Χρόνος ανάγνωσης 4 ΄

Από την Αγγελική Δρογγίτη, Ψυχολόγο*

Η μετάβαση από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό είναι μια δυναμική διαδικασία, που αρχίζει από το Νηπιαγωγείο και ολοκληρώνεται, ανάλογα τις προσωπικές ανάγκες του κάθε παιδιού, κατά τη διάρκεια του πρώτου ή δεύτερου σχολικού έτους στο Δημοτικό. Όπως κάθε μετάβαση στη ζωή μας, το “πέρασμα” από μια οικεία κατάσταση σε μια ανοίκεια συνοδεύεται από αμφιθυμικά συναισθήματα τόσο για γονείς, όσο και για τα παιδιά.

Πρόκειται για ένα ταξίδι, μέσα από το οποίο, το παιδί θα μεγαλώσει και στο νέο αναπτυξιακό στάδιο, στο οποίο θα βρεθεί, η κοινωνικοποίηση, η ανάγκη για μάθηση και η αυτονομία θα παίξουν σημαντικό ρόλο. Και αυτό το μεγάλωμα του παιδιού συνιστά την ίδια στιγμή μια απώλεια τόσο για το ίδιο, όσο και για τους γονείς του. Ο παιδικός κόσμος, όπως το γνωρίσαμε μέχρι το Νηπιαγωγείο θα μείνει πίσω για να δημιουργηθεί νέος χώρος για τον καινούριο κόσμο, που έρχεται μπροστά, αυτόν του “μεγάλου σχολείου”.

Με τη μετάβαση στο Δημοτικό συμβαίνει ένας ακόμα αποχωρισμός του παιδιού από την οικογένειά του. Στην πορεία του θα παίξει σημαντικό ρόλο η προηγούμενη ιστορία αποχωρισμών της οικογένειας. Ας μην ξεχνάμε ότι έχουν ήδη προηγηθεί κάμποσοι αποχωρισμοί στην οικογένεια. Ο αποχωρισμός του βρέφους από τη μητέρα του κατά τον τοκετό και αργότερα κατά τη διάρκεια του αποθηλασμού, ο αποχωρισμός του παιδιού από τους γονείς του κατά τη μετάβασή του στο δικό του δωμάτιο, η  ένταξη του παιδιού στον παιδικό σταθμό και το νηπιαγωγείο. Άλλοτε περισσότερο εύκολοι, άλλοτε περισσότερο δύσκολοι, αλλά απαραίτητοι.

Η είσοδος στο “μεγάλο σχολείο” είναι μια διαδικασία πολλαπλά φορτισμένη. Συνειρμικά θα αναδυθεί στη σκέψη των γονέων η δική τους ευχάριστη ή δυσάρεστη αντίστοιχη εμπειρία, η οποία ταυτόχρονα θα επενδυθεί με τις προσωπικές τους επιθυμίες, προσδοκίες και όνειρα για το παιδί τους. Όμως, παρ’ όλες τις ομοιότητες ή τις διαφορές, τα παιδιά πρόκειται να διαμορφώσουν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία και μάλλον η βαθύτερη επιθυμία είναι να είναι ευτυχισμένα.

Για το λόγο αυτό, μια πρώτη επεξεργασία των συναισθημάτων μας για αυτή τη μετάβαση των  παιδιών μας είναι σημαντική για να μπορέσουμε να αποτελέσουμε για αυτά μια ασφαλή βάση και να καταφέρνουμε να παραμένουμε σταθερά ενθαρρυντικοί/ες.

Συνάμα, τα παιδιά έχουν την ανάγκη να εκφράσουν τα συναισθήματα τους για την ολοκλήρωση του κύκλου του Νηπιαγωγείου.

Τα παιδιά χρειάζεται να έχουν την ευκαιρία, το χώρο και το χρόνο να αποχαιρετήσουν αυτό τον κύκλο ζωής τους, διευκολύνοντας κατά αυτό τον τρόπο την ομαλή μετάβασή τους στο Δημοτικό.

Τις πρώτες μέρες στο Δημοτικό σχολείο η έκφραση ανησυχίας ή άγχους είναι αναμενόμενη. Ας μην ξεχνάμε ότι το σχολείο για τα παιδιά είναι ένα ξέχωρο μέρος από την οικογένεια, όπου θα αναζητήσουν να βρουν τη θέση τους. Τέτοιας μορφής συναισθήματα μπορεί να μας απασχολήσουν για περαιτέρω επεξεργασία, όταν επιμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα και επηρεάζουν την καθημερινή ρουτίνα του παιδιού.

Είναι αλήθεια πως κατά τη μετάβαση στο Δημοτικό οι μαθητές/τριες συναντούν πολλές αλλαγές στη σχολική τους καθημερινότητα. Αλλάζει η ομάδα των συνομηλίκων τους, οι προσδοκίες των εκπαιδευτικών, που αναμένουν τα παιδιά να λειτουργούν περισσότερο αυτόνομα στο σχολικό πλαίσιο και η σχολική διαδικασία. Μια φροντισμένη προετοιμασία πάντα βοηθάει για μία ομαλή μετάβαση.

Παράλληλα με το ψυχοσυναισθηματικό στάδιο, στο οποίο βρίσκονται τα παιδιά, στο Δημοτικό σχολείο η σχέση με τη μάθηση έρχεται τώρα να μπει σε ένα περισσότερο δομημένο πλαίσιο. Παράλληλα, στο “μεγάλο σχολείο” θα προετοιμαστούν για να αναλάβουν σταδιακά και την πρώτη τους ευθύνη σχετικά με τη μαθησιακή διαδικασία, αυτή της σχολικής μελέτης.

Τα παιδιά ενδιαφέρονται με τον τρόπο τους για τη  μάθηση και τη γνώση. Ας μην ξεχνάμε τις χωρίς τέλος ευφάνταστες απορίες τους, που συχνά καλούμαστε να απαντήσουμε (Γιατί; Γιατί; Γιατι;….Α! και κάτι ακόμα γιατί;). Η σχέση τους με τη μάθηση έχει ήδη καλλιεργηθεί κατά ένα σημαντικό βαθμό πριν από την είσοδό τους στο Δημοτικό. Είναι τόσο πολλές και σπουδαίες οι δεξιότητες που έχουν ήδη κατακτήσει, πολύ πριν την είσοδό τους στο “μεγάλο σχολείο”, εκκινώντας ήδη από τη βρεφική ηλικία. Έχουν μάθει να μαθαίνουν, έχουν μάθει να μιλάνε, να περπατάνε, να ονειρεύονται, να παίζουν….. ένα σωρό πολύτιμες γνώσεις.

Η μάθηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ζωής και ενίοτε μια απολαυστική διαδικασία, η βασική προετοιμασία της οποίας έχει ήδη γίνει από το σπίτι. Είναι σημαντικό, λοιπόν, να διαμορφώνεται μια ευχάριστη σχέση με τη μάθηση εν γένει, που θα συντροφεύει τα παιδιά καθ’ όλη τους τη σχολική ζωή, αλλά και πέρα από αυτή. Η συνάντηση μαζί της είναι σημαντικό  να έρχεται μέσα από το βίωμα και το παιχνίδι. Παιχνίδια, ζωγραφική, κατασκευές και χειροτεχνίες, ταξίδια πραγματικά, αλλά και με το νου, παραμύθια για φανταστικά και μαγεμένα ξωτικά, κηπουρική, εξερευνήσεις στο δάσος… Με αυτό τον τρόπο τα παιδιά θα αναπτύξουν μια περισσότερο αυτόνομη σχέση και προτίμηση σχετικά με τη μάθηση, η οποία θα συνεχίζεται και πέρα από το σχολικό “αυτά για αύριο”. Παράλληλα, ας μην ξεχνάμε πως η μάθηση είναι μια διαδικασία, όπου έχουμε να αφουγκραστούμε τον προσωπικό ρυθμό του κάθε παιδιού.

Το ταξίδι αυτό με τα συναισθήματα, που το συνοδεύουν, δεν είναι μοναχικό, αλλά σημαντικοί συνοδοιπόροι του παιδιού είναι το σχολικό και το οικογενειακό πλαίσιο, που θα ενισχύσουν την αίσθηση ασφάλειάς του. Οι δάσκαλοι/ες του είναι οι σημαντικοί Άλλοι, που θα αποτελέσουν τη γέφυρά του κατά το πρώτο του σπουδαίο βήμα στον έξω κόσμο. Για το λόγο αυτό η συνεργασία μαζί τους είναι ιδιαίτερα βοηθητική.

Επειδή όμως η μάθηση αποτελεί ένα μονοπάτι, στην πορεία του οποίου  συχνά εμφανίζονται  δυσκολίες, εμπόδια και δυσφορία, πέρα από την προσπάθεια για καλλιέργεια μιας ευχάριστης σχέσης με αυτή, δεν ξεχνάμε να ζητάμε βοήθεια, όταν τη χρειαζόμαστε!

 

Βιβλιογραφία:

Αλεξανδρίδης, Α. (2021). Πάμε σχολείο; – Σχολή Ανήσυχων Γονέων. Αθήνα, Εκδόσεις  Ίκαρος.

Δοξιάδη, Α. (2021). Ρίζες και φτερά – Γράμματα σε γονείς. Αθήνα, Εκδόσεις Ποταμός.

_______________________________________________________________________

* Η Αγγελική Δρογγίτη είναι ψυχολόγος, απόφοιτη του τμήματος Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Έχει εκπαιδευτεί στην Κλινική Ψυχοπαθολογία στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο και στην Ειδική Αγωγή στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει παρακολουθήσει, ακόμα, εκπαιδεύσεις στην Εικαστική Ψυχοθεραπεία (Κέντρο Τέχνης και Ψυχοθεραπείας / Tallin University). Τα τελευταία χρόνια παρακολουθεί μαθήματα στο Πρόγραμμα Ψυχαναλυτικής Εκπαίδευσης στο Κέντρο Ψυχαναλυτικών Ερευνών της Αθήνας. Από το 2014 συνεργάζεται με κέντρα ειδικών θεραπειών για παιδιά και εφήβους/ες, όπου εργάζεται με παιδιά, εφήβους/ες και γονείς. Έχει συνεργαστεί  με τη Λεόντειο Σχολή Αθηνών παρέχοντας υπηρεσίες παράλληλης στήριξης. Επίσης, έχει εργαστεί ως ψυχολόγος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Εργάζεται με συστηματική επαγγελματική εποπτεία και παράλληλα βρίσκεται σε ατομική ψυχοθεραπεία.