνητικές εμπειρίες στην αυγή της ζωής μας.
Πότε ξεκινούν, πώς καταγράφονται και πού αποθηκεύονται οι πρώιμες εμπειρίες του ανθρώπου;
Η σύγχρονη Νευροεπιστήμη έχει καταδείξει την ύπαρξη δύο συστημάτων Μνήμης: Την Άδηλη ή διαδικαστική, και την Έκδηλη ή Δηλωτική. Η άδηλη μνήμη είναι λειτουργική ήδη από τις τελευταίες εβδομάδες της εγκυμοσύνης και είναι η μόνη που είναι διαθέσιμη τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής. Σε αυτήν τα βρέφη αρχειοθετούν τις πολύ πρώιμες εμπειρίες τους που σχετίζονται με την αισθητηριακή επικοινωνία με την μητέρα και τον έξω κόσμο, κυρίως δε με την φωνή και την προσωδία της μητρικής φωνής (τον ρυθμό, τον τονισμό, τη μελωδία του ακούσματος της φωνής της μητέρας). Οι εμπειρίες που είναι αρχειοθετημένες εκεί δεν είναι δυνατόν να εκφραστούν με λέξεις. Η άδηλη μνήμη περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό εγκεφαλικών κυκλωμάτων, που ελέγχονται από την αμυγδαλή, και συστήματα επεξεργασίας και οργάνωσης της εμπειρίας, τα οποία θα δώσουν μορφή σε μεταγενέστερες εμπειρίες. Οι πρώιμες διυποκειμενικές εμπειρίες που εγγράφονται στην άδηλη μνήμη, είναι εκτός χρονικότητας: Διασχίζουν τον χρόνο, και έτσι μπορούν να ενεργοποιηθούν και να καταστούν επίκαιρες, οποιαδήποτε στιγμή της ζωής μας, ιδιαιτέρως σε συνθήκες στρες.
Πώς επηρεάζουν αυτές οι εμπειρίες την εξέλιξή μας;
Όπως μας δείχνει η επιστημονική έρευνα και συγκεκριμένα ο διάλογος της επιστήμης με την ψυχανάλυση, οι πρώιμες συγκινησιακές και συναισθηματικές εμπειρίες του παιδιού, οι οποίες ξεκινούν ήδη από τις προγεννητικές και περιγεννητικές σχέσεις με την μητέρα και το περιβάλλον, θα παίξουν κυρίαρχο ρόλο στην οργάνωση της συγκινησιακής, συναισθηματικής και νοητικής ζωής καθώς και στην δημιουργικότητα μέχρι την ενηλικίωση. Το πρώιμα αναπτυσσόμενο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου, είναι υπεύθυνο για την ταχεία απάντηση στον κίνδυνο και σε άλλες επείγουσες καταστάσεις. Επεξεργάζεται τις προκλήσεις από το περιβάλλον, το στρες, τον πόνο και οργανώνει ή διαχειρίζεται απαντήσεις αυτοπροστασίας, όπως η αποφυγή και η φυγή. H ικανοποιητική αρχική επικοινωνία του βρέφους με την μητέρα, θα επηρεάσει άμεσα την ωρίμανση του μεταιχμιακού συστήματος, το οποίο επεξεργάζεται και ρυθμίζει τα κοινωνικο-συγκινησιακά ερεθίσματα και το Αυτόνομο Νευρικό Σύστημα, από το οποίο προέρχονται τα σωματικά χαρακτηριστικά της συγκίνησης. Το ζήτημα της ανάγκης για ασφάλεια, ακόμη κι όταν στην μετέπειτα εξέλιξη απαλλαγεί από τις πρωταρχικές σωματικές μορφές της, θα φέρει πάντα το ίχνος αυτού του αρχικού φόντου, που σχηματοποιήθηκε στις πρώιμες εμπειρίες της ζωής.
Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι η εγκατάσταση της πρώιμης συνδιαλλαγής μητέρας – βρέφους, ωφείλεται κατά μεγάλο μέρος και στο ότι στην έγκυο γυναίκα / μέλλουσα μητέρα υπάρχει μία ιδιαιτερότητα στην ψυχική της λειτουργία. Συντελείται τότε μία σημαντική αναδιάρθρωση των ψυχικών δομών στην έγκυο / νέα μητέρα: βρίσκουν δίοδο στην συνείδηση, περισσότερο από ποτέ, απωθημένες μέχρι τότε αναμνήσεις και αναπαραστάσεις ή και άγνωστα για την μητέρα παρελθόντα βιώματα. «Άγνωστα», με την έννοια ότι δεν είχε μπορέσει μέχρι τότε να τα οικειοποιηθεί στην ιστορία της. Βλέπουμε λοιπόν, ότι η πρόσβαση στην γονεϊκότητα «προετοιμάζεται» από τις πρώιμες εμπειρίες γονεϊκής φροντίδας, που έχει λάβει ο ίδιος ο γονέας όταν ήταν βρέφος. Δημιουργήθηκαν τότε νευρωνικά κυκλώματα, που θα ενεργοποιηθούν και θα χρωματίσουν το πώς θα οργανώσει τη σχέση με το βρέφος του, ως γονέας πλέον.
Για αυτό έχουμε ακούσει συχνά ότι, για παράδειγμα, το άγχος του φροντιστή μεταφέρεται στο παιδί;
Πράγματι. Σύμφωνα με την έρευνα, οι μητέρες ή οι φροντιστές που υποφέρουν συχνά οι ίδιοι από διαταραχές ρυθμιστικές και από ανεπεξέργαστα τραύματα, τα εκφράζουν με έναν χαοτικό τρόπο στην συνάντηση με το παιδί τους. Αυτές οι τραυματικές για το βρέφος εγγραφές έχουν μία επόμενη απάντηση, που αποτελεί παθητική στρατηγική επιβίωσης: την αποσύνδεση, αποφυγή και μειωμένη συναισθηματική έκφραση, που χαρακτηρίζει τις ανταλλαγές τους με τα πρόσωπα. Αυτό προκύπτει σε στρεσογόνες καταστάσεις απουσίας βοήθειας και ελπίδας για το βρέφος. Τότε το βρέφος ως ύστατη αμυντική στρατηγική, αγωνίζεται να αποφύγει την προσοχή, μέχρι να γίνει «αόρατο». Πρόκειται για μία κατάσταση μεταβολικού σβησίματος, καρδιακής επιβράδυνσης, που θα χρησιμοποιεί ο οργανισμός ως ρυθμιστική διαδικασία καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του.
Μπορούν να επανορθωθούν πρώιμες τραυματικές εμπειρίες;
Μπορούν! Εφόσον έχουν ενταχθεί στη δομή και αρχιτεκτονική του εγκεφάλου, είναι πιθανή η αντικατάσταση τους από νέες εμπειρίες που θα έχουν υποστεί μετασχηματισμό. Αυτό προϋποθέτει μία θεραπευτική εργασία από κατάλληλα εκπαιδευμένους θεραπευτές. Χρειάζεται να κατασκευαστούν νέες στιγμές με σημασία, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε νέες μορφές οργάνωσης όχι μόνο την θεραπευτική σχέση αλλά και την άδηλη – διαδικαστική γνώση του ανθρώπου τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους τρόπους να σχετίζεται. Οι σημαντικές και με διάρκεια αλλαγές και η πρόοδος σε μία θεραπευτική διαδικασία, είναι αποτέλεσμα τέτοιων αλλαγών στο επίπεδο της άδηλης διαδικαστικής γνώσης στην οποία οδηγεί.
Η Νευροπλαστικότητα στη λειτουργία των συστημάτων καταγραφής, διατήρησης και επανεγγραφής των εμπειριών του ανθρώπου, αποτελεί την βάση και την προϋπόθεση των αλλαγών που μπορούν να επέλθουν σε πρώιμες εμπειρίες μας. Το μάθημα της «πλαστικότητας» είναι ότι πέραν των όσων συνέβησαν στο παρελθόν, επιτρέπει την διαρκή αλλαγή και εισάγει την ασυνέχεια. Κι έτσι, από εμπειρία σε εμπειρία, από ίχνος σε ίχνος, η σύνδεση με την αρχική εμπειρία χάνεται μέσα σε νέους συνειρμούς, οι οποίοι μπορούν να δημιουργήσουν μία γέφυρα πάνω από την τρύπα που άφησε το τραύμα επιτρέποντας τώρα πλέον μία νέα εγγραφή στο σενάριο της ζωής του υποκειμένου.
*Πηγή: athensvoice.gr