Συνέντευξη στη Δήμητρα Διδαγγέλου, Ψυχολόγο, MSc Ψυχολογία & Μ.Μ.Ε., Ειδίκευση στη Θεραπευτική Γραφή
Ο ψυχοθεραπευτής Δρ.Μιχάλης Χαντάς παραχώρησε στα Ψυχο-γραφήματα μια διαφωτιστική συνέντευξη δίνοντας πρακτικές απαντήσεις στα ερωτήματα που απασχολούν τους γονείς σε μια εποχή που έρχονται αντιμέτωποι διαρκώς με νέα διλήμματα για την ανατροφή των παιδιών τους -από την επιβολή ορίων μέχρι την χρήση της τεχνολογίας. Η συνέντευξη έγινε με αφορμή το βιβλίο του Δρ.Χαντά «Μαμά, μπαμπά πόσο εγώ μου έχτισες;»που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.
Μιλήστε μας για το ΕγώΕνισχυτικό Μοντέλο Ανατροφής (ΕΓ.ΕΝΙ.Μ.Α.) που έχετε αναπτύξει. Τι είναι και σε τι στοχεύει;
Ουσιαστικά το ΕΓ.ΕΝΙ.ΜΑ είναι ένας οδηγός όχι μόνο για το τι να κάνει, αλλά και για το να μην κάνει ο γονιός, προκειμένου να θωρακίσει το παιδί του από ψυχικές ταλαιπωρίες και ανασφάλειες, επικίνδυνους πειρασμούς (χρήση ουσιών), bullying κ.ά. Το ΕΓ.ΕΝΙ.ΜΑ έχει εφαρμοστεί στην πράξη πάρα πολλές φορές και έχει καταπληκτικά αποτελέσματα. Είναι προϊόν 35 χρόνων κλινικής παρατήρησης και θεραπείας εκατοντάδων ανθρώπων, που αντιμετώπιζαν όλη την γκάμα της ψυχοπαθολογίας, από την πιο ήπια διαταραχή έως την πιο σοβαρή αποδιοργάνωση της προσωπικότητας. Κατά την διάρκεια αυτών των χρόνων άρχισα να αντιλαμβάνομαι την ύπαρξη συγκεκριμένων μοτίβων ανατροφής και διαπαιδαγώγησης, τα οποία καθορίζουν, πέρα από την κληρονομικότητα, σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα των παιδιών. Παιδιά που οι γονείς τους τα σέβονται και το δείχνουν, που τα βοηθούν να αποκτήσουν ένα ισχυρό ΕΓΩ, γίνονται άτομα γεμάτα αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση, ανεξαρτησία και προσωπική επάρκεια. Μια υγιής ανάπτυξη του ΕΓΩ, βασίζεται στην απόκτηση δεξιοτήτων και στην απενοχοποίηση των διάφορων συναισθημάτων και πράξεων που όλα τα παιδιά βιώνουν. Έτσι μεγαλώνει η αυτοπεποίθηση που είναι το βασικό συστατικό ενός ισχυρού ΕΓΩ.
Με ποιους τρόπους ισχυροποιείται το «εγώ» ενός παιδιού;
Αποδοχή σημαίνει να πιστοποιώ και να επικυρώνω τα συναισθήματα του παιδιού ανεξαρτήτως αν κάνω πράξη την επιθυμία του, ή όχι. Αποδοχή σημαίνει να κατανοώ ότι το κάθε τι που για εμένα φαίνεται ανούσιο ή/και ελάχιστο, μπορεί για το παιδί να αποτελεί ένα τεράστιο θέμα. Για παράδειγμα, το να πέσει μία κουταλιά παγωτού κάτω μπορεί αντικειμενικά να μην είναι τίποτα σπουδαίο. Άλλωστε μπορεί να υπάρχουν ακόμα άλλες 5 – 6 κουταλιές στο μπολ. Όμως για ένα παιδάκι, αυτό αποτελεί μία τεράστια απώλεια, που το οδηγεί στο να κλάψει. Το να κλαίει ένα παιδάκι είναι μία υγιής και επουλωτική διεργασία, κάτι που το βοηθά να εκτονώσει τον φόβο, τη λύπη κλπ. Φυσικά κανείς γονιός δεν “αντέχει” να βλέπει το παιδί του να κλαίει. Άλλοι γιατί τους “χαλάει την ησυχία”, άλλοι γιατί πονάνε να το βλέπουν να “υποφέρει”. Και στις δύο περιπτώσεις τείνουν να προσπαθούν με διάφορους τρόπους να σταματήσουν το φαινόμενο, άλλοτε με βίαιο (πχ σταμάτα πια, δεν έγινε και τίποτα, τόσο παγωτό έχεις φάει κλπ.), άλλοτε με δουλικό (πχ έλα μωρό μου, μη κλαις, να, φάε και το δικό μου κλπ.), και άλλοτε με απαξιωτικό τρόπο (πχ σα μωρό κάνεις, τι κλαις τώρα;) Μία έκφραση αποδοχής των συναισθημάτων του παιδιού είναι: “Καταλαβαίνω πόσο λυπάσαι που σου έπεσε μία κουταλιά από αυτό το ωραίο παγωτό. Και εμένα μου έχει τύχει αυτό όταν ήμουν μικρή. Όταν στεναχωριόμαστε, πολλές φορές κλαίμε. Φαντάζομαι ότι μόλις τελειώσεις θα φας και το υπόλοιπο που σε περιμένει στο μπολ”. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το παιδί θα σταματήσει το κλάμα ή/και ότι ξαφνικά θα νοιώσει “άλλος άνθρωπος”. Μπορεί να συνεχίσει να κλαίει, ακόμα και να αυξήσει την ένταση του οδυρμού του. Όμως η επικύρωση και η αποδοχή του συναισθήματος του καθώς και η πληροφορία ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει και στους άλλους (στο γονιό) δυναμώνει το ΕΓΩ και γλυκαίνει τον πόνο. Κάθε φορά που επικυρώνουμε το συναίσθημα του παιδιού, προσθέτουμε άλλο ένα σημαντικό υλικό στο κτίσιμο ενός ώριμου, υγιούς ΕΓΩ. Αντίστροφα: Ο καλύτερος τρόπος να διαλύσουμε τον ψυχισμό του παιδιού είναι η επίκριση όπως την εκφράζουν φράσεις σαν «Ποτέ δεν προσέχεις. Καλά να πάθεις, να μάθεις να προσέχεις. Τι κλαις; άλλο παγωτό δεν έχει. Είσαι αχάριστος, τόσο έφαγες κοκ.» Η λίστα είναι ατελείωτη.
Ανάμεσα στα δύο άκρα της υπερπροστασίας και της ανυπαρξίας ορίων στη διαπαιδαγώγηση ποια είναι η χρυσή τομή κατά την γνώμη σας;
Το δίπολο: ελευθερία ή έλεγχος
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
|
|
|
|
|
ΕΛΕΓΧΟΣ
Σ’ αυτό το δίπολο κυριαρχεί η σύγκρουση μεταξύ του να δίνεται η δυνατότητα στο παιδί να νοιώθει και να πράττει με σχετική ελευθερία ή ο γονιός να ελέγχει κάθε πιθανή ή δυνατή δραστηριότητα, σκέψη ή και συναίσθημα του παιδιού. Δύο είναι οι κύριες εκφάνσεις της ανάγκης του γονιού για έλεγχο. Η υπερπροστασία και η υπεραπασχόληση με το παιδί. Το πρώτο είναι συνήθως το προϊόν του φόβου του γονιού, είτε γιατί έτσι έχει μεγαλώσει ο ίδιος, είτε γιατί ειδικές συνθήκες (πχ μοναχοπαίδι, πρώτο παιδί) εκτοξεύουν τον φόβο του γονιού στα ύψη. Το δεύτερο είναι – τις πιο πολλές φορές – το αποτέλεσμα της κακής σχέσης του ζευγαριού ή/και της νεύρωσης της μάνας που ανέκαθεν επεδίωκε να αποκτήσει κάτι “απόλυτα δικό της ”, που κανείς δεν θα μπορούσε να της το πάρει. Το τελευταίο αυτό αφορά μητέρες που έχουν διαχειριστεί απόλυτα νευρωτικά τον ερχομό ενός μικρότερου αδελφού/ης (και την συνεπακόλουθη “εκθρόνισή” τους) στην δική τους οικογένεια και την καθήλωσή τους σ’ αυτό το σημείο της ψυχολογικής τους εξέλιξης. Όσον δε αφορά το πρώτο, δηλαδή την κακή σχέση μεταξύ των γονιών, να επισημάνω ότι με τον όρο κακή δεν νοούμε κατ’ ανάγκη μία σχέση που χαρακτηρίζεται από τσακωμούς ή διαφωνίες με εντάσεις κλπ. Είναι καλύτερα να προσδιορίσουμε τον όρο με αυτά που λείπουν από μία κακή σχέση όπως συντροφικότητα, καλή ερωτική ζωή, αλληλοσεβασμός και αλληλοσυμπλήρωση, υποστήριξη, τρυφερότητα και οικειότητα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι συνήθως η μητέρα αυτή που διαλέγει να ικανοποιήσει τις διάφορες ανάγκες της (πχ για τρυφερότητα, αγάπη, εγγύτητα κλπ.) μέσω του μωρού της.
Θα έλεγε κανείς ότι η ελευθερία είναι ένας όρος που είναι αυτονόητος και χωρίς πολλές δυσκολίες στην εφαρμογή του. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι αρκετοί γονείς συγχέουν την ελευθερία με την άκρατη επιτρεπτικότητα, την ασυδοσία και την παντελή απουσία θέσπισης ορίων στα παιδιά τους. Μία τέτοια εφαρμογή της έννοιας της ελευθερίας όχι μόνο δεν προάγει την ανεξαρτησία του παιδιού αλλά αντίθετα το κάνει απόλυτα εξαρτημένο από τις παρορμήσεις του και συνήθως του δημιουργεί το αίσθημα της γονικής αδιαφορίας για εκείνο.
Τα παιδιά χρειάζονται όρια. Όμως τα όρια καλό θα ήταν να μην είναι το προϊόν της νεύρωσης του γονιού (πχ υπερβολικός έλεγχος, φόβος κλπ.) , αλλά βασισμένα στην πραγματικότητα. Είναι πολύ διαφορετικό, για παράδειγμα, το να μην αφήνω το μικρό παιδί να μπει στη θάλασσα χωρίς μπρατσάκια, από το να μην το αφήνω να τρέχει στη παιδική χαρά επειδή εγώ φοβάμαι μη κτυπήσει, κ.ο.κ. Τα παιδιά χρειάζονται καθοδήγηση, ενθάρρυνση και συμπαράσταση, αρκεί αυτό να μη γίνεται δογματικά και εκβιαστικά από το γονιό.
Αν οι γονείς δεν ενίσχυσαν την αυτοεκτίμηση του παιδιού, μπορεί εκείνο ως ενήλικας να την ενδυναμώσει; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Ακόμα και ως ενήλικας, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να ισχυροποιήσει Την αίσθηση της αυτοεκτίμησής του (ΕΓΩ).
Μερικοί τρόποι είναι:
- Άρχισε να λες όχι και να παίρνεις αποφάσεις με γνώμονα το σημερινό σου υγιές «συμφέρον».
- Σταμάτα να δίνεις σημασία στο πώς σε βλέπουν οι άλλοι.
- Αναγνώρισε και αποδέξου τα συναισθήματα που βίωσες σαν μικρό παιδί.
- Κατανόησε την φυσιολογικότητά τους και ‘’ ξεχρέωσε΄΄ τον εαυτό σου.
- Σταμάτα να στηρίζεσαι σε άλλους για διάφορα πράγματα: κάνε μια λίστα με πράγματα που φοβάσαι ή ‘’δεν μπορείς να κάνεις’’. Ξεκίνα από τα πιο εύκολα. Άρχισε να προσπαθείς να τα κάνεις σιγά- σιγά.
- Απόλαυσε το σεξ ως απλή σαρκική επαφή.
- Άρχισε να ακουμπάς τους άλλους και να έχεις σωματική επαφή (να αγκαλιάζεις αυτούς που αγαπάς).
- Μίλα για το πώς αισθάνεσαι χωρίς ντροπή ή ενοχή.
- Σταμάτα να είσαι ικανοποιημένος με ‘’ψίχουλα’’ και διεκδίκησε (από τον εαυτό σου), την έννοια του ΑΞΙΖΩ.
Αυτήν την περίοδο που διανύουμε, οι γονείς περισσότερο από ποτέ έρχονται αντιμέτωποι με το δίλλημα της χρήσης της τεχνολογίας από τα παιδιά ή τους εφήβους θέτοντας ερωτήματα όπως το αν θα πρέπει να χρησιμοποιούν το ίντερνετ, πόσες ώρες, τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν κλπ. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Όπως και να το δούμε, ένα παιδί σήμερα που δεν είναι πλήρως εξοικειωμένο με την χρήση της τεχνολογίας, είναι το αντίστοιχο του αναλφάβητου ανθρώπου του παρελθόντος. Είναι σημαντικό, λοιπόν, ο γονιός να βοηθά το παιδί του να νοιώθει άνετα με την τεχνολογία από πολύ μικρή ηλικία. Το πρόβλημα είναι το μήνυμα που στέλνει ο γονιός στο παιδί του, πάνω σε αυτό το θέμα: Πολλοί γονείς χρησιμοποιούν την ενασχόληση του παιδιού με την τεχνολογία (κινητό τηλέφωνο, υπολογιστής) όσο και την τηλεόραση ως μια πρακτική ‘’baby sitter’’. Δηλαδή αφήνουν το παιδί να ασχολείται με αυτά, όσο εκείνοι έχουν δουλειές να κάνουν ή/και χρειάζονται κάποιο χρόνο για τον εαυτό τους. Έτσι όταν τελειώσει η χρησιμότητα της «νταντάς», απότομα και εξουσιαστικά απαιτούν από το παιδί να σταματήσει. Καλύτερα θα ήταν να προσδιορίσουν την διάρκεια του χρόνου που το παιδί τους θα χρησιμοποιήσει το (πχ.) κινητό, και να περνούν μαζί τον κάποιον από αυτό τον χρόνο, δημιουργώντας μια κοινή εμπειρία. Ταυτόχρονα θα ήταν καλό να δημιουργούν και άλλες μορφές κοινών εμπειριών όπως το παιχνίδι, το διάβασμα και την συζήτηση ενός βιβλίου κλπ. Όταν αφήνουμε το παιδί μόνο του με το κινητό ή με τον υπολογιστή ή με την τηλεόραση, του λέμε ακριβώς πόση ώρα θα έχει με αυτήν την ασχολία. Φυσικό όταν έρθει η ώρα να σταματήσει, το παιδί να αρνηθεί. Τότε του εξηγούμε ότι αν θέλει να ξανά έχει πρόσβαση στο αντικείμενο θα πρέπει να τηρεί την συμφωνία. Επιπροσθέτως του λέμε ότι όση περισσότερη ώρα ασχοληθεί με το (πχ.) κινητό σήμερα (κατά παράβαση της συμφωνίας), τόσο λιγότερο χρόνο θα έχει αύριο. Πχ. Αν το παιδί πει: 5 λεπτά ακόμα, τότε την επόμενη φορά θα έχει 5 λιγότερα λεπτά ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΤΗΡΟΥΜΕ ΠΑΝΤΟΤΕ, χωρίς εξαίρεση. Και αυτό το θέμα θα λυθεί επιτυχώς αν είναι πλαισιωμένο σε μια υγιή σχέση μεταξύ γονιού και παιδιού, αυτή τη σχέση, δηλαδή, που χτίζει το ΕΓ.ΕΝΙ.ΜΑ.
Η πανδημία του κορωνοϊού έφερε πολλές ανατροπές σε όλα τα επίπεδα στη ζωή μας και προκαλούνται διάφορες ψυχικές διακυμάνσεις. Πιστεύετε ότι όλη αυτή η κατάσταση μπορεί να γίνει ευκαιρία για να έρθει και κάτι θετικό; Τι μπορεί να είναι αυτό;
Πιστεύω ότι η πανδημία μάς έδειξε πόσο σημαντικές είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Ο περιορισμός στην συνάντηση και στην σωματική επαφή με αυτούς που αγαπάμε (γονείς, παιδιά, φίλοι κλπ.) αποτελεί για πολλούς ανθρώπους την πιο επώδυνη συνέπεια της πανδημίας. Καλό θα ήταν να κρατήσουμε αυτή την διαπίστωση και να θυμόμαστε ότι οι σχέσεις μας με αυτούς που αγαπάμε είναι ό,τι πολυτιμότερο μπορούμε να έχουμε στη ζωή μας.
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ο σύγχρονος άνθρωπος;
Τόσο τα μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης όσο και τα διάφορα social media μας δίνουν μια καθαρή εικόνα του τρόπου ζωής, των αξιών και των ‘’ανησυχιών’’ της παγκόσμιας κοινότητας. Δυστυχώς, η εικόνα αυτή δεν είναι πολύ ελπιδοφόρα. Η ανθρωπότητα έχει παλινδρομήσει σε επίπεδα νηπιακής ηλικίας και του συναφούς άκρατου ναρκισσισμού και εγωκεντρισμού. Το ΕΜΕΙΣ έχει αντικατασταθεί από το ‘’Εγώ’’. Το νοιάζομαι για τον συνάνθρωπο ή/και τις πληγές της ανθρωπότητας (πχ. κλίμα, πόλεμοι και πρόσφυγες, άνιση κατανομή του πλούτου κλπ.), έχει δώσει τη θέση του στην σχεδόν εμμονική ενασχόληση με το ‘’ποστάρισμα’’ του πότε και τι κάνει ο κάθε ένας ή/και με τα αδιάφορα και κενά ουσιαστικά περιεχομένου σχόλια των κάθε είδους ‘’influencers’’. Η τραγική αυτή μετατόπιση των ανθρώπινων αξιών ζωής δυστυχώς δεν περιορίζεται στην νεολαία. Απόδειξη είναι πχ. ότι κάποια κυρία Καρντάσιαν – που μοναδικό της προσόν είναι ο όγκος σιλικόνης που έχει προσθέσει στο στήθος της- έχει 203 εκατομμύρια ακόλουθους!
Λίγα λόγια για τον Δρ. Μιχάλη Χαντά
Ο Δρ. Μιχάλης Χαντάς γεννήθηκε στην Αθήνα. Έκανε τις σπουδές του εξ ολοκλήρου στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής λαμβάνοντας το πτυχίο ψυχολογίας από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, στη Φιλαδέλφια (U.Of. PA). Στη συνέχεια έλαβε το διδακτορικό του στην κλινική ψυχολογία από το πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης εξειδικευμένος στο μετατραυματικό στρες και στη χρήση ουσιών στο Veterans Hospital της Νέας Υόρκης. Έχει διδάξει σε Αμερικανικά κολέγια και έχει δημοσιεύσεις σε έγκριτα Αμερικανικά επιστημονικά περιοδικά. Στην Ελλάδα μεταξύ άλλων έχει διατελέσει διευθυντής της πρώτης SOS γραμμής ενώ ήταν από τους πρωτεργάτες της δημιουργίας του πρώτου συμβουλευτικού κέντρου για φοιτητές. Από το 1984 μέχρι και σήμερα εργάζεται ιδιωτικά κάνοντας ατομική και ομαδική ψυχοθεραπεία καθώς και σεμινάρια αυτογνωσίας και αυτοβελτίωσης.