Χρόνος ανάγνωσης 5 ΄

Γράφει η Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου *

«Αγάθη, Αγάθη! Έλα γρήγορα! Πού είσαι, Αγάθη;» Η φωνή της μαμάς μου βγαίνει σε κοφτές, φάλτσες κραυγές που μαχαιρώνουν τον βαθύ μου ύπνο. Πετάγομαι απ’ το κρεβάτι και παραπατάω στο διάδρομο ως την κρεβατοκάμαρά της. Είναι πεσμένη μπρούμυτα, το κεφάλι της χωμένο όλο κάτω απ’ το διπλό κρεβάτι. «Δεν είν’ εδώ».

Έξω κατακλυσμός Κυρίου. Αστραπές και βροντές σφυροκοπούν το σπίτι. Η βροχή στα κάγκελα του μπαλκονιού σα να τα πετροβολάνε παιδιά απ’ το δρόμο. Βάζω το χέρι μου στην πλάτη της και λέω, «Μαμά. Σήκω πάνω. ΄Ελα».

«Μα, τί δεν καταλαβαίνεις, Αγάθη;» Το πρόσωπό της ξαναμμένο, τα μάτια της ολοστρόγγυλα. «Οι παντόφλες του λείπουν. Πού πήγε με τέτοια καταιγίδα; Θα πουντιάσει, Θεέ μου!» Κάθεται στο παρκέ με τα πόδια ανοιχτά και το κεφάλι στα χέρια, σα μικρό κοριτσάκι που της πήρανε την κούκλα της. «Ξέρεις τι παλιόβηχα έχει. Και η ρόμπα του λείπει. Πω πω! Μούσκεμα θα γίνει!» Γονατίζει, κρατιέται απ’ το κρεβάτι και κάθεται σ’ αυτό με βογγητό.

«Μαμά, ηρέμησε. Ο μπαμπάς δεν είν’ εδώ». Με κοιτάζει σα να βλέπει τρελό μπροστά της.

«Αυτό δε σου λέω κι εγώ τόση ώρα;»

«Δε μένει μαζί μας πια, μαμά. Το ξέχασες;»

Τα μάτια της γυρνάνε προς το ταβάνι, το σαγόνι της πέφτει. «Τί εννοείς; Πού μένει;»

Κάθομαι δίπλα της και της χαϊδεύω την πλάτη. «Δεν είπαμε ότι μένει προσωρινά με τον Τάκη, για να του κάνει παρέα, τώρα που χώρισε;»

«Χώρισε ο Τάκης; Πότε;»

«Ω, πάνε μήνες τώρα».

Βουρκώνει. «Ο Τάκης μου; Κι ο πατέρας σου, πότε θα ‘ρθει;»

«Όταν τα πράγματα ηρεμήσουν». Κοιτάω το ρολόι στον τοίχο. Επτά παρά δέκα.

«Πέσε να κοιμηθείς τώρα. Άντε».

«Δεν έχω ύπνο».

Της σπρώχνω τις παντόφλες της προς το μέρος της και τη βοηθάω να τις φορέσει. «Έλα, πάμε στην κουζίνα τότε, να κάτσουμε λίγο».

«Όχι, πήγαινε για ύπνο εσύ. Θα πάω μόνη μου να πιώ λίγο νεράκι». Την ακολουθώ ως την κουζίνα. Ανοίγει τη βρύση και ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπό της. Γεμίζει ένα ποτήρι και πίνει μια γουλιά. Το ανεμόβροχο ριπές μυδραλιοβόλου στο τζάμι.

«Τί λες, να μαγειρέψουμε κάτι;» λέω. «Τί θα ‘θελες τώρα;»

«Καρπούζι με φέτα», λέει και κάθεται στην ξύλινη καρέκλα απέναντί μου.

Γελάω. «Πού το θυμήθηκες, ρε μαμά; Γλυκό με αλμυρό;»

«Τ’ απογεύματα το καλοκαίρι πάντα τρώμε καρπούζι με φέτα με τον πατέρα σου. Δεν ξανάφερες».

«Σε λίγο έχουμε Χριστούγεννα, μαμά. Το καλοκαίρι τώρα».

«Α, ναι; Χριστούγεννα, ε;»

«Τί θα ‘λεγες για μια ομελέτα; Με πατατούλες και τυράκι;»

Χτυπάει τα χέρια της παλαμάκια. «Λατρεύω την ομελέτα». Αλλά, μετά ακουμπάει το δεξί της χέρι στο τραπέζι, κάνει κύκλους με το δείκτη της και λέει σοβαρά, «Ας κάνουμε σούπα καλύτερα, για να ζεσταθεί κι ο πατέρας σου όταν έρθει».

«Εντάξει. Σούπα λοιπόν». Σηκώνομαι και ανοίγω το ντουλάπι δεξιά απ’ το παράθυρο.

«Μήπως να τον πάρουμε τηλέφωνο, να δούμε τί κάνει; Δεν το είδα το κινητό του. Θα το πήρε μαζί του».

Ψάχνω το ρύζι. «Θα κοιμούνται τώρα, μαμά. Δεν μπορούμε να πάρουμε τηλέφωνο».

«Ποιοι;» λέει.

«Ο Τάκης κι ο μπαμπάς».

«Α, ναι. Μη βάλεις ρύζι, βάλε αυτό το… αυτό που είναι σα σιτάρι, κριθάρι…»

«Κριθαράκι, λες». Πιάνω το σακουλάκι και αυτή το δείχνει, αναπηδώντας στη θέση της.

«Αυτό, μπράβο. Το καταπίνει πιο εύκολα ο πατέρας σου». Βάζει το δεξί της χέρι στο στόμα της και λέει μέσα απ’ τα δάχτυλά της. «Όχι, όχι, καλύτερα βάλε το άλλο, αυτό που μοιάζει σαν τρίχες, πώς το λένε;»

«Φιδέ εννοείς», της λέω.

«Ναι, αυτό, αυτό το καταπίνει καλύτερα».

Βάζω νερό με αλάτι, ένα ζωμό λαχανικών και λίγο λάδι να βράσουν σε μια κατσαρόλα και περιμένω. «Έχουμε χρόνο για ένα σταυρόλεξο», της λέω. Παίρνω ένα περιοδικό απ’ τη στοίβα με τα σταυρόλεξα που είναι πάνω στο πάσο και της το δίνω.

Το ξεφυλλίζει. «Γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Γιατί πρέπει να τα κάνω αυτά, βρε Αγάθη;»

«Γιατί πρέπει, για να είσαι καλύτερα», λέω και της δείχνω ένα μικρό σκανδιναβικό. «Έλα, ας κάνουμε αυτό». Της δίνω ένα στυλό και τα γυαλιά της.

«Μα, είναι χαζό. Δες εδώ. Αθόρυβη γάτα, δύο γράμματα». Με κοιτάζει πάνω απ’ τα γυαλιά της. «Υπάρχει αθόρυβη γάτα; Και με δύο γράμματα; Όλες νιαουρίζουνε και γουργουρίζουνε και κάνουνε ζημιές».

«Εννοεί χωρίς τα φωνήεντα, μαμά».

«Α, χωρίς τα φωνήεντα. Και ποια είναι τα φωνήεντα;»

Σηκώνω τους ώμους. «Καλά. Θα σου εξηγήσω αργότερα. Βρες κάποιο άλλο».

Βάζει το δάχτυλό της πάνω από ένα άλλο κουτάκι με γράμματα. Διαβάζει αργά, «Αυτά που έγιναν χτες. Τί εννοεί;»

«Ξέρω γω; Περασμένα, ξεχασμένα;» λέω.

«Ξ – ε – χ – α – σ – μ – έ – ν – α», συλλαβίζει. Το στυλό σέρνει τη μύτη του πάνω απ’ τα κενά τετραγωνάκια. «Όχι, όχι, επτά γράμματα. Α, το βρήκα! Χτεσινά! Να και κάτι εύκολο». Δείχνει με το στυλό την κατσαρόλα. «Βράζει το νερό».

Σηκώνομαι, ρίχνω το φιδέ στην κατσαρόλα και ανακατεύω.

«Μόλις γίνει, βάλε ένα πιάτο και για τον πατέρα σου».

Η βροχή μου έχει σπάσει τα νεύρα. Και πιο πολύ αυτός ο αέρας που δε λέει να κοπάσει, που λυσσομανάει και μας φοβερίζει, που αναγκάζει τη βροχή να χαστουκίζει τα τζάμια αλύπητα. Ούτε ο θόρυβος από τον απορροφητήρα δεν τον καλύπτει.

Όταν σερβίρω τα τρία πιάτα της σούπας με τα τρία κουτάλια, το βλέμμα της μαμάς κολλάει στο κουτάλι στη μεριά του μπαμπά. «Αγάθη», λέει. «Φέρε κι ένα απ’ αυτά που πίνουμε χυμό, πώς τα λένε, ένα κα, καλαμάρι, καλαμάκι για τον πατέρα σου. Για να τη ρουφάει καλύτερα».

Κοντοστέκομαι. Την κοιτάω. Περιμένω. Σκέφτομαι να της πω ότι τέλειωσαν, αλλά περιμένει κι αυτή. Δε βάζει κουταλιά στο στόμα της ώσπου να δει το καλαμάκι στο τραπέζι. Το βάζω δίπλα στο πιάτο του. Το κοιτάζει, απλώνει το χέρι, το πιάνει, το κλείνει στη χούφτα της, σαν πολύτιμο στυλό που του ‘χει τελειώσει το μελάνι, αλλά που αυτή δυσκολεύεται να το αποχωριστεί, να το βάλει μαζί με τ’ άλλα τελειωμένα. Μετά βλέπω το δάκρυ της. Λιμνάζει πάνω στα σφιγμένα χείλη της, κυλάει πάνω στο καλαμάκι και πέφτει στη ζεστή της σούπα, που δεν έχει αγγίξει ακόμα.

Αρπάζω το καλαμάκι απ’ το χέρι της και λέω, «Μαμά, πήγε οκτώ η ώρα. Τί λες, πάμε στο Βασιλόπουλο, το μεγάλο σούπερ μάρκετ στη Βουλιαγμένης; Εκεί θα έχει σίγουρα καρπούζι».

Τα μάτια της φωτίζουν. «Καρπούζι με φέτα; Τέλεια!»

«Φάε πρώτα λίγη σουπίτσα και φεύγουμε».

Βάζει μερικές βιαστικές κουταλιές σούπας στο στόμα της. Ο φιδές σπάγκοι σάλιου που κρέμονται απ’ τα χείλη της. Σκουπίζει το στόμα της με το μανίκι της και πετάγεται πάνω. «Πάω να ντυθώ».

Ώσπου να βάλω τα μποτάκια μου, έχει έρθει στο σαλόνι με μια πράσινη, κοντομάνικη ρόμπα και τα μπλε πασουμάκια της. «Δε βρίσκω τα γυαλιά ηλίου μου, τα μαύρα, ξέρεις. Μήπως τα είδες πουθενά;»

Ξεκρεμάω το παλτό της απ’ τον καλόγερο και της το φοράω. «Δεν τα χρειάζεσαι ακόμα, μαμά».

Ανοίγω την πόρτα, κοιτάμε και οι δύο τον γκρίζο ουρανό, επιτέλους η βροχή σταμάτησε, με αγκαλιάζει και μου λέει, «Έχεις δίκιο, Αγάθη. Δε χρειάζονται τα μαύρα γυαλιά. Ευτυχώς που ‘χω κι εσένα». Στην εξώπορτα, με το χέρι στο χερούλι, σταματάει. «Πού πάμε τώρα;» λέει.

«Στο σούπερ, για καρπούζι, θυμάσαι;»

Τρίβει τα χέρια της με χαρά. «Καρπούζι με φέτα, τέλεια!» Γελάει σα μικρό κοριτσάκι που επιτέλους την άφησε η μαμά της να βγει έξω στην αυλή μετά τη βροχή, να πλατσουρίσει τα πασουμάκια της στις νερολακούβες, να χαζέψει τα κομμάτια του εαυτού της μέσα σ’ αυτές και πίσω τους το ζεστό ήλιο που ξεμυτίζει μέσα απ’ τα σύννεφα.

_____________________________________________

Η  Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα ήσυχο, ορεινό χωριό του Ξηρομέρου και τώρα ζει στην Αθήνα με το σύζυγό και τα δυο της παιδιά. Κατέχει πτυχίο στην Λογοτεχνία [BA (Hons) Literature] και μεταπτυχιακό στην Διημιουργική γραφή [MA in Creative Writing] απ’ το Lancaster University. Οι ιστορίες της έχουν δημοσιευτεί σε online και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά σε Ελλάδα και εξωτερικό.