Στις τελευταίες δεκαετίες, το φαινόμενο των «selfie» έχει αυξηθεί ραγδαία με την είσοδο της κάμερας στα κινητά (smartphones) και πολλοί έχουν επικρίνει αυτή την πράξη ως ναρκισσιστική. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το τελικό προϊόν μιας selfie είναι ένα αυτοπορτραίτο, αλλά η πρόθεση πίσω από τη λήψη της εικόνας μπορεί να καθορίσει τo τι θεωρείται selfie. Αν η πρόθεση είναι απλά η παρουσίαση του εαυτού μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και στη συνέχεια η προβολή της εικόνας σε άλλους για να δείξουμε πόσο καλή είναι αυτή η εικόνα, τότε οι selfies μπορούν να θεωρηθούν μία ναρκισσιστική πράξη, αλλά υπό αυτή την έννοια κάθε αυτοπορτραίτο θα μπορούσε να θεωρείται «ναρκισσιστικό».
Ναρκισσισμός ή αυτοανάλυση;
Αυτό μπορεί συχνά να λειτουργήσει ως εμπόδιο όταν κάποιος εργάζεται με αυτοπορτραίτα. Συχνά, οι συμμετέχοντες δηλώνουν ότι δεν τους αρέσει η δική τους εικόνα ή δεν τους αρέσει να κοιτάνε τον εαυτό τους. Γεγονός που μπορεί να οφείλεται στο ότι η κοινωνία θεωρεί πως οι άνθρωποι οι οποίοι κοιτάζονται συνέχεια στον καθρέφτη είναι απορροφημένοι με την εικόνα τους και έχουν εμμονή με τον εαυτό τους. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να τονίζουμε κάποια χαρακτηριστικά πέρα από την εικόνα και να θέτουμε στους συμμετέχοντες την πρόκληση να καταγράψουν μια θετική πτυχή του εαυτού τους. Αυτό τους δίνει ένα κίνητρο να κάνουν το αυτοπορτραίτο τους και το περιθώριο να είναι αυτo-αναλυτικοί, με έναν τρόπο που κινείται πέρα από τη σύλληψη μιας απλής «selfie».
Η έκθεση στην κάμερα ως εξερεύνηση των τρωτών μας σημείων
Οι φωτογραφίες που μας αρέσουν περισσότερο είναι αυτές που έχουμε τραβήξει εμείς ή οι φωτογραφίες στις οποίες είμαστε μέσα. Αυτό συμβαίνει διότι όταν φωτογραφίζουμε οι ίδιοι υπάρχει μία αίσθηση ελέγχου για το τι περιέχει και τι σημαίνει η εικόνα, ενώ όταν είμαστε οι ίδιοι μέσα στην εικόνα, έχουμε μνήμες και συναισθήματα που συσχετίζουμε με την στιγμή που έχει αποτυπωθεί στη φωτογραφία.
Από πολύ μικρή ηλικία, τα παιδιά εντυπωσιάζονται από την δική τους εικόνα. Mία φωτογραφία μπορεί να επιβεβαιώσει την ταυτότητα του παιδιού και την θέση του μέσα στην οικογένεια. Από την γέννηση κιόλας, ένα παιδί χρειάζεται μια τέτοια «επικύρωση» της ταυτότητάς του και απευθύνεται στον πρωταρχικό φροντιστή του για αυτό. Αργότερα αρχίζει να κοιτάζει το πρόσωπο του φροντιστή, εξετάζοντας τις εκφράσεις του προσώπου, όπως το χαμόγελο, και αναζητά μία αντίδραση σε ένα δικό του “κάλεσμα” (κλάμα, κινήσεις), μία διαδικασία που ο παιδίατρος και ψυχαναλυτής Donald Winnicott αποκαλεί «κατοπτρισμό» (Mirroring). Όταν η μητέρα αντικατοπτρίζει τις κινήσεις του μωρού, το μωρό αναγνωρίζει πως κάποιος το έχει δει, άρα υπάρχει. Καθώς μεγαλώνουμε, η διαμόρφωση της ταυτότητάς μας «ενημερώνεται» από τον τρόπο με τον οποίο οι αλληλεπιδράσεις μας με την κοινωνία αντικατοπτρίζονται σε εμάς. Τα φωτογραφικά αυτοπορτραίτα μας επιτρέπουν να δούμε πώς μας βλέπουν οι άλλοι και μας δίνουν χρόνο να αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο εμείς οι ίδιοι προβάλουμε τον εαυτό μας.
Ωστόσο, για κάποιους το να φωτογραφίζονται δεν είναι πάντα μία θετική εμπειρία. Ως παιδιά, μπορεί να είχαν αναγκαστεί να εκτεθούν μπροστά σε ένα φακό.
Η χαμηλή αυτοεκτίμηση μπορεί να κάνει τη φωτογράφηση δυσάρεστη και να δημιουργήσει το φόβο του να σε κοιτάνε άλλοι, κάτι που τελικά δημιουργεί μία άβολη κατάσταση. Ένας σωστός χειρισμός του άγχους που δημιουργείται όταν βλέπει κανείς τον εαυτό του μπορεί να κάνει τον συμμετέχοντα ενός θεραπευτικού εργαστηρίου πιο δεκτικό σε περαιτέρω θεραπευτική παρέμβαση.
Ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και έναυσμα για διάλογο με τον εαυτό μας
Η αξία της χρήσης αυτοπορτραίτων σε ομάδες, αναφέρεται ως οπτική αυτο-αντιπαράθεση, και μπορεί να προσφέρει στο άτομο που συμμετέχει σε εργαστήρια καινούριες πληροφορίες. Ένα απλό παράδειγμα είναι όταν η γνώμη κάποιου για τον εαυτό του αμφισβητείται από τα (ας υποθέσουμε θετικά) σχόλια της ομάδας. Έτσι μπορεί να ξεκινήσει ένας διάλογος κατά τη διάρκεια του οποίου το άτομο εξετάζει την σχέση του με τον εαυτό του. Η αποδοχή του γεγονότος ότι οι άνθρωποι έχουν μια σχέση με τον εαυτό τους, είναι σημαντική, και αυτό σημαίνει πως πρέπει να κατανοούμε πως οι άνθρωποι μπορεί να αποδέχονται τη δική τους εικόνα αλλά μπορεί να είναι εξίσου επικριτικοί αν έχουν αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους.
Ωστόσο, στη χρήση αυτής της προσέγγισης για την αντιμετώπιση ζητημάτων αυτοπεποίθησης υπάρχει μία λεπτή γραμμή: η αντιμετώπιση της προσωπικής εικόνας του ατόμου θα οδηγήσει σε μια κατάσταση αντικειμενικής αυτογνωσίας, η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε σύγκριση μεταξύ της εικόνας και των εσωτερικών προτύπων που έχει θέσει ο καθένας για τον εαυτό του. Εάν η σύγκριση αυτή έχει ως αποτέλεσμα μια αρνητική απόκλιση μεταξύ των δύο εικόνων, τότε συμβαίνει μία αντίστροφη διέγερση με τη μορφή άγχους και συχνά εκδηλώνεται η αντίδραση μάχης ή φυγής.
Οι τρεις κατά C. Nunez λόγοι να εμπιστευτούμε τα αυτοπορτραίτα
Η συγγραφέας και εξειδικευμένη στη χρήση αυτοπορτραίτων ως μέσο θεραπείας Christina Nunez πιστεύει πως ο φόβος για την κάμερα προέρχεται από προβληματικές σχέσεις με την εικόνα του εαυτού μας. Εξηγεί πως στον άνθρωπο κυριαρχούν δύο είδη θεώρησης της εικόνας μας – το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας εσωτερικά και το πώς σκεφτόμαστε τον εαυτό μας όταν τον βλέπουμε σε έναν καθρέφτη, εξωτερικά.
Η Nunez χρησιμοποιεί το αυτοπορτραίτο ως μέσο θεραπείας για τρεις λόγους: Πρώτον, επειδή η δημιουργία πορτραίτων μας αναγκάζει να είμαστε το αντικείμενο της φωτογραφίας και αυτό μπορεί να ξεσκεπάσει τα τρωτά μας σημεία. Δεύτερον, όταν το άτομο έρθει αντιμέτωπο με το αυτοπορτραίτο, αρχίζει μια διαδικασία που μοιάζει με μια επίσημη περίοδο θεραπείας. Τότε ξεκινά ένας εσωτερικός διάλογος ο οποίος εξετάζει την αυτο-αντίληψη, αρχίζει να αμφισβητεί, να διαμορφώνει κρίσεις και κινείται προς την αποδοχή. Τρίτον, οι πολλαπλές έννοιες που προκύπτουν από την ανάλυση του πορτραίτου μπορούν να συμβάλλουν στην ενοποίηση διαφορετικών πτυχών της προσωπικότητας.
Η ίδια η Nunez, συνοψίζει μια πλευρά της προσωπικής της θεραπευτικής εμπειρίας ως εξής: «μέσα από τα φωτογραφικά αυτοπορτραίτα βρήκα έναν τρόπο να ξαναδημιουργήσω το αγαπημένο βλέμμα της μητέρας μου».
Πηγή: Eyes of Light – Φόρεας Τέχνης στην Υγεία
Αρχική πηγή: “Arts in Health: Designing and researching interventions”, Daisy Fancourt, Oxford University Press, 2017.