Χρόνος ανάγνωσης 8 ΄

 

 

 

 

Του Jordan Michael Smith

Επιμέλεια–Μετάφραση: Ελεάνα Πανδιά, Επικοινωνιολόγος, MA, υπ. διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου

————————

Έπειτα από τη δημοσίευση του παρακάτω κειμένου στο περιοδικό Atlantic, o υπαρξιστής ψυχοθεραπευτής και δημοφιλής συγγραφέας Irvin Yalom διευκρινίζει στην  προσωπική του σελίδα στο Facebook:
“Πρόκειται για ένα εξαιρετικό, καλογραμμένο, έγκυρο και ακριβές άρθρο που δημοσιεύεται σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του νέου μου βιβλίου Becoming Myself.  Ωστόσο, νιώθω ότι με παρουσιάζει ως μελλοθάνατο. Ο συγγραφέας του άρθρου στην Atlantic μου πήρε μια συνέντευξη στο νοσοκομείο λίγες μέρες αφού είχα υποστεί ένα βαρύ χειρουργείο (αντικατάσταση γονάτου), στην χειρότερη περίοδο της ζωής μου. Πονούσα φρικτά, είχα χάσει  7 κιλά περίπου, μόλις που μπορούσα να περπατήσω με μπαστούνι και αισθανόμουν 100 χρονών (αντί για μόλις 86 που είμαι). Του είχα ζητήσει να αναβάλλουμε τη συνέντευξη αλλά δεν το επέτρεπε ο εκδοτικός προγραμματισμός του Atlantic. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να δηλώσω πως εκτός από κάποιες δυσκολίες στην ισορροπία, η υγεία μου έχει αποκατασταθεί πλήρως! Το γόνατό μου είναι μια χαρά, έχω ξαναπάρει το βάρος που είχα χάσει και εξακολουθώ να δέχομαι ασθενείς, να διαβάζω, να περπατώ πολύ, φαντασιώνομαι ότι κάνω ποδήλατο, αισθάνομαι αισιόδοξος, μάλιστα, γράφω και λίγο. Στο πλήθος των αναγνωστώ που μου έστειλαν ευχές για ταχεία ανάρρωση: σας ευχαριστώ πάρα πολύ – με χαροποίησαν ιδιαιτέρως οι ευχές σας.”

—————————————

Διαβάστε το εν λόγω δημοσίευμα εδώ:

Ένα πρωινό του Μαΐου, ο υπαρξιακός ψυχοθεραπευτής Ίρβιν Γιάλομ ανακτούσε τις δυνάμεις του σ’ ένα ηλιόλουστο δωμάτιο στον πρώτο όροφο ενός νοσοκομείου αποκατάστασης στο Palo Alto. Φορούσε  λευκό παντελόνι και πράσινο πουλόβερ και όχι τη νοσοκομειακή ρόμπα, και γρήγορα τόνισε ότι δεν συνηθίζει να παραμένει κλεισμένος σε νοσοκομεία. «Δεν θέλω (αυτό το άρθρο) να τρομάξει τους ασθενείς μου», είπε ο Γιάλομ γελώντας. Μέχρι τη χειρουργική επέμβαση στο γόνατό του τον προηγούμενο μήνα, έβλεπε δύο ή τρεις ασθενείς την ημέρα, μερικούς στο γραφείο του στο Σαν Φρανσίσκο και άλλους στο Πάλο Άλτο, όπου κατοικεί.

Ωστόσο, μετά την επέμβαση, ένιωσε ζάλη και δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί. «Οι γιατροί εκτιμούν ότι είναι κάτι στον εγκέφαλο, αλλά δεν ξέρουν ακριβώς τι», μου είπε με μια μαλακή, βραχνή φωνή. Ήταν παρ ‘όλα αυτά αισιόδοξος ότι σύντομα θα επέστρεφε στο σπίτι του. Τον Ιούνιο έκλεισε τα 86 και ανυπομονεί για την κυκλοφορία του βιβλίου με τα απομνημονεύματά του, με τίτλο “Becoming Myself”, τον Οκτώβριο.

Στο κρεβάτι του δίπλα από ένα iPad, τεύχη των λογοτεχνικών επιθεωρήσεων των Times και New York Times. Ο Γιάλομ περνούσε το χρόνο του στο νοσοκομείο, παρακολουθώντας ταινίες του Woody Allen και διαβάζοντας μυθιστορήματα του Καναδού συγγραφέα Robertson Davies. Για κάποιον που εισήγαγε στους αμερικανικούς ψυχολογικούς κύκλους την ιδέα ότι οι συγκρούσεις ενός ατόμου μπορούν να προέλθουν από ανυπέρβλητα διλήμματα υπαρξιακής φύσεως, μεταξύ των οποίων ο φόβος του θανάτου, αναφερόταν με ευκολία στη δική του θνησιμότητα.

«Δεν νιώθω να με ξεπερνάει ο φόβος», είπε για την τρομακτική εξέλιξη στην κατάσταση της υγείας του. Ακόμα μια από τις εμβληματικές ιδέες του Γιάλομ, που εκφράζονται στα βιβλία του όπως το “Στον κήπο του Επίκουρου: αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου” και “Πλάσματα μιας μέρας”, είναι ότι μπορούμε να μειώσουμε τον φόβο για το θάνατό μας, διαβιώντας μια ζωή χωρίς απωθημένα, διαλογιζόμενοι πάνω στην επίδρασή μας στις επόμενες γενιές και ομολογώντας σε αγαπημένους το άγχος μας για το θάνατο. Όταν ρώτησα αν η δια βίου του ενασχόληση με το θάνατο απαλύνει τη σκέψη ότι μπορεί να πεθάνει σύντομα, απάντησε: «Νομίζω ότι πιθανώς κάνει τα πράγματα ευκολότερα».

Η ελπίδα ότι οι υπαρξιακοί φόβοι μας μπορούν να μειωθούν, ενθαρρύνει τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, να στείλουν μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο Γιάλομ καθημερινά. Σε ένα φάκελο του Gmail, με τίτλο “Θαυμαστές”, είχε αποθηκεύσει 4197 μηνύματα από τους αναγνώστες του, από το Ιράν έως την Κροατία και τη Νότια Κορέα, τα οποία μου έδωσε την άδεια να διαβάσω. Μερικά ήταν απλώς ευχαριστίες, εκφράσεις ευγνωμοσύνης για τις γνώσεις που τους μετέδωσαν τα βιβλία του. Εκτός από τα εγχειρίδια και άλλα διάσημα έργα του, έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Μερικά, όπως τα “Ο δήμιος του έρωτα και άλλες ιστορίες ψυχοθεραπείας” και “Όταν έκλαψε ο Νίτσε” ήταν εξαιρετικά ευπώλητα.

Καθώς διάβαζα τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ο Γιάλομ χρησιμοποίησε ένα κουμπί που ειδοποιούσε το σταθμό των νοσηλευτών. Μια φωνή ήρθε μέσω της ενδοεπικοινωνίας και εξήγησε ότι χρειαζόταν πάγο για το γόνατό του. Ήταν η τρίτη φορά που είχε καλέσει και μου είπε ότι ο πόνος καθιστούσε δύσκολη την συγκέντρωση σε οτιδήποτε άλλο, όσο και αν προσπαθούσε. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του, η σύζυγός του ηλικίας άνω των 60 ετών, Μέριλιν, τον επισκεπτόταν τακτικά για να ανανεώσει το αναγνωστικό υλικό του. Την προηγούμενη μέρα είχε επισκεφθεί τη Georgia May, χήρα του υπαρξιακού ψυχοθεραπευτή Rollo May, ο οποίος ήταν συνάδελφος και φίλος του Γιάλομ. Όταν δεν είχε τι άλλο να κάνει, έπαιζε στο iPad του ή στον υπολογιστή του, τα οποία χρησιμοποιούσε με την επιδεξιότητα κάποιου που έχει τα μισά του χρόνια.

Πολλές από τις επιστολές θαυμαστών του Γιάλομ είναι αγωνιώδεις διαλογισμοί πάνω στο θάνατο. Ορισμένοι αποστολείς ελπίζουν ότι θα τους προσφέρει ανακούφιση από βαθιά προβλήματα. Τις περισσότερες φορές προτείνει να βρεθεί ένας τοπικός θεραπευτής, αλλά εάν δεν είναι υπάρχει αυτή η επιλογή και το ζήτημα μπορεί να επιλυθεί σε μια ταχεία θεραπεία – σε αυτό το σημείο της σταδιοδρομίας του, δεν συνεργάζεται με τους ασθενείς για περισσότερο από ένα χρόνο, μπορεί να δεχθεί κάποιον για ψυχοθεραπεία εξ’ αποστάσεως. Αυτή τη στιγμή συνεργάζεται με ανθρώπους στην Τουρκία, τη Νότιο Αφρική και την Αυστραλία μέσω του διαδικτύου. Παραμερίζοντας τις πολιτισμικές διαφορές, λέει ότι αυτοί οι ασθενείς του δεν είναι τόσο διαφορετικοί από τους ασθενείς που βλέπει εκ του σύνεγγυς. «Εάν ζούμε μια ζωή γεμάτη απωθημένα, γεμάτη από πράγματα που δεν έχουμε κάνει, εάν έχουμε ζήσει μια ανεκπλήρωτη ζωή», λέει, «όταν έρχεται ο θάνατος, είναι πολύ χειρότερο. Νομίζω ότι αυτό είναι αλήθεια για όλους μας».

Η αυτοπραγμάτωση είναι το κληροδότημα ενός ψυχίατρου. «Ξυπνώ από το όνειρό μου στις τρεις το πρωί, κλαίγοντας στο μαξιλάρι μου», είναι η πρώτη πρόταση στα απομνημονεύματα του. Ο εφιάλτης του Γιάλομ αφορά σε ένα περιστατικό από την παιδική του ηλικία στο οποίο προσβάλλει ένα κορίτσι. Μεγάλο μέρος του βιβλίου του, αφορά την επίδραση της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας – ιδιαίτερα η σχέση του με τη μητέρα του – στη ζωή του. Γράφει, παραπέμποντας στον Κάρολος Ντίκενς, «Γιατί, καθώς έρχομαι όλο και πιο κοντά στο τέλος, χαράζω τον κύκλο, πλησιέστερα στην αρχή».

Ο Γιάλομ, κέρδισε πρώτα φήμη μεταξύ των ψυχοθεραπευτών, με το βιβλίο του για τη θεωρία και την πρακτική σε σχέση με την ομαδική ψυχοθεραπεία. Το βιβλίο, που δημοσιεύτηκε το 1970, υποστηρίζει ότι η δυναμική στην ομαδική θεραπεία είναι ένας μικρόκοσμος της καθημερινής ζωής και ότι η αντιμετώπιση των σχέσεων μέσα σε μια ομάδα θεραπείας θα μπορούσε να έχει θεραπευτικά οφέλη και εκτός αυτής. «Του χρόνου θα γίνει η έκτη επανέκδοση», μου είπε, καθώς οι νοσηλευτές μπαινόβγαιναν στο δωμάτιο. Καθόταν αμήχανος δίπλα στο παράθυρο. Χωρίς το χαρακτηριστικό του καπέλο Παναμά, οι φαβορίτες που εκτείνονταν μακριά από τα αυτιά του, φαινόταν ιδιαίτερα μακριές.

Αν και σταμάτησε τη διδασκαλία πριν από χρόνια, ο Γιάλομ λέει ότι μέχρι να μην είναι πλέον ικανός, θα συνεχίσει να βλέπει ασθενείς στην αυλή του εξοχικού του σπιτιού. Πρόκειται για μια εκδοχή του άνδρου ενός ψυχοθεραπευτή, γεμάτη με βιβλία του Φρίντριχ Νίτσε και άλλων στωικών φιλοσόφων. Ο εξωτερικός κήπος διαθέτει ιαπωνικά δέντρα μπονσάι. Ελάφια, κουνέλια και αλεπούδες κάνουν περιστασιακές εμφανίσεις. «Όταν αισθάνομαι ανήσυχος, βγαίνω έξω και ασχολούμαι με το μπονσάι, το κλαδεύω, το ποτίζω και θαυμάζω τα χαριτωμένα σχήματα του», γράφει στο “Becoming myself”.

Παρά την ενασχόλησή της με το θάνατο, η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία ενδυναμώνει τη ζωή.

Ο Γιάλομ, βλέπει κάθε ζήτημα που ανακύπτει στη θεραπεία ως αίνιγμα, το οποίο για να λυθεί χρειάζεται τη συνεργασία του ίδιου με τον ασθενή. Περιέγραψε αυτή τη δυναμική στο “Ο δήμιος του έρωτα”, το βιβλίο του, που αποτελείται από 10 ιστορίες ασθενών που υποβάλλονται σε θεραπεία. Αληθινές ιστορίες από την κλινική εργασία του Γιάλομ, με αλλαγμένα τα ονόματά τους και ελάχιστα άλλα πράγματα σε σχέση με αυτούς. Οι ιστορίες επικεντρώνονται όχι μόνο στους ασθενείς που υποφέρουν, αλλά και στα δικά του συναισθήματα και σκέψεις ως θεραπευτή. «Ήθελα να εξανθρωπίσω ξανά τη θεραπεία, να δείξω τον θεραπευτή ως πραγματικό πρόσωπο», μου είπε.

Αυτό μπορεί να μην φαίνεται συναρπαστικό, αλλά το βιβλίο, το οποίο βγήκε το 1989, έκανε τεράστια εμπορική επιτυχία και συνεχίζει να πωλείται ευρύτατα και σήμερα. Το 2003, η κριτικός Laura Miller, το θεώρησε υπεύθυνο για την ανάδυση ενός νέου λογοτεχνικού είδους και έγραψε στην εφημερίδα The New York Times, ότι “Ο Δήμιος του Έρωτα, με την αφήγηση κλινικών περιστατικών, μπορούσε να δώσει στους αναγνώστες αυτό που η μυθοπλασία της εποχής δεν κατάφερνε να προσφέρει: την αναζήτηση μυστικών, ίντριγκες, μεγάλες συγκινήσεις, πλοκή”.

Σήμερα, οι άνθρωποι από όλο τον κόσμο που στέλνουν μηνύματα στον Γιάλομ, τον γνωρίζουν κυρίως από το συγγραφικό του έργο, που έχει μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες. Όπως ο David Hasselhoff, μπορεί να είναι περισσότερο γνωστός έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά εντός. Αυτό πιθανότατα αντανακλά την θρησκευτικότητα των αμερικανών αναγνωστών και την επιμονή τους να διαβάζουν ιστορίες με ευτυχισμένο τέλος. O Γιάλομ μπορεί να φαντάζει μακάβριος σε κάποιους και δεν πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή. Λέει ότι το άγχος του για το θάνατο, καταλαγιάζει από τη σκέψη ότι αυτό που συμβαίνει μετά το τέλος της ζωής, ίσως είναι το ίδιο με αυτό που προηγήθηκε. Δεν αποτελεί έκπληξη, μου είπε, πώς οι πολύ θρησκευόμενοι αναγνώστες, δεν προτιμούν τα βιβλία του.

Ο Γιάλομ είναι ειλικρινής, τόσο στα απομνημονεύματά του, όσο και αυτοπροσώπως, σε σχέση με τις δυσκολίες της γήρανσης. Όταν δύο από τους πιο στενούς του φίλους πέθαναν πρόσφατα, συνειδητοποίησε ότι οι πολύτιμες αναμνήσεις του από τη φιλία τους, είναι το μόνο που μένει. «Συνειδητοποίησα ότι η πραγματικότητα δεν υπάρχει πια», είπε θλιβερά. «Όταν πεθάνω, θα φύγει». Η σκέψη ότι θα αφήσει μόνη τη Μέριλιν, τον γεμίζει αγωνία. Ωστόσο, φοβάται επίσης την περαιτέρω επιδείνωση της φυσικής του κατάστασης. Τώρα, χρησιμοποιεί έναν περιπατητή με μπάλες του τένις για να στηρίζεται στα πόδια του και έχει χάσει βάρος. Έβηχε συχνά κατά τη διάρκεια της συνάντησής μας. Όταν του έστειλα μήνυμα ένα μήνα αργότερα, μου είπε πως αισθανόταν καλύτερα, αλλά είπε για την περιπέτεια με την υγεία του: «θεωρώ αυτές τις λίγες εβδομάδες, τις χειρότερες της ζωής μου». Δεν μπορεί πλέον να παίζει τένις ή να κάνει καταδύσεις και φοβάται πως ίσως θα πρέπει να σταματήσει να κάνει ποδήλατο. «Να γερνάς», γράφει στο “Becoming Myself”, «σημαίνει να παραιτείσαι από τη μια δραστηριότητα μετά την άλλη».

Στα βιβλία του, ο Γιάλομ τονίζει ότι η αγάπη μπορεί να μειώσει το άγχος του θανάτου, παρέχοντας ένα χώρο στους ανθρώπους να μοιραστούν τους φόβους τους και συμβάλλοντας στην ευεξία. Η Μέριλιν, σύζυγος του Γιάλομ είναι μια καταξιωμένη φεμινίστρια λογοτέχνης με την οποία έχει μια στενή πνευματική σχέση, τον εμπνέει να συνεχίσει να ζει, κι έτσι κάνει την ιδέα του θανάτου βασανιστική. «Η σύζυγός μου έχει γράψει όσα βιβλία έχω γράψει κι εγώ», μου είπε κάποια στιγμή. Αλλά ακόμα και αν ο λογαριασμός ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Γιάλομ έχει ένα φάκελο με τίτλο “Ιδέες για γράψιμο”, είπε ότι τελικά, μπορεί να έχει στερέψει από ιδέες για βιβλία. Εν τω μεταξύ, η Μέριλιν μου είπε ότι βοήθησε πρόσφατα κάποιον να γράψει μια νεκρολογία για τον Ίρβιν. «Αυτή είναι ρεαλιστικά η ζωή μας αυτή τη στιγμή», μου είπε.

Στις αρχές της υπαρξιακής-ψυχοθεραπευτικής πρακτικής, ο Γιάλομ λέει, ότι εξεπλάγη από την άνεση με την οποία οι άνθρωποι διερευνούσαν τους υπαρξιακούς φόβους τους. «Ο θάνατος», έγραψε στο “Στον κήπο του Επίκουρου”, «είναι μοναχικός, το πιο μοναχικό γεγονός της ζωής». «Ωστόσο, η ενσυναίσθηση και η συντροφικότητα μπορούν να βοηθήσουν σε μεγάλο βαθμό στη μείωση των ανησυχιών μας για τη θνησιμότητα». Όταν, στη δεκαετία του ’70, ο Γιάλομ άρχισε να εργάζεται με ασθενείς που είχαν διαγνωσθεί με ανίατες ασθένειες, βρήκε ότι ενίοτε αντλούσαν ευχαρίστηση από την ιδέα ότι, πεθαίνοντας με αξιοπρέπεια, θα μπορούσαν να αποτελέσουν παράδειγμα για άλλους.

Ο τρόμος θανάτου μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε και ανά πάσα στιγμή, και μπορεί να προκαλέσει θετικές και αρνητικές αλλαγές. «Ακόμη και για όσους έχουν βαθιές αντιστάσεις στην οικειότητα – όσοι έχουν αποφύγει βαθιές φιλίες – η ιδέα του θανάτου μπορεί να είναι μια εμπειρία αφύπνισης που μπορεί να προκαλέσει μια τεράστια αλλαγή στην επιθυμία τους για οικειότητα», γράφει ο Γιάλομ. «Όσοι δεν έχουν ζήσει ακόμη τη ζωή που θέλουν μπορούν να αλλάξουν τις προτεραιότητές τους αργότερα στη ζωή. Το ίδιο πράγμα συνέβη και με τον Ebenezer Scrooge», μου είπε, καθώς μια νοσοκόμα του έφερνε τρία χάπια.

Πάρα την τάση της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας προς το μακάβριο, δεν παύει να είναι βαθιά υποστηρικτική στη ζωή. Η αλλαγή είναι πάντοτε εφικτή. Η οικειότητα μπορεί να είναι απελευθέρωση. Η ύπαρξη είναι πολύτιμη. «Μισώ την ιδέα να εγκαταλείψω αυτόν τον κόσμο, αυτήν την θαυμάσια ζωή», είπε ο Γιάλομ, εγκωμιάζοντας μια μεταφορά που επινόησε ο επιστήμονας Richard Dawkins για να απεικονίσει την φευγαλέα φύση της ύπαρξης. Φανταστείτε ότι η σημερινή στιγμή είναι ένα φως του προβολέα που κινείται πάνω σε έναν χάρακα που δείχνει τα δισεκατομμύρια ετών ζωής του σύμπαντος. Τα πάντα στα αριστερά της περιοχής που φωτίζεται από τον προβολέα έχουν τελειώσει και προς τα δεξιά εκτείνεται το αβέβαιο μέλλον. Οι πιθανότητες να είμαστε στο φως του προβολέα σε αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή – να είμαστε ζωντανοί – είναι απειροελάχιστες. Και όμως είμαστε.

Η ανησυχία του Γιάλομ για το θάνατο ανατρέπεται από την αίσθηση ότι έχει ζήσει καλά. «Καθώς κοιτάω πίσω στη ζωή μου, νιώθω ότι τα έχω καταφέρει και έχω λίγα απωθημένα», είπε ήσυχα. «Ακόμα», συνέχισε, «οι άνθρωποι έχουν μια εσωτερική παρόρμηση να θέλουν να επιβιώσουν, να ζήσουν». Παύση. «Μισώ να βλέπω τη ζωή να φεύγει.»

 

Πηγή: theatlantic.com