Χρόνος ανάγνωσης 6 ΄

Από τη Βίκη Κοσμοπούλου

Μάνα,

Σου γράφω γιατί ντρέπουμαι και μοναχά σε σένα μπορώ να τα πω. Φοβούμαι, μάνα, φοβούμαι πολύ. Και ντρέπουμαι για μένα, και ντρέπουμαι τους άλλους που είναι γενναίοι. Δεν είμαι γενναίος, μάνα, αλλά λογίζουμαι για ήρωας. Τα βράδια λουφάζω κάτου από ένα δέντρο. Θυμάσαι, μάνα, το δέντρο που είχαμε παλιά στην αυλή δίπλα στον στάβλο; Τέτοιο είναι. Και κάθουμαι και σκέφτουμαι, τότες που ήμουνα πιο παιδί απ’ ό,τι είμαι τώρα, που είχες γελάσει σαν είχα σκιαχτεί με τ’ άλογο. Θυμάσαι; Χλιμίντρισε κι εγώ πετάχτηκα ως απάνου, κι εσύ χαμογέλασες και αρχίνησες να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Τα βράδια κάθουμαι και συλλογίζουμαι εσένα και το σπίτι. Και στα ονείρατά μου έρχουνται ανάκατα η εικόνα σου και ο θόρυβος της μάχης. Θόρυβος, μάνα. Θέλω να κλείνω τ’αυτιά μου. Δεν βαστάω άλλο. Θέλω ν’ ακούω το νανούρισμα απ’ το στόμα σου και να κοιτάζουμε τ’ αστέρια από την πίσω αυλή. Μεγάλωσε η μπουρνελιά μου, μάνα; Θέλω να πάρω αέρα, να ανασάνω. Πνίγουμαι. Φοβούμαι, μάνα, πως δεν είμαι άξιος να είμαι σ’ ευτούνο εδώ τον πόλεμο. Θέλω να σηκώσω το ανάστημά μου, μα δεν μπορώ. Δεν ξέρω αν το λέει η ψυχή μου. Βλέπω τους άλλους κι εγώ δεν βρίσκω τ’ αγρίμι μέσα μου. Γιατί δεν θέριεψες τ’ αγρίμι που θέλει φτούνη η τρέλα, μάνα; Κοιμάται το αγρίμι. Νανουρίστηκε κι αυτό μαζί με μένα κείνες τις νυχτιές άραγε στην πίσω αυλή;

Σου γράφω κ’ είναι γλυκοχάραμα. Μόνο εγώ είμαι ξυπνητός και δεν με πιάνει ύπνος. Ψες γλεντοκοπούσαν εδώ τα παλικάρια. Κατατρούπωσαν τον οχτρό. Δεν βάζω κι εμένανε μέσα. Κρυβόμουνα περισσότερο, μάνα, παρά πολέμαγα. Δεν πρέπει να γλεντάω εγώ, σε μένανε δεν πρέπει η χαρά, μονάχα η ντροπή. Αίμα παντού, μάνα, αίμα και βογκητά. Θυμάσαι που γένναγε η γελάδα, μάνα; Τέτοια μουγκρητά που μου τρυπούνε το κεφάλι. Να φύγω, μάνα, να φύγω, αλλά λογίζουμαι για γενναίος και μένω μαζί με τους άλλους. Και σαν σταμάτησε η μάχη και φάγανε και ήπιανε, ρίξανε τρεις μπαταριές. Γλεντάνε τον θάνατο, μάνα. Θυμάσαι τότες που πέθανε το γαϊδουράκι μου κι έκλαιγα στο κατώγι; Κι ήρθες εσύ και μου χαμογέλασες και αρχίνησες να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά; Έτσι κλαίω και τώρα, μάνα.

Το βράδυ ονειρεύτηκα πως ήμασταν στο χτήμα και ο πατέρας μου ήρθε σαν πνεύμα και μας ηύρε. Ήτανε όπως τονε θυμάσαι, αλλά χωρίς μουστάκι, κ’ έβγαλε από το ταγάρι του και μου έδωκε ένα καριοφίλι. «Πάρ’ το» μου λέει, «για σένα είναι αυτό, μωρέ!» και γω δεν το πήρα, μάνα. Τόνε κοίταγα στα μάτια κι έκλαιγα από την ντροπή μου. Τότες εκείνος, λέει, πέταξε το μαραφέτι στο χώμα κι έφυγε. Ντροπιάζω και τον πατέρα, μάνα. Εκείνος ήτανε πραγματικά γενναίος. Εκείνος κοίταγε τον οχτρό στα ίσα. Κι όλοι εδώ που τόνε ξέρανε για κείνονε μου λένε και μου βαράνε την πλάτη. Βάρος, μάνα, βάρος είναι για μένα ακόμα και ο θάνατος του πατέρα. Δεν είμαι σαν κι εκείνονε, ποτές δεν θα γίνω, αν προλάβω να γίνω μεγάλος. Φοβούμαι, μάνα, μην μείνω στον τόπο και με λογαριάσουνε για γενναίο.

Σου γράφω κ’ είναι γλυκοχάραμα. Μόνο εγώ είμαι ξυπνητός και δεν με πιάνει ύπνος. Ψες γλεντοκοπούσαν εδώ τα παλικάρια. Κατατρούπωσαν τον οχτρό. Δεν βάζω κι εμένανε μέσα. Κρυβόμουνα περισσότερο, μάνα, παρά πολέμαγα. Δεν πρέπει να γλεντάω εγώ, σε μένανε δεν πρέπει η χαρά, μονάχα η ντροπή.

Είπαν θα κινήσουμε για την Τριπολιτσά. Έχουμε μαζί μας τον Κολοκοτρώνη. Θυμάσαι, μάνα, που είχε έρθει να ιδεί τον πατέρα ένα πρωί; Κι ήμουνα και γω, μικρό παιδάκι τότες, και με σήκωσε από κάτου που είχα πέσει και είπε: «Δεν πέφτουνε οι γενναίοι. Κι αν πέσουνε ξανασηκώνουνται μοναχοί τους». Προψές με κοίταξε και σαν να είδε μέσα μου. Ήρθε και με βρήκε. Μου μίλησε για τον πατέρα και μου ’πε πως οι γενναίοι κάποτε πέφτουνε και οι γιοι τους πρέπει να τους αναστήσουν. Από μένα, λέει, θ’ αναστηθεί ο πατέρας. Τ’ ακούς, μάνα; Μ’ έπιασε απ’ τους ώμους και με σταυροφίλησε. Κι εγώ σκεφτόμουνα το τελευταίο Πάσχα που σταυροφιλιόντουσαν όλοι και γλεντάγανε που έβραζε κρυφά φτούνη η επανάσταση. Τώρα κείνος περιμένει να μ’ έχει δίπλα του στην Τριπολιτσά. Δεν βαστάω να είμαι κοντά του. Φοβούμαι ότι θα κιοτέψω και θα ντροπιαστώ.

Ανάθεμα στον θάνατο, μάνα, ανάθεμα. Κοιτάω τ’ άρματα που είναι πιο βαριά από μένανε και έχω σφίξιμο στα στήθια. Και το μπαρούτι να μυρίζει και να μου τρυπάει τα ρουθούνια και να μην μπορώ να πάρω ανάσα. Αέρα, μάνα, αέρα ν’ ανασάνω. Όπως ανάσανα, όταν μου ’βγαλες κείνο το στραγάλι που μου ’χε κάτσει στον λαιμό. Θυμάσαι; Και μετά αρχίνησες να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Αυτό σκέφτουμαι όταν φωνάζουν για να ριχτούν στη μάχη. Έχω κόψει μια τούφα απ’ τα μαλλιά μου, μάνα, που έχει πάνω το χάδι σου. Την έχω χώσει στο ταγάρι μου και την έχω σαν φυλαχτό. Έτσι σαν κινήσουμε για την Τριπολιτσά με τους άλλους θα είσαι και συ μαζί μου.

Μάνα, κάτι παράξενο συνέβηκε. Μέρες πριν, ούτε ξέρω πόσες είναι να σου πω, στη μάχη που κάναμε ήρθα σώμα με σώμα μ’ ένα Τουρκόπουλο. Ήταν πάνου κάτου στα χρόνια μου και είχαμε τα ίδια μάτια. Μέσα στο βουητό σταματήσαμε και κοιταχτήκαμε. Έκανε τάχατες πως με τρυπάει με το σπαθί του. Το ίδιο έκανα και γω και πέσαμε χάμου κάνοντας τους λαβωμένους. Μου ψιθύρισε τ’ όνομά του. Μαχμούτ τονε λέγανε. Γύρισα του ’πα και το δικό μου. Του ’δωκα το φυλαχτό που μου ’δωκες να τονε προσέχει κι εκείνος μου ’βαλε στο χέρι το δικό του. Σύρε, μάνα, κι άναψε ένα κερί για τον Μαχμούτ. Μπορεί και η δικιά του μάνα να κάνει μια προσευχή για μένανε. Από κείνη τη μάχη δεν είναι πως ντρέπουμαι λιγότερο, αλλά ξέρω πως υπάρχει και ο Μαχμούτ που είναι ίδιος σαν και του λόγου μου. Κι ίσως, σαν τελειώσει φτούνη η τρέλα και ζήσουμε, κάτσουμε κάτου από έναν πλάτανο και μιλήσουμε με τα μάτια και αγκαλιαστούμε και κλάψουμε.

Θυμάσαι, μάνα, που φοβόμουνα το σκοτάδι; Έτσι φοβούμαι και τώρα και θέλω να ’ρθω να κουρνιάσω στην ποδιά σου, και συ να μου χαμογελάσεις και ν’ αρχινήσεις να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Τα βράδια που σιγοκαίει η φωτιά σκέφτουμαι το λυχνάρι που άναβες στην κάμαρή μου και έκλεινα τα μάτια μου και έβλεπα σε ονείρατα τις ιστορίες που μου έλεγες.

Τι θ’ απογίνω, μάνα; Σαν με λαβώσει στ’ αληθινά ο οχτρός τι θ’ απογίνω; Τι πόνο θα σου δώκω; Μην κλάψεις, μάνα. Δεν είμαι άξιος για τα δάκρυά σου. Και τι θα πω στον πατέρα σαν τον ανταμώσω; Ότι δείλιασα μπροστά στα γιαταγάνια και δεν πολέμησα στα ίσα; Πως δεν μπόρεσα να τον αναστήσω με το αίμα του οχτρού; Δεν είμαι άξιος ζωντανός, δεν θα ’μαι άξιος ούτε στον άλλο κόσμο. Ατιμάζω το όνομα και την ανδρεία του. Τα κόκαλά μου θα ζέχνουν φόβο και προδοσία. Θυμάσαι, μάνα, που φοβόμουνα το σκοτάδι; Έτσι φοβούμαι και τώρα και θέλω να ’ρθω να κουρνιάσω στην ποδιά σου, και συ να μου χαμογελάσεις και ν’ αρχινήσεις να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Τα βράδια που σιγοκαίει η φωτιά σκέφτουμαι το λυχνάρι που άναβες στην κάμαρή μου και έκλεινα τα μάτια μου και έβλεπα σε ονείρατα τις ιστορίες που μου έλεγες.

Τώρα εδώ, λένε, ότι εμείς γράφουμε την ιστορία. Ο Κολοκοτρώνης λέει ότι βαφτιζούμαστε με αίμα για την ελευθερία της πατρίδας. Τ’ ακούς, μάνα; Ξαναβαφτίζουμαι με αίμα. Αίματα παντού. Κι έχω λερώσει τη φορεσιά μου. Να το ξέρεις, μάνα, έχω επάνου μου το αίμα το δικό μας και του οχτρού. Όλα τα αίματα μαζί. Το ένα πάνου στο άλλο. Αλίμονο. Εγώ που τα αίματα τρέμω πιο πολύ απ’ όλα. Θυμάσαι, μάνα, που έπεσα και χτύπησα και όλο τρέχανε αίματα στα πόδια μου και έτρεμα, και συ μου χαμογέλασες και αρχίνησες να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά; Έτσι τρέμω και τώρα και θέλω να φύγω από δω χάμου. Να ’ρθω να πλύνεις τη φορεσιά μου και με τ’ απόνερα να ποτίσεις την μπουρνελιά μου, να μεγαλώσει κι αυτή με αίμα. Και σαν θα τρώω τις μπουρνέλες να θυμούμαι τη δειλία μου και να μπαίνει όλο και πιο βαθιά μέσα μου η ντροπή, μέρα τη μέρα. Το ξέρω, σε πικραίνω, μάνα.

Έχει χαράξει για τα καλά. Τ’ άλογα έχουν αρχινήσει και χλιμιντράνε. Μυρίζουνε, λένε, τον οχτρό. Ο ήλιος έχει βαρέσει απάνου στο βουνό. Θα κινήσουμε για την Τριπολιτσά σε λίγο και κει τι θα γενεί δεν ξέρω. Θέλω να ξέρεις όμως τούτο. Θέλω να ζήσω. Θέλω να δω τον ήλιο πολλές φορές ακόμα. Θέλω να βγω ζωντανός από φτούνη την κόλαση που μου καίει τα σωθικά. Έχω ιδεί τόσα παλικάρια να πεθαίνουνε, αληθινά παλικάρια, με φωτιά στα μάτια να καίγουνται για αίμα που μυρίζει λευτεριά. Τη θέλω και γω τη λευτεριά, δεν είναι πως δεν τη θέλω, αλλά δεν είμαι φτιαγμένος για αίμα. Κι αυτό θα με στοιχειώνει, μάνα, αν ζήσω. Θα ζω με το αίμα των άλλων, των γενναίων, και την ντροπή μου. Μα η ζωή είναι γλυκιά. Έτσι δεν μου ’λεγες, μάνα; Η ζωή είναι γλυκιά σαν τις μπουρνέλες που τρώγαμε το καλοκαίρι.

Θέλω να ξέρεις κάτι που δεν σου ’χω πει ποτές, γιατί μπορεί να μην ανταμώσουμε ξανά. Όταν ήμουνα μικρός, πιο μικρός από ό,τι είμαι τώρα, σου ’χα γράψει ένα γράμμα. Το ’χω κρύψει στον στάβλο ανάμεσα στις σανίδες, εκεί που βάζουμε το σαμάρι. Αν δεν ζήσω να πας να το γυρέψεις. Αν όχι θα σ’ τα πω εγώ σαν ανταμώσουμε. Σου υπόσχομαι, μάνα, ότι θα γυρίσω και θα σ’ τα πω εγώ, και συ θα μου χαμογελάσεις και θ’ αρχινήσεις να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Γιατί πάντα αυτό έκανες, μάνα. Θα πολεμήσω, μάνα. Θα προσπαθήσω να πολεμήσω. Θα προσπαθήσω να μην φοβούμαι. Θα προσπαθήσω να μην ντρέπουμαι για μένα. Θα προσπαθήσω να μην ντρέπουμαι τα παλικάρια. Θα προσπαθήσω να είμαι ήρωας, κι ας μην είμαι γενναίος. Θα προσπαθήσω για κείνο το χαμόγελό σου και το χάδι στα μαλλιά.

Έχε γεια
Ο γιος σου

___________________________________________________________________

Διήγημα που διακρίθηκε στον διαγωνισμό «200 χρόνια τώρα…», με θέμα «200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση», που συνδιοργάνωσαν η Book Press με τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Τα διηγήματα που ξεχώρισαν θα κυκλοφορήσουν σε e-book από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.